Το Eurogroup δεν αναμένεται σήμερα να αποφασίσει
την εκταμίευση μέρους του διαθέσιμου ποσού των 7,2 δισ. ευρώ του
ελληνικού προγράμματος, γιατί η κυβέρνηση επιχείρησε, για λόγους
εσωτερικής κατανάλωσης, να παρακάμψει τους εκπροσώπους των δανειστών,
δηλαδή την τρόικα, με αποτέλεσμα να μη γίνει η τεχνοκρατική αξιολόγηση
των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο, το ελληνικό ζήτημα θα κυριαρχήσει στη συνεδρίαση του Εurogroup, όπου αξιωματούχοι της ευρωζώνης και εταίροι επιθυμούν να ενημερωθούν από τον υπουργό Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη για τις προθέσεις της κυβέρνησης, δεδομένου ότι διαρροές, συνεντεύξεις και υπονοούμενα από την πλευρά της Αθήνας έχουν βαρύνει το κλίμα.
Σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο της ευρωζώνης, η εκταμίευση μέρους των διαθέσιμων θα μπορούσε να αποφασιστεί, έστω και κατ’ αρχήν, σήμερα, αν είχε τηρηθεί η κλασική διαδικασία που αφορά τις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα. Δηλαδή, να γίνει τεχνική αξιολόγηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να κοστολογηθούν και να επιβεβαιωθεί ότι δεν θα οδηγήσουν σε δημοσιονομικές αποκλίσεις. Αυτό είναι έργο των εκπροσώπων των δανειστών, οι οποίοι υποβάλλουν την αξιολόγηση στην Ομάδα Εργασίας του Eurogroup και οι τελευταίοι με τη σειρά τους κάνουν εισήγηση στους υπουργούς Οικονομικών.
Η κυβέρνηση επιδιώκοντας πολιτική απόφαση δεν ενεργοποίησε αυτή τη διαδικασία, απλώς έστειλε το «πακέτο» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον πρόεδρο του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Όπως ανέφερε ο ίδιος αξιωματούχος, οι υπουργοί Οικονομικών δεν μπορούν να λάβουν απόφαση με πολιτικά κριτήρια, χρειάζονται τεχνοκρατική ανάλυση των μέτρων και κοστολόγηση, ώστε να διαπιστωθεί εάν κινούνται στη λογική του προγράμματος που παρατάθηκε για τέσσερις μήνες.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, στο Εurogroup, προέβλεπε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου να υποβάλει έναν πρώτο κατάλογο μεταρρυθμιστικών μέτρων. Οι θεσμοί (σ.σ.: τρόικα) θα αναλάμβαναν να εκφέρουν μια πρώτη άποψη για το εάν ο κατάλογος είναι επαρκώς συνεκτικός, ώστε να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ο κατάλογος αυτός θα διευκρινιστεί περαιτέρω και κατόπιν θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς ως τα τέλη του Απριλίου. «Μόνον η έγκριση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του παραταθέντος προγράμματος από τους θεσμούς θα επιτρέψει την οποιαδήποτε εκταμίευση της εναπομείνασας δόσης από το τρέχον πρόγραμμα και τη μεταφορά των κερδών του 2014 από το πρόγραμμα SMP (σ.σ.: τα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα)», αναφέρει η συμφωνία.
Συνεπώς, όλα δείχνουν ότι οι υπουργοί Οικονομικών δεν είναι σε θέση σήμερα να λάβουν απόφαση.
Όμως, με ιδιαίτερο ενδιαφέρουν αναμένονται οι τοποθετήσεις που θα κάνουν οι εταίροι, αλλά και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. και της ευρωζώνης μετά τη συνεδρίαση, αφού ακούσουν τον κ. Βαρουφάκη.
Το βέβαιο είναι ότι όλοι οι εταίροι θεωρούν πως η επίλυση του ελληνικού προβλήματος θα πρέπει να γίνει εντός του Εurogroup. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ απέφυγε, αν και του ζητήθηκε από την Αθήνα, να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό πριν από τη σημερινή συνεδρίαση, δείχνει και την απροθυμία να εμπλακεί με πρωτοβουλίες στη φάση αυτή. Αυτό που δεν θα πρέπει να αποκλειστεί σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης είναι να φτάσει το θέμα στους ηγέτες της ευρωζώνης, αλλά, όπως επισημαίνουν στις Βρυξέλλες, κάτι τέτοιο θα ήταν έσχατη επιλογή, την οποία δεν επιθυμεί κανένας.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ / e-typos.com
Ωστόσο, το ελληνικό ζήτημα θα κυριαρχήσει στη συνεδρίαση του Εurogroup, όπου αξιωματούχοι της ευρωζώνης και εταίροι επιθυμούν να ενημερωθούν από τον υπουργό Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη για τις προθέσεις της κυβέρνησης, δεδομένου ότι διαρροές, συνεντεύξεις και υπονοούμενα από την πλευρά της Αθήνας έχουν βαρύνει το κλίμα.
Σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο της ευρωζώνης, η εκταμίευση μέρους των διαθέσιμων θα μπορούσε να αποφασιστεί, έστω και κατ’ αρχήν, σήμερα, αν είχε τηρηθεί η κλασική διαδικασία που αφορά τις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα. Δηλαδή, να γίνει τεχνική αξιολόγηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να κοστολογηθούν και να επιβεβαιωθεί ότι δεν θα οδηγήσουν σε δημοσιονομικές αποκλίσεις. Αυτό είναι έργο των εκπροσώπων των δανειστών, οι οποίοι υποβάλλουν την αξιολόγηση στην Ομάδα Εργασίας του Eurogroup και οι τελευταίοι με τη σειρά τους κάνουν εισήγηση στους υπουργούς Οικονομικών.
Η κυβέρνηση επιδιώκοντας πολιτική απόφαση δεν ενεργοποίησε αυτή τη διαδικασία, απλώς έστειλε το «πακέτο» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον πρόεδρο του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Όπως ανέφερε ο ίδιος αξιωματούχος, οι υπουργοί Οικονομικών δεν μπορούν να λάβουν απόφαση με πολιτικά κριτήρια, χρειάζονται τεχνοκρατική ανάλυση των μέτρων και κοστολόγηση, ώστε να διαπιστωθεί εάν κινούνται στη λογική του προγράμματος που παρατάθηκε για τέσσερις μήνες.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, στο Εurogroup, προέβλεπε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου να υποβάλει έναν πρώτο κατάλογο μεταρρυθμιστικών μέτρων. Οι θεσμοί (σ.σ.: τρόικα) θα αναλάμβαναν να εκφέρουν μια πρώτη άποψη για το εάν ο κατάλογος είναι επαρκώς συνεκτικός, ώστε να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο εκκίνησης για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ο κατάλογος αυτός θα διευκρινιστεί περαιτέρω και κατόπιν θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς ως τα τέλη του Απριλίου. «Μόνον η έγκριση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του παραταθέντος προγράμματος από τους θεσμούς θα επιτρέψει την οποιαδήποτε εκταμίευση της εναπομείνασας δόσης από το τρέχον πρόγραμμα και τη μεταφορά των κερδών του 2014 από το πρόγραμμα SMP (σ.σ.: τα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα)», αναφέρει η συμφωνία.
Συνεπώς, όλα δείχνουν ότι οι υπουργοί Οικονομικών δεν είναι σε θέση σήμερα να λάβουν απόφαση.
Όμως, με ιδιαίτερο ενδιαφέρουν αναμένονται οι τοποθετήσεις που θα κάνουν οι εταίροι, αλλά και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. και της ευρωζώνης μετά τη συνεδρίαση, αφού ακούσουν τον κ. Βαρουφάκη.
Το βέβαιο είναι ότι όλοι οι εταίροι θεωρούν πως η επίλυση του ελληνικού προβλήματος θα πρέπει να γίνει εντός του Εurogroup. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ απέφυγε, αν και του ζητήθηκε από την Αθήνα, να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό πριν από τη σημερινή συνεδρίαση, δείχνει και την απροθυμία να εμπλακεί με πρωτοβουλίες στη φάση αυτή. Αυτό που δεν θα πρέπει να αποκλειστεί σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης είναι να φτάσει το θέμα στους ηγέτες της ευρωζώνης, αλλά, όπως επισημαίνουν στις Βρυξέλλες, κάτι τέτοιο θα ήταν έσχατη επιλογή, την οποία δεν επιθυμεί κανένας.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ / e-typos.com