Η χρηματοπιστωτική «φούσκα» που, ελέω και της πρωτόγνωρης παγκοσμιοποίησης, εδώ και δεκαετίες διογκώνεται εντυπωσιακά κινδυνεύει να «σκάσει» -ορισμένα «τραπεζικά αποστήματά» της, υπερμεγέθη μάλιστα, «σκάνε» διαδοχικώς- προκαλώντας ένα χαοτικό οικονομικό big-bang. Και το κρίσιμο ερώτημα έγκειται, νομίζω, στο εξής: Μήπως αυτό τούτο το «DNA» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος το οδηγεί, αναπροτρέπτως, στην καταστροφή του, όπως υποστηρίζουν εδώ και αιώνες οι «αντίπαλοί» του, και πρωτίστως οι επίγονοι της μαρξιστικής ιδεολογίας; ‘Η, αντιθέτως, είναι η συγκλονιστική αλλοίωση των εγγενών χαρακτηριστικών του εξαιτίας του, νεοφιλελεύθερων ορέξεων, «αγοραίου χρηματοπιστωτικού βιασμού του» που προοιωνίζεται σήμερα τον επιθανάτιο ρόγχο του; Θεωρώ σαφώς πιθανότερη –δεν θα εξέφραζα καν επιφυλάξεις, αν μπορούσα να υπερνικήσω τις αναστολές της, μοιραίας, ιδεολογικής υποκειμενικότητας- τη δεύτερη εκδοχή, με βάση την ακόλουθη σειρά συλλογισμών:
I. Το «αέτωμα» του γνήσιου -ως σύμφυτου με τις καταβολές του από την εποχή της διδασκαλίας του Adam Smith- οικονομικού καπιταλιστικού συστήματος, ήτοι του συστήματος εκείνου το οποίο, ως «εργαστήριο» δημιουργίας του «πλούτου των εθνών» βασίζεται στον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό με κοινωνικό πρόσωπο, στηρίζεται σε δύο «κίονες». Ο πρώτος αντιστοιχεί στο κοινωνικό κράτος δικαίου. Και ο δεύτερος στον τραπεζικό τομέα. Ο οποίος οφείλει να υπηρετεί την ομαλή εξέλιξη του χρήματος, ως αρχετυπικής αποκρυστάλλωσης της σχέσης μεταξύ πιστωτή και οφειλέτη. Άρα ως μόνου μέσου οικονομικής συναλλαγής που μπορεί να διασφαλίσει τη δημιουργική συνύπαρξη των μελών οιουδήποτε κοινωνικού συνόλου.
Α. Φαίνεται παράδοξο, σ’ ένα κόσμο φαινομενικώς πλήρους κυριαρχίας της οικονομίας, το να ισχυρίζεται κανείς πως ο ένας από τους δύο «κίονες» στήριξης του καπιταλιστικού «αετώματος» είναι το κοινωνικό κράτος δικαίου. Κι όμως, αυτή είναι η αλήθεια. Ειδικότερα το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, διαθέτοντας εξ ορισμού ανεξάντλητες δυνάμεις προσαρμογής με οιονεί «υδραργυρικές» τάσεις, κυοφόρησε και τ’ αναγκαία εκείνα «αντισώματα» τα οποία μπορούν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ν’ αποφεύγουν την αποδόμησή του λόγω κοινωνικών εκρήξεων.
1. Το κοινωνικό κράτος δικαίου συνίσταται, κατά βάση, στην μέσω κανόνων δικαίου κανονιστικού περιεχομένου εγκαθίδρυση θεσμών, δια των οποίων το κράτος εγγυάται όχι μόνον ατομικά αλλά και κοινωνικά δικαιώματα. Δηλαδή δικαιώματα που, grosso modo, επιτρέπουν στις οικονομικώς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ν’ απαιτήσουν από τους κρατικούς φορείς συγκεκριμένες παροχές. Με τον τρόπο αυτό το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα «απαντά» στη «νομοτελειακή προλεταριοποίηση» που, κατά την μαρξιστική αντίληψη, θα συνεπαγόταν η εφαρμογή του. Και απαντά αναδεικνύοντας έτσι όχι τη μάζα αλλά τον Άνθρωπο, ως αξία και ως προσωπικότητα που εκ φύσεως δημιουργεί, σε «μονάδα μέτρησης» του κοινωνικού συνόλου, με πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.
2. Διόλου, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι το κοινωνικό κράτος δικαίου στη Δύση –και όχι μόνο- αναπτύχθηκε ραγδαία:
α) Αμέσως μετά τη οργάνωση της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της, ως αυτονόητη «αντίστιξη» στον κίνδυνο επικράτησης του αναδυόμενου «αντίπαλου δέους», μαρξιστικής – λενινιστικής ιδεολογικής προέλευσης.
) Κυρίως δε μετά το τέλος καθενός από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους οι οποίοι, μαζί με τα ερείπια που κληροδότησαν άφησαν πίσω τους και πάμπολλες ενεργές εστίες διαγραφόμενης δομικής κοινωνικής έκρηξης. Και εδώ πρέπει να επισημανθεί πως επίσης δεν είναι τυχαίο το ότι ύστερα από το τέλος καθενός από τους πολέμους αυτούς –και μάλιστα με «λίκνο» τη χώρα που τους προκάλεσε- εμπεδώθηκε και θεσμικώς, σε συνταγματικό μάλιστα επίπεδο, το κοινωνικό κράτος δικαίου. Τα παραδείγματα τους Συντάγματος της Βαϊμάρης, του 1919 και του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, του 1949 –ιδίως δε το δεύτερο- μαρτυρούν αψευδώς ως προς το πώς και γιατί το κοινωνικό κράτος δικαίου αποτελεί πραγματικό θεσμικό πυλώνα στήριξης του όλου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, κυρίως όταν τίθεται εν κινδύνω η ίδια η υπόστασή του.
Β. Ο δεύτερος «κίονας», ο τραπεζικός, ουσιαστικά αντιστοιχεί στις επιταγές εκείνες του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος που απορρέουν από την εντός αυτού λειτουργία και εξέλιξη του χρήματος, ως μόνου –συμβατικώς πάντα- σύμφυτου με την οικονομική φυσιογνωμία του μέσου συναλλαγής. Συνακόλουθα, μέσου το οποίο, per se, αντιτίθεται στο οικονομικό απολίθωμα της «ανταλλαγής».
1. Η κατά τ’ ανωτέρω, αναντικατάστατη στο πλαίσιο του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, «συναλλακτική» χρησιμότητα του χρήματος –κυρίως με τη μορφή του χαρτονομίσματος- συνδέονται αναποσπάστως με την «συναλλακτική πίστη», την οποία αυτονοήτως ενσωματώνει. Τα, lato sensu, τραπεζογραμμάτια δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτ’ άλλο παρά «υποσχέσεις πληρωμής», δηλαδή ένα είδος «γραμματίων» που έχουν ουσιαστική οικονομική αξία μόνον εφόσον αναδεικνύουν στην πράξη την αξιοπιστία του εκδότη τους. Για να θυμηθούμε την περίφημη διαπίστωση του Νάιαλ Φέργκιουσον (“The Ascent of Money: A Financial History of the World”, 2008, ελλ. μετάφραση των εκδ. «Αλεξάνδρεια», 2011, σελ. 35-36), όταν στην πίσω όψη του αμερικανικού χαρτονομίσματος των δέκα δολαρίων αναγράφεται «In God We Trust», η εμπιστοσύνη αναφέρεται όχι στο Θεό. Αλλά στον Aλεξάντερ Χάμιλτον, τον πρώτο υπουργό οικονομικών των ΗΠΑ, που εικονίζεται στη μπροστινή τους όψη και, φυσικά, στους ως σήμερα διαδόχους του.
2. Αυτό το χρήμα, μέσα από τη λογική του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, δημιούργησε δυναμικά -κυρίως μετά τον 17ο αιώνα και προκειμένου να στηρίζει την διαρκή οικονομική ανάπτυξη που το «κρατάει όρθιο», δίκην ποδηλάτη- το αντίστοιχο τραπεζικό σύστημα. Ένα σύστημα το οποίο εγγυάται το θεσμό του οργανωμένου και ελεγχόμενου δανεισμού, υπό την ευρεία του όρου έννοια, που εκτείνεται από την απλή κατάθεση του πελάτη της τράπεζας ως τον κάθε είδους δανεισμό άλλων από τη πλευρά της. Ακριβώς αυτή η οικονομική αλληλουχία οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, από τη «συναλλακτική πίστη» του χρήματος στην «τραπεζική πίστη», η οποία συνιστά την βασικότερη αντηρίδα του όλου τραπεζικού συστήματος. Αντιστρόφως, η ως άνω διαπλοκή «συναλλακτικής» και «τραπεζικής πίστης» έχει ως αναπόφευκτη απόρροια και το γεγονός ότι όταν η δεύτερη αποδομείται –ή και, πολύ περισσότερο, εκλείπει- η αναπόφευκτη τραπεζική κρίση οδηγεί σε κρίση χρήματος, η οποία επιδρά καταλυτικώς τόσο στην αξία του όσο και στη ρευστότητά του. Σε μια πλήρως δε παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπως η σημερινή, οι κάθε μορφής αρνητικές αυτές επιπτώσεις παίρνουν, μοιραίως, πλανητικές διαστάσεις.
II. Όλα τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης βαθειάς οικονομικής κρίσης –που όμοιά της δεν έχει γνωρίσει ο καπιταλισμός, αφού μικρή σχέση έχει με την μετά το 1929 οικονομική κρίση- τείνουν να επιβεβαιώσουν την άποψη ότι η προέλευσή της πρέπει ν’ αναζητηθεί όχι σ’ εγγενείς αδυναμίες του ίδιου του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Αλλά, κατά κύριο μάλιστα λόγο, στις στρεβλώσεις του λόγω της επικράτησης –και για μικρό, σ’ επίπεδο σύγχρονου οικονομικού χρόνου, διάστημα- νεοφιλελεύθερων χρηματοπιστωτικών αντιλήψεων. Στρεβλώσεις που έχουν καταστροφικές συνέπειες ως προς την «οικονομική στατικότητα» των δύο προαναφερόμενων «κιόνων», οι οποίοι στηρίζουν το «αέτωμα» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
Α. Το παράδειγμα της Ευρωζώνης, που ιδίως μετά την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και «απαλλαγμένη» από το «αντίπαλο δέος» μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ζει στον αστερισμό της, γερμανικής έμπνευσης και επιβολής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής –την οποία ως και οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν υπό την προεδρία του Barak Obama- είναι ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτικό για την ανάδειξη του φαινομένου της πορείας κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους δικαίου στις χώρες – θύματα των συνεπειών της πολύπλευρης αυτής οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα:
1. Πριν λίγες μόλις μέρες, σε συνέντευξή του στην Süddeutsche Zeitung, ο Επίτροπος Κοινωνικών Υποθέσεων Λάζλο Άντορ –ο οποίος ζει στη «σκιά» του οικονομικού ομολόγου του Όλι Ρεν- κατηγόρησε ρητώς και απεριφράστως τη Γερμανία για «κοινωνικό ντάμπινγκ», που συρρικνώνει δραματικά το κοινωνικό κράτος δικαίου στις πληττόμενες βαρύτατα από τη κρίση χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Και τούτο διότι η κατ’ εξοχήν πλεονασματική χώρα της Ευρωζώνης δεν ανακυκλώνει τα πλεονάσματά της προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία ισορροπία μεταξύ όλων των χωρών που έχουν ως κοινό νόμισμα το ευρώ. Όλως αντιθέτως, υιοθετεί απροκαλύπτως τη τακτική της «πτώχευσης του γείτονα». Αφού από τη μια πλευρά στηρίζει με κάθε τρόπο, θεμιτό και αθέμιτο, τη δική της οικονομική ανταγωνιστικότητα, προσφεύγοντας ακόμη και σε «αναξιοπρεπείς» πρακτικές εργασίας με το να εκμεταλλεύεται, κυριολεκτικώς, εργαζόμενους προσερχόμενους από «φθηνές» σ’ εργατικό δυναμικό χώρες. Και, από την άλλη πλευρά, οδηγεί έτσι τις οικονομικώς προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης –οι οποίες επιπλέον, λόγω ευρώ, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το «όπλο» της υποτίμησης- σ’ ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση μισθών και εν γένει εισοδημάτων. Την κατάσταση αυτή περιέγραψε, έστω και ευσχήμως, προσφάτως ως και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Για να πάρει, αμέσως, επιτιμητική «γερμανική απάντηση» από ποιόν; Μα από τον «πολύ» κ. Ρέσλερ! Ο tempora, o mores…
2. Αυτή η αδιέξοδη για όλη την Ευρωζώνη οικονομική πολιτική γερμανικής έμπνευσης –η οικονομία της Ευρωζώνης συρρικνώνεται διαρκώς, το δημόσιο χρέος στους κόλπους της συνολικώς διογκώνεται, ενώ αυξάνεται ραγδαίως η ανεργία- στις οικονομικώς ασθενέστερες χώρες του νότου έχει ακόμη πιο δραματικές επιπτώσεις, αφού βαθαίνει την ήδη πρωτόγνωρη ύφεση και γιγαντώνει εφιαλτικά την ανεργία. Το ελληνικό παράδειγμα, και μόνο, βεβαιώνει με τραγική ενάργεια του «λόγου το ασφαλές». Κάπως έτσι το κοινωνικό κράτος δικαίου στις χώρες αυτές καταρρέει και τα κάθε είδους κοινωνικά δικαιώματα πλήττονται στον ίδιο τον πυρήνα τους. Η δε επερχόμενη, υπό τους όρους αυτούς, κοινωνική έκρηξη πρωτίστως μέσα από την οιονεί «προλεταριοποίηση» των εργασιακών σχέσεων λειτουργεί ως «εκρηκτικός μηχανισμός» στα θεμέλια του γνήσιου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Οι αγωνιώδεις προειδοποιήσεις για την καταστροφή που έρχεται εκπορεύονται ακόμη και μέσα από τη Γερμανία: Ο εκ των οικονομικών συμβούλων της κας Α. Μέρκελ, ο Πέτερ Μπόφινγκερ τονίζει, urbi et orbi, πως ουδείς δείκτης είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι η ως άνω «πολιτική επιθετικής εξυγίανσης» -δηλαδή η πολιτική λιτότητας- προς την κατεύθυνση της «δημοσιονομικής σταθερότητας» αποδίδει τ’ αναμενόμενα. Και μ’ ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, ύστερα από τον Γκίντερ Γκρας που μιλά για «γερμανική υπεροψία», ο Γιούργκεν Χάμπερμας επισήμανε πως αφενός αυτός ο «ηγεμονικός ρόλος» της Γερμανίας μπορεί να οδηγήσει την Ευρώπη στην καταστροφή. Και, αφετέρου, «η Δημοκρατία δεν μπορεί ν’ αναβάλλεται» για το απώτερο μέλλον. Δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν ότι η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δικαίου στην Ευρώπη υπονομεύει ευθέως και τους ίδιους τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Β. Πέραν τούτων η παγκόσμια οικονομική κρίση και οι υιοθετούμενες, καταφανώς απρόσφορες για την αντιμετώπισή της, οικονομικές πολιτικές θέτουν πλέον σε μεγάλο κίνδυνο και τον δεύτερο «κίονα» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ήτοι τον τραπεζικό. Ήδη, κυρίως μετά το 2008 και με αφετηρία την κατάρρευση της Lehman Brothers, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα κλονίζεται εκ θεμελίων κατά κύριο λόγο εξαιτίας τόσο της γιγαντιαίας ανόδου του πολύμορφου «τιτλοποιημένου δανεισμού», στον οποίο άνοιξε το δρόμο η καταστροφική εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών. Όσο και της αχαλίνωτης διόγκωσης και διαρκούς μεταμόρφωσης του συστήματος αγοράς ομολόγων. Δυστυχώς, ο ολισθηρός κατήφορος της «τραπεζικής πίστης» παρασύρει και την «συναλλακτική πίστη» στην οποία, όπως ήδη τονίσθηκε, εδράζεται ο βασικός πυλώνας του χρήματος στο πλαίσιο του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Οι τραγικές εμπειρίες σε Κύπρο κι Ελλάδα παρέχουν, ατυχώς, απτές αποδείξεις:
1. Παίρνοντας την, πρωτοφανή στα διεθνή τραπεζικά χρονικά, απόφαση της διάσωσης κυπριακών τραπεζών όχι μέσω των θεσμικών διαύλων της παραδοσιακής ανακεφαλαιοποίησης, ούτε καν μέσω της φορολόγησης των τόκων των καταθέσεων, αλλ’ ευθέως μέσω του «κουρέματος» των τραπεζικών καταθέσεων, το Eurogroup μάλλον όφειλε να γνωρίζει ότι συνέθετε το requiem της τραπεζικής πίστης στο σύνολο της Ευρωζώνης, και όχι μόνο. Πριν απ’ όλα διότι αυτό σηματοδοτεί η πρακτική της διάσωσης μιας τράπεζας αποκλειστικώς με τα χρήματα που της εμπιστεύεται και ένας απλός καταθέτης. Ο οποίος, αφού είχε την –τόσο καλά καλλιεργημένη σχεδόν για αιώνες- πεποίθηση ότι στην τράπεζα οι αποταμιεύσεις του ήταν ασφαλείς, ένοιωσε πως οι αρμόδιοι στην Ευρωζώνη μάλλον «έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα». Και, επέκεινα, γιατί το κυπριακό «παράδειγμα» να μην επεκταθεί, τουλάχιστον intra muros; Δεν το επιβεβαίωσε άλλωστε, έστω και εμμέσως, ο Πρόεδρος της Ευρωζώνης κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ;
2. Ανάλογους, μολονότι κατ’ επίφαση εκτός τραπεζικού συστήματος, απαισιόδοξους συνειρμούς προκαλεί η μέσω «κουρέματος» των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους του το 2012, η οποία οδήγησε σε μείωσή του. Από τη στιγμή όμως που η μείωση αυτή επήλθε δια του PSI –ήτοι με τη συμμετοχή μόνο του ιδιωτικού τομέα- και όχι και δια του PSO –ήτοι και με τη συμμετοχή του επίσημου τομέα (π.χ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)- πως, άραγε, μπορεί να σκέπτεται στο μέλλον ιδίως ο μικροομολογιούχος του πρωτογενούς τομέα; Ο οποίος, χωρίς ευρύτερη επενδυτική πείρα και εντελώς καλόπιστα, εμπιστεύθηκε την αποταμίευσή του –το υστέρημά του σε πολλές περιπτώσεις- στο Δημόσιο, αγοράζοντας ομόλογά του επειδή τα θεωρούσε, και δικαίως μέχρι τότε, ως την ασφαλέστερη «επένδυση», συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των τραπεζικών καταθέσεων; Δεν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πραγματικό πλήγμα στρεφόμενο εναντίον της «δανειακής πίστης» και της δανειακής αξιοπιστίας του ίδιου του Δημοσίου γενικώς, όταν μάλιστα αυτή η πρακτική έχει αποκτήσει διεθνείς διαστάσεις που, επιπλέον, διευρύνονται ραγδαίως; Και κάπως έτσι, υποδορίως έστω, δεν υφίσταται σταδιακώς αντίστοιχο πλήγμα, σε παγκόσμια μάλιστα κλίμακα, η όλη περί το χρήμα «συναλλακτική πίστη», άρα ο δεύτερος «κίονας» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος;
Από τις σκέψεις που προεκτέθηκαν προκύπτει ότι η πρωτοφανής στην ιστορία του κρίση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος δεν οφείλονται σ’ εγγενείς αδυναμίες του, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν, νομοτελειακώς, στην κατάρρευσή του. Αλλά, όλως αντιθέτως, στο γεγονός ότι οι ανερμάτιστες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, σε συνδυασμό με τη δραματική αλλοίωση των χαρακτηριστικών του τραπεζικού συστήματος και της αγοράς ομολόγων σε παγκόσμια κλίμακα, έχουν προκαλέσει ένα είδος «βιασμού» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. «Βιασμού», ο οποίος υπονομεύει στις μέρες μας τα δύο βασικά συστατικά του στοιχεία: Το κοινωνικό κράτος δικαίου και την τραπεζική και, περαιτέρω, συναλλακτική «πίστη». Υπό τα δεδομένα όμως αυτά το ως άνω απαισιόδοξο συμπέρασμα έχει και την αισιόδοξη πλευρά του: Πάντα υπάρχει ελπίδα να μην καταρρεύσει το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Αρκεί να γυρίσουμε στις ρίζες του εκείνες που θεμελιώνουν το «γνήσιο πρωτότυπο», αποκαθιστώντας τη φυσιογνωμία των κατά τ’ ανωτέρω βασικών συστατικών του στοιχείων. Η θεώρηση αυτή στηρίζεται στο ότι, τουλάχιστον κατά τη γνώμη των οπαδών του, το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα έχει τούτο το κοινό με τη Δημοκρατία: Προφανώς εμφανίζει συγκεκριμένα ελαττώματα, πλην όμως είναι το προσφορότερο οικονομικό σύστημα για να υπηρετήσει τον Άνθρωπο και την μέσω των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών ανάδειξη της αξίας του και της προσωπικότητάς του. Άλλωστε η ίδια η ιστορία μαρτυρεί αψευδώς πως κάθε άλλο οικονομικό σύστημα –πρωτίστως δε εκείνα που απορρίπτουν το χρήμα και τη συναλλακτική του αξία, προσβλέποντας σε κάποια μορφή «ανταλλακτικής οικονομίας»- οδηγεί, αναποτρέπτως, στην εποχή της εξαθλίωσης του Ανθρώπου και στην επικράτηση της βαρβαρότητας. Καιρός λοιπόν να πάρουμε στα σοβαρά τον προειδοποιητικό «βρυχηθμό» του οικονομικού «Βεζούβιου» αν θέλουμε να μην είμαστε οι μάρτυρες των τελευταίων ημερών της καπιταλιστικής «Πομπηίας».