Twitter @EmOikonomidis
Ένα συνηθισμένο και ενίοτε χαριτωμένο παιχνίδι ανάμεσα στην Ιστορία και τις γενιές που ανταμώνει, είναι μια άγαρμπη ερώτηση, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για να ξεφύγει κανείς από την αυθόρμητη και εκ των πραγμάτων ειλικρινή απάντηση. Που δεν προκαλεί επανεξέταση…
Η ερώτηση είναι απλή: “Εσύ που ήσουν τότε;”, και αφορά σημεία-σταθμούς, tipping points που χαρακτήρισαν και επηρέασαν τόσο εκκωφαντικά την ηχώ της φήμης που τα ακολούθησε, ώστε να μνημονεύονται, ανεξαρτήτως του θετικού ή αρνητικού προσήμου τους, στα επεισόδια τα οποία ακολούθησαν στην οικεία εθνική διαδρομή.
Σαν σήμερα, τέτοια ώρα το βράδυ της Παρασκευής και 13 Αυγούστου του 2004, η Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είχε ξεκινήσει. Και η Ελλάδα, η Ελλάδα που στα μάτια της ανθρωπότητας δεν έπαψε ποτέ να κρατάει ένα αόρατο νήμα με την Ελλάδα που μπόλιασε ιδέες, αξίες και θεσμούς την ιστορική διαδρομή των γενεών που προηγήθηκαν, ήταν το κέντρο του κόσμου. Εκείνη η… πέτρα στους Δελφούς που με προχωρημένη εθνική αυτογνωσία και διορατικότητα ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε απειλήσει να πετάξει στη θάλασσα, για να απαλλαγούμε από σκιρτήματα εθνικού μεγαλείου που, όπως αποδείχτηκε, δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν το τελευταίο ραντεβού της Ελλάδας με τον υπόλοιπο κόσμο, με όρους ισοτιμίας, αναγνώρισης και αποδοχής. Θαυμασμού, ίσως και… ζήλειας από την πλευρά εκείνων που δεν είχαν την τύχη να γεννηθούν σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Και να κληρονομήσουν ένα ιστορικό παρελθόν πρωτόγνωρο για έθνη και κοινωνίες που είχαν συνηθίσει να αντιγράφουν, αντί να δημιουργούν. Να περιμένουν παθητικά, αντί να σπεύδουν να προκαλέσουν οι ίδιοι την τύχη τους.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας υπήρξαν η ενσάρκωση του τελευταίου εθνικού οράματος. Με όρους στοχοπροσήλωσης, προγραμματισμού, πείσματος και ενατένισης ενός μέλλοντος που μπορεί καν να μην υπήρχε. Ή να ήταν αρκετά απαιτητικό, ώστε να περίμενε από εμάς να το διεκδικήσουμε. Αντί να βολευόμαστε στην εθνική (προσωπική και ατομική) μακαριότητά μας.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν το Ιερό Δισκοπότηρο μιας εθνικής ταυτότητας, που σε πείσμα της γονιδιακής προδιάθεσης στον διχασμό, τη διαίρεση, τη μιζέρια, αποκάλυψε πτυχές μιας κοινωνίας που μπορούσε να συνθέσει, να συνδιαμορφώσει, να συναγωνιστεί. Μιας κοινωνίας που δεν περίμενε… υπερωρίες. Ο εθνικός συναγερμός για τους Αγώνες υπήρξε πρωτίστως εθελοντικός. Γι’ αυτό και πέτυχε.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ωστόσο, δεν ήταν μια απλή στιγμή στην εθνική διαδρομή. Δεν ήταν οι Τελετές Έναρξης και Λήξης. Δεν ήταν καν οι μέρες των αγώνων. Ή τουλάχιστον δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν, με καβαφικούς όρους, το ταξίδι που προηγήθηκε. Και χωρίς να το καταλάβουμε, μας έδειξε πόσα μπορούσαμε να πετύχουμε σε εκείνη τη συναρπαστική διαδρομή. Που είχε όσους κινδύνους περιγράφει στο ανεξίτηλης επικαιρότητας ποίημα του ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Με μια, ουσιώδη και μοιραία διαφορά. Δεν καταλάβαμε ποτέ “οι Ιθάκες τί σημαίνουν”. Γι’ αυτό και οι Αγώνες, πέρασαν, έφυγαν, και εμείς μείναμε εκεί. Δεν διδαχτήκαμε τίποτα, ώστε να συνεχίσουμε το ταξίδι για την επόμενη Ιθάκη. Και βυθισμένοι στη βολή του καναπέ μας, δεν σηκωθήκαμε καν για να ανοίξουμε την πόρτα, όταν την χτυπούσε η κρίση. Με αποτέλεσμα, η κρίση να την σπάσει, να μπει στο σαλόνι και να… στρογγυλοκαθίσει. Η βολή που λέγαμε.
Η Ελλάδα που αφήσαμε πίσω, στο 2004, είναι η Ελλάδα που κρύβουμε μέσα μας. Απλώς το ξεχάσαμε. Ίσως και να μην βρίσκουμε το κίνητρο, την έμπνευση, την καθοδήγηση για να ξεκινήσουμε το επόμενο ταξίδι. Αφού σκεφτούμε σε ποιά Ιθάκη θέλουμε να φτάσουμε.
Αυτή η Ελλάδα που… έμεινε στο ράφι με τις δάφνες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, είναι η Ελλάδα που θα έκανε την κρίση ηθικής, αξιών, θεσμών και εθνικών προτεραιοτήτων την οποία βιώνουμε τα τελευταία τρία χρόνια, να αποδειχθεί το ιστορικά αναγκαίο βήμα πίσω, απλώς και μόνο για να πάρουμε καλύτερη φόρα. Για ένα άλμα, πιο γρήγορο από τη φθορά, όπως θα επαναστατούσε ο Ελύτης.
Ας μην μένουμε κολλημένοι στο “γιατί”. Υπάρχει και το εθνικά πολύ χρησιμότερο “γιατί όχι;”. Κι αν θυμηθούμε “εμείς που είμασταν τότε”, πριν από 9 χρόνια, στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, Παρασκευή και 13 Αυγούστου του 2004, τι σκεφτόμασταν, πως το ζούσαμε, ποιό μέλλον (εθνικό, συλλογικό, προσωπικό) βλέπαμε στον ορίζοντα που δεν έχει όρια, τότε ίσως θα διαπιστώσουμε ότι το ερώτημα “γιατί όχι;”, μπορεί να απαντηθεί με κατάφαση….
ysterografa.gr
Ένα συνηθισμένο και ενίοτε χαριτωμένο παιχνίδι ανάμεσα στην Ιστορία και τις γενιές που ανταμώνει, είναι μια άγαρμπη ερώτηση, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για να ξεφύγει κανείς από την αυθόρμητη και εκ των πραγμάτων ειλικρινή απάντηση. Που δεν προκαλεί επανεξέταση…
Η ερώτηση είναι απλή: “Εσύ που ήσουν τότε;”, και αφορά σημεία-σταθμούς, tipping points που χαρακτήρισαν και επηρέασαν τόσο εκκωφαντικά την ηχώ της φήμης που τα ακολούθησε, ώστε να μνημονεύονται, ανεξαρτήτως του θετικού ή αρνητικού προσήμου τους, στα επεισόδια τα οποία ακολούθησαν στην οικεία εθνική διαδρομή.
Σαν σήμερα, τέτοια ώρα το βράδυ της Παρασκευής και 13 Αυγούστου του 2004, η Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είχε ξεκινήσει. Και η Ελλάδα, η Ελλάδα που στα μάτια της ανθρωπότητας δεν έπαψε ποτέ να κρατάει ένα αόρατο νήμα με την Ελλάδα που μπόλιασε ιδέες, αξίες και θεσμούς την ιστορική διαδρομή των γενεών που προηγήθηκαν, ήταν το κέντρο του κόσμου. Εκείνη η… πέτρα στους Δελφούς που με προχωρημένη εθνική αυτογνωσία και διορατικότητα ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε απειλήσει να πετάξει στη θάλασσα, για να απαλλαγούμε από σκιρτήματα εθνικού μεγαλείου που, όπως αποδείχτηκε, δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν το τελευταίο ραντεβού της Ελλάδας με τον υπόλοιπο κόσμο, με όρους ισοτιμίας, αναγνώρισης και αποδοχής. Θαυμασμού, ίσως και… ζήλειας από την πλευρά εκείνων που δεν είχαν την τύχη να γεννηθούν σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Και να κληρονομήσουν ένα ιστορικό παρελθόν πρωτόγνωρο για έθνη και κοινωνίες που είχαν συνηθίσει να αντιγράφουν, αντί να δημιουργούν. Να περιμένουν παθητικά, αντί να σπεύδουν να προκαλέσουν οι ίδιοι την τύχη τους.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας υπήρξαν η ενσάρκωση του τελευταίου εθνικού οράματος. Με όρους στοχοπροσήλωσης, προγραμματισμού, πείσματος και ενατένισης ενός μέλλοντος που μπορεί καν να μην υπήρχε. Ή να ήταν αρκετά απαιτητικό, ώστε να περίμενε από εμάς να το διεκδικήσουμε. Αντί να βολευόμαστε στην εθνική (προσωπική και ατομική) μακαριότητά μας.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν το Ιερό Δισκοπότηρο μιας εθνικής ταυτότητας, που σε πείσμα της γονιδιακής προδιάθεσης στον διχασμό, τη διαίρεση, τη μιζέρια, αποκάλυψε πτυχές μιας κοινωνίας που μπορούσε να συνθέσει, να συνδιαμορφώσει, να συναγωνιστεί. Μιας κοινωνίας που δεν περίμενε… υπερωρίες. Ο εθνικός συναγερμός για τους Αγώνες υπήρξε πρωτίστως εθελοντικός. Γι’ αυτό και πέτυχε.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ωστόσο, δεν ήταν μια απλή στιγμή στην εθνική διαδρομή. Δεν ήταν οι Τελετές Έναρξης και Λήξης. Δεν ήταν καν οι μέρες των αγώνων. Ή τουλάχιστον δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν, με καβαφικούς όρους, το ταξίδι που προηγήθηκε. Και χωρίς να το καταλάβουμε, μας έδειξε πόσα μπορούσαμε να πετύχουμε σε εκείνη τη συναρπαστική διαδρομή. Που είχε όσους κινδύνους περιγράφει στο ανεξίτηλης επικαιρότητας ποίημα του ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Με μια, ουσιώδη και μοιραία διαφορά. Δεν καταλάβαμε ποτέ “οι Ιθάκες τί σημαίνουν”. Γι’ αυτό και οι Αγώνες, πέρασαν, έφυγαν, και εμείς μείναμε εκεί. Δεν διδαχτήκαμε τίποτα, ώστε να συνεχίσουμε το ταξίδι για την επόμενη Ιθάκη. Και βυθισμένοι στη βολή του καναπέ μας, δεν σηκωθήκαμε καν για να ανοίξουμε την πόρτα, όταν την χτυπούσε η κρίση. Με αποτέλεσμα, η κρίση να την σπάσει, να μπει στο σαλόνι και να… στρογγυλοκαθίσει. Η βολή που λέγαμε.
Η Ελλάδα που αφήσαμε πίσω, στο 2004, είναι η Ελλάδα που κρύβουμε μέσα μας. Απλώς το ξεχάσαμε. Ίσως και να μην βρίσκουμε το κίνητρο, την έμπνευση, την καθοδήγηση για να ξεκινήσουμε το επόμενο ταξίδι. Αφού σκεφτούμε σε ποιά Ιθάκη θέλουμε να φτάσουμε.
Αυτή η Ελλάδα που… έμεινε στο ράφι με τις δάφνες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, είναι η Ελλάδα που θα έκανε την κρίση ηθικής, αξιών, θεσμών και εθνικών προτεραιοτήτων την οποία βιώνουμε τα τελευταία τρία χρόνια, να αποδειχθεί το ιστορικά αναγκαίο βήμα πίσω, απλώς και μόνο για να πάρουμε καλύτερη φόρα. Για ένα άλμα, πιο γρήγορο από τη φθορά, όπως θα επαναστατούσε ο Ελύτης.
Ας μην μένουμε κολλημένοι στο “γιατί”. Υπάρχει και το εθνικά πολύ χρησιμότερο “γιατί όχι;”. Κι αν θυμηθούμε “εμείς που είμασταν τότε”, πριν από 9 χρόνια, στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, Παρασκευή και 13 Αυγούστου του 2004, τι σκεφτόμασταν, πως το ζούσαμε, ποιό μέλλον (εθνικό, συλλογικό, προσωπικό) βλέπαμε στον ορίζοντα που δεν έχει όρια, τότε ίσως θα διαπιστώσουμε ότι το ερώτημα “γιατί όχι;”, μπορεί να απαντηθεί με κατάφαση….
ysterografa.gr