Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Διδάγματα από την κυπριακή τραγωδία

Γράφει ο Προκόπης Παυλόπουλος
Αποτελεί «δευτέρα πλάνην», η οποία σίγουρα θ’ αποδειχθεί «χείρων της πρώτης», η θέση των οικονομικών ταγών της Ευρωζώνης ότι το τραπεζικό «Βατερλώ» της Κύπρου –που, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της ιδιοσυστασίας της, εξελίχθηκε σε δομικό και, κατά συνέπεια, συστημικό πρόβλημα όλης της κυπριακής οικονομίας- περιορίζεται intra muros. Η αλήθεια είναι –και θα φανεί εξαιρετικά σύντομα- ότι η τραπεζική τραγωδία στη Κύπρο στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα σε παγκόσμια κλίμακα, ακριβώς λόγω του ότι η παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ολιστική.  Και για την Ευρωζώνη  ο ήχος αυτός θα είναι εκκωφαντικός.


I. Το μήνυμα της κυπριακής τραπεζικής τραγωδίας –που αν γίνει αντιληπτό ίσως οδηγήσει και στην «τραπεζική κάθαρση» -συνίσταται στο ότι γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία, ιδίως δε εντός Ευρωζώνης, η πάλαι ποτέ διαλάμψασα «τραπεζική πίστη», δηλαδή η βασική αντηρίδα του όλου τραπεζικού συστήματος, περνά οριστικά στη χορεία των «οικονομικών μύθων».  Και να γιατί:

Α. Η οικονομική ιστορία διδάσκει ότι στο επίκεντρο της δημιουργίας και εξέλιξης του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται η «ιερότητα της αποταμίευσης».  Η οποία, όπως είναι αυτονόητο, ισχύει εμπράκτως κυρίως μέσα από την αρχή του απόλυτου «σεβασμού των καταθέσεων».  Τουλάχιστον εκείνων οι οποίες αντέχουν στη βάσανο, την οποία έχει θεσμοθετήσει η διεθνής νομοθεσία για την αποφυγή νομιμοποίησης προϊόντων από παράνομες δραστηριότητες (π.χ. ξέπλυμα βρώμικου χρήματος).  Η παραβίαση λοιπόν της αρχής του «σεβασμού των καταθέσεων» οδηγεί, μοιραία, στη κατάρρευση και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας κατά την τραπεζική της διάσταση.

Β. Η «άνωθεν», ήτοι από πλευράς Eurogroup, επιβολή του «κουρέματος» των τραπεζικών καταθέσεων στη Κύπρο, έστω και υπό το τιμωρητικό «πουκάμισο του Νέσσου» -κατά Γ. Σεφέρη- της ποινής λόγω έλλειψης επαρκούς διαφάνειας και υπερβολικής απόδοσης των καταθέσεων στο ογκώδες κυπριακό τραπεζικό σύστημα, είναι επίσημη, και μάλιστα σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, παραβίαση της αρχής του «σεβασμού των καταθέσεων».  Και εδώ είναι ευκαιρία να διευκρινισθεί το εξής:  Είναι άλλο ζήτημα η φορολόγηση των τόκων από τις καταθέσεις, ως φορολογία του κέρδους από την αποταμίευση, που ακόμη και με την πιο βαριά μορφή της δεν θίγει τον θεσμικό αλλά και χρηματοπιστωτικό πυρήνα της κατάθεσης stricto sensu.  Και πολύ διαφορετικό ζήτημα βεβαίως είναι το, άμεσο ή έμμεσο- ήτοι το καλυπτόμενο από τη λεοντή ενός οιονεί «τέλους» επί της κατάθεσης- «κούρεμα» των καταθέσεων.  Και τούτο διότι το «κούρεμα» αυτό συνιστά ευθέως μονομερή επέμβαση στον ενοχικό δεσμό μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος που εγγυάται την κατάθεση.  Η οποία μάλιστα επέρχεται έξωθεν, από «τρίτο», ο οποίος δεν μετέχει στον καταθετικό συμβατικό δεσμό και στην αντίστοιχη ενοχική σχέση.  Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι το «κούρεμα» θίγει, θεσμικώς και οικονομικώς, τον πυρήνα της κατάθεσης.

Γ. Στην ουσία όμως το «κούρεμα» της κατάθεσης καταλήγει στη κατάρρευση της «τραπεζικής πίστης», δηλαδή στην κατάρρευση του κυριότερου «ταμπού» που «εξιδανικεύει» οικονομικώς το όλο τραπεζικό οικοδόμημα.  Πραγματικά πως μπορεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αισθάνεται έστω και στοιχειώδη οικονομική ασφάλεια για τη νόμιμη αποταμίευσή του έναντι ενός οιουδήποτε πιστωτικού ιδρύματος όταν ξέρει πλέον, και με αφορμή την τραπεζική εμπειρία της Κύπρου, πως ως και με τις «ευλογίες» των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της Ευρωζώνης –και όχι μόνο- η κατάθεσή του είναι, ανά πάσα στιγμή, έρμαιο των ορέξεων τρίτων;

II. Και όμως, η κατά τ’ ανωτέρω παρακμιακή πορεία της «τραπεζικής πίστης» και, συνακόλουθα, της ασφάλειας του τραπεζικού συστήματος δεν έχει, φυσικά, ως αφετηρία την Κύπρο.  Η έκρηξη, τον Σεπτέμβριο του 2008, του τραπεζικού «υπερκαινοφανούς» Lehman Brothers είχε σημάνει την εκκίνηση της τραπεζικής αποσταθεροποίησης.  Ενώ η πανταχόθεν ομολογούμενη αλλά και καταγγελλόμενη χρηματοπιστωτική «ρηχότητα» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έπρεπε να έχει διδάξει ότι, αργά ή γρήγορα, στην Ευρωζώνη κάποια «Κύπρος» θα εμφανιζόταν ως ο «ξενιστής» ενός μοιραίου «τραπεζικού ιού» για το ίδιο το ευρώ.

Α. Η πτώση της Lehman Brothers, ως προάγγελος της κυπριακής τραπεζικής κρίσης, παραπέμπει ακόμη πιο πίσω, στις ρίζες της σύγχρονης ανισορροπίας του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, υπό την επιρροή της μετάλλαξης του καπιταλιστικού συστήματος λόγω του νεοφιλελεύθερου «βιασμού» του.  Ειδικότερα:

1. Η κατάρρευση της Lehman Brothers ήταν, δυστυχώς, αναγκαία συνέπεια της δομής της.  Μία δομή η οποία προήλθε από την «φιλισταϊκή» οικονομική νοοτροπία, μέσ’ από την οποία το κυρίαρχο τότε παγκοσμίως αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αψήφησε προκλητικά τα διδάγματα από το κραχ του 1929.  Και, συγκεκριμένα, τα διδάγματα από τις συνθήκες, υπό τις οποίες θεσπίσθηκε ο νόμος Glass-Steagall.

α) Θυμίζω ότι ο ως άνω νόμος ίσχυσε στις Η.Π.Α. μετά το 1933, με στόχο την προστασία της αμερικανικής οικονομίας από χρηματοπιστωτικές εκρήξεις ανάλογες εκείνης του 1929.  Την προστασία αυτή επιτυγχάνει το κατά τ’ ανωτέρω νομοθέτημα μέσ’ από την εμπέδωση της «τραπεζικής πίστης» δια της οδού της διασφάλισης των καταθέσεων ακόμη και σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας.  Το νόμο Glass-Steagall συμπλήρωσαν στη συνέχεια επιμέρους κανονισμοί λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος οι οποίοι, μεταξύ άλλων, οδήγησαν και στη καθιέρωση της βασικής διάκρισης μεταξύ «εμπορικών τραπεζών» και «επενδυτικών τραπεζών», με τις πρώτες ν’ αποτελούν την «ατμομηχανή» στην πορεία κατοχύρωσης της «τραπεζικής πίστης»: Οι εμπορικές τράπεζες, επειδή στηρίζονται στις καταθέσεις αποταμιευτών, οφείλουν να τηρούν αυστηρούς κανόνες και ως προς τα δάνεια τα οποία χορηγούν και ως προς τις λοιπές επενδύσεις, στις οποίες προβαίνουν, για να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες ν’ ανταποκριθούν και στις πιο μαζικές αναλήψεις.  Ενώ οι επενδυτικές τράπεζες, ως μη βασιζόμενες τόσο στις καταθέσεις όσο σ’ επενδυτικά σχέδια για τους πελάτες τους -οι οποίοι αναλαμβάνουν έτσι και το σχετικό κίνδυνο- λειτουργούν με χαλαρότερους χρηματοπιστωτικούς κανόνες που ανέχονται την εκ μέρους τους διακινδύνευση βραχυπρόθεσμων ή και μακροπρόθεσμων επενδύσεων κάθε μορφής.

β) Οι προαναφερόμενοι κανονισμοί διατήρησαν, grosso modo, και τον κανόνα της «κεφαλαιακής επάρκειας» ιδίως των εμπορικών τραπεζών.  Ήτοι τον κανόνα ότι μια εμπορική τράπεζα –αντιθέτως προς την εντελώς σχετικοποιημένη παρουσία τέτοιων κανόνων στο πεδίο των επενδυτικών τραπεζών- οφείλει να εγγυάται, κατά συγκεκριμένο ποσοστό καθοριζόμενο κάθε φορά θεσμικώς, την αξία του συνόλου των καταθέσεων που δέχεται με την αξία των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων, τα οποία της ανήκουν.  Έτσι ο καταθέτης, ο οποίος είναι ο κύριος τροφοδότης της εμπορικής τράπεζας μέσω των καταθέσεών του, είναι βέβαιος για την ασφαλή τοποθέτηση της κατάθεσής του, ακόμη και αν η τράπεζα χρεοκοπήσει, αφού η τραπεζική πίστη είναι δεδομένη στη βάση των ίδιων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων πέρα και έξω από τη συμβολή των καταθέσεων στο κεφάλαιό της.

2. Μόλις όμως ξεκίνησε η προεδρία του Ronald Reagan, το 1980, και υπό την ακατάσχετη επιρροή νεοφιλελεύθερων χρηματοπιστωτικών αντιλήψεων, η διάκριση μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών άρχισε να καταργείται στη πράξη.

α) Την αφετηρία σηματοδότησε το 1982 ο νόμος Garn-St Germain, τον οποίο ο ίδιος ο Reagan, οπαδός της νεοφιλελεύθερης «απορρύθμισης» στην οικονομία, χαρακτήρισε ως «το πρώτο βήμα ενός ολοκληρωμένου προγράμματος χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης». Με το νόμο αυτόν «χαλάρωσαν» οι περιορισμοί του προαναφερόμενου νόμου Glass-Steagall του 1933 ως προς τα είδη δανείων που μπορούν να χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες, φυσικά προς την κατεύθυνση δανείων υψηλότερου χρηματοπιστωτικού κινδύνου.

β) Την «ταφόπλακα» στη διάκριση μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών έβαλε επί της προεδρίας του ο Bill Clinton, όταν πλέον και κατάργησε όλους, σχεδόν, τους κανονισμούς οι οποίοι θεσμοθετούσαν τη διάκριση αυτή (νόμος Gramm-Leach-Bliley του 1999).  Και κάπως έτσι στις ΗΠΑ –και όχι μόνο, λόγω της τεράστιας επιρροής του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι- και οι εμπορικές τράπεζες μπήκαν για τα καλά στους «πειρασμούς» εξαιρετικά επικίνδυνων, lato sensu, συμπεριφορών.  Σήμερα ο Barak Obama επιχειρεί να γυρίσει πίσω, στις ρίζες της προαναφερόμενης διάκρισης που, το 1933, στήριξε την τραπεζική πίστη στις ΗΠΑ.  Μήπως όμως είναι ήδη αργά;

3. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι, άραγε, υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς πως οι χρηματοπιστωτικές «αμαρτίες», καρποί των οποίων υπήρξαν οι τραπεζικές «χάρτινες τίγρεις» τύπου Lehman Brothers, στοίχειωσαν και το ιδιαίτερα ευάλωτο -λόγω της δομής του όπως προαναφέρθηκε– κυπριακό τραπεζικό σύστημα και, κατ’ επέκταση, την ευρωπαϊκή «τραπεζική πίστη»;  Και αν ναι, γιατί με τόση ευκολία οι οικονομικοί ταγοί της Ευρωζώνης αποφάσισαν να φορτώσουν εξ ολοκλήρου στην πλάτη της Κύπρου, των Τραπεζών της και, σε τελική ανάλυση, των καταθετών τους, τις «αμαρτίες» τρίτων;  Και μήπως έτσι η «τιμωρία» και λάθος παράδειγμα προβάλλει αλλά και λάθος αποδέκτες στοχεύει;  Ακόμη δε περισσότερο: Αποτελεί κορυφαίο σφάλμα να πιστεύουν οι εμπνευστές της σημερινής οικονομικής πολιτικής έναντι της Κύπρου ότι μ’ αυτόν τον τρόπο υπηρετούν την ανάγκη θωράκισης της Ευρωζώνης.  Κι αυτό γιατί είναι η ίδια η δομή της Ευρωζώνης και, κυρίως, η τραπεζική της δομή, η οποία ευθύνεται εν πολλοίς για την κυπριακή τραπεζική τραγωδία και για κάθε μελλοντική τραπεζική τραγωδία στην καρδιά του ευρώ που, δυστυχώς, πολύ γρήγορα θα εκτυλιχθεί.

Β. Το τονίζω αυτό γιατί καθένας –εφόσον βεβαίως δεν εθελοτυφλεί ούτε είναι διατεθειμένος να υποκύψει στις καταστροφικές εμμονές του Βερολίνου, που τώρα «ανακάλυψε» τα «αγαθά του νεοφιλελευθερισμού» όταν και στις ΗΠΑ εγκαταλείπονται προτροπάδην- μπορεί ν’ αντιληφθεί πως για ό,τι συμβαίνει στην οικονομία της Κύπρου και, πρωτίστως, στο τραπεζικό της σύστημα, μέγιστη είναι η ευθύνη αυτού τούτου του τραπεζικού ιστού της Ευρωζώνης.

1. Γενικές οικονομικές γνώσεις αρκούν για να καταδείξουν ότι η «αχίλλειος πτέρνα» του ευρώ έγκειται στο ότι επιχειρεί όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να κυριαρχήσει παγκοσμίως ως νόμισμα χωρίς να έχει στήριγμα σ’ ένα επαρκές «τραπεζικό έδαφος», κυρίως δε χωρίς να ερείδεται, από πλευράς χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος, σ’ έναν ενιαίο τραπεζικό χώρο.  Με άλλες λέξεις η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μοιάζει με «ζωγραφιά στο νερό», αφού μόνον επιφανειακώς –σχεδόν υπό όρους συμβολισμού μέλλοντος- ασκεί καθήκοντα κεντρικής τράπεζας.  Απλή σύγκριση με τις δυνατότητες της Fed στις ΗΠΑ το αποδεικνύει:  Η «θηριώδης» νομισματική –και όχι μόνο- παρεμβατική δυνατότητά της παρακολουθεί με θυμηδία τα –ακόμη-  «νηπιακά βήματα» της ΕκΤ.

2. Ας μην αυταπατώμεθα, η ΕκΤ αδυνατεί να στηρίξει το ευρώ στον αγώνα επιβίωσής του μέσα στο ταραγμένο πέλαγος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής καταιγίδας, η οποία έχει πάρει πια τα χαρακτηριστικά τρίτου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου.

α) Γιατί, κακά τα ψέματα,  δεν συνιστά πραγματική κεντρική τράπεζα ένα χρηματοπιστωτικό μόρφωμα το οποίο π.χ.:
• Αδυνατεί ν’ «αγοράσει» χρέος των κρατικών συνιστωσών, οι οποίες συνθέτουν το οικονομικό πεδίο δράσης του.  Πως, λοιπόν, ν’ αντέξει στις διακυμάνσεις ισοτιμίας άλλων, πανίσχυρων και εξαιρετικά ευέλικτων, νομισμάτων;
• Αδυνατεί να εποπτεύσει αποτελεσματικά τις επιμέρους τράπεζες, των οποίων «ηγείται» θεσμικώς και οικονομικώς.
• Αδυνατεί έτσι, κατ’ αποτέλεσμα, να προστατεύσει την «τραπεζική πίστη» που του αναλογεί μέσω της προστασίας των καταθέσεων, οι οποίες διαμορφώνουν την υποδομή του.

β) Και μόνον οι «κραυγές αγωνίας» των εταίρων της Ευρωζώνης, οι οποίοι «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» θέτοντας ζήτημα άμεσης δημιουργίας μιας πραγματικής κεντρικής τράπεζας στην Ευρωζώνη μέσ’ από την οριοθέτηση ενιαίου τραπεζικού χώρου, το αποδεικνύουν μ’ ενάργεια.  Φυσικά, αντιστέκονται οι «εμμονές» του Βερολίνου, το οποίο υπερασπίζεται τα δικά του οικονομικά συμφέροντα μέσ’ από την απόκρυψη των δικών του τεράστιων τραπεζικών προβλημάτων, ιδίως σ’ επίπεδο Landesbanken.  Ως πότε όμως;  Και, ιδίως, ως πότε η φαινομενικώς «πανίσχυρη» γερμανική οικονομία θα ζει με την ψευδαίσθηση ότι οι οριακές αρετές της θα «κρύβουν κάτω από το χαλί» τις δραματικές επιπτώσεις των εγγενών ελαττωμάτων της;  Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – ακόμη και ο Πρώτος- δεν την έχουν ακόμη διδάξει επαρκώς;

3. Με άλλες λέξεις, και για να έλθουμε στα δεδομένα της κυπριακής τραπεζικής τραγωδίας: Δίχως να παραγνωρίζει κανείς ούτε τα sui generis προβλήματα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος ούτε τις επιπτώσεις του υπερτροφικού όγκου του –αν και ο τελευταίος μάλλον θα μπορούσε να χρησιμεύσει περισσότερο ως μέσο ανάδειξης της ευρωπαϊκής υποκρισίας με βάση το «πρότυπο» π.χ. του Λουξεμβούργου- είναι βέβαιο ότι αν υπήρχε πραγματική κεντρική τράπεζα, ικανή να στηρίξει το ευρώ, θα ήταν αυτή  -και όχι το Eurogroup, κατ’ εξοχήν αναρμόδιο με βάση τους καθορισμένους διεθνώς χρηματοπιστωτικούς κανόνες- που θα είχε αποφασίσει π.χ.:

α)  Για την, υπό την ευρεία του όρου έννοια, εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων στις επιμέρους ευρωπαϊκές τράπεζες και, επέκεινα, για την υπεράσπιση της «τραπεζικής πίστης» εντός των ορίων της Ευρωζώνης.

β)  Για το αν και κατά πόσο –υπό όρους συστημικού ευρωπαϊκού τραπεζικού κινδύνου- μια τράπεζα ή ένα σύνολο τραπεζών, εν δυνάμει βιώσιμων, πρέπει να διασωθούν με κεφάλαια προερχόμενα από προς τούτο οργανωμένο ευρωπαϊκό οικονομικό οργανισμό, στο πρότυπο του –ακόμη «εν αφανεία» τελούντος- ΕSΜ.

γ)  Για το αν, εν τέλει, μια τράπεζα στο χώρο της Ευρωζώνης μπορεί να επιβιώσει ή, αντιθέτως, πρέπει να κλείσει, χωρίς συστημικό κίνδυνο.

Συμπερασματικώς: Η οικονομική και, πιο συγκεκριμένα, τραπεζική τραγωδία της Κύπρου, που εναγωνίως αναζητά την «κάθαρσή» της, πρέπει να διδάξει τους οικονομικούς ταγούς της Ευρωζώνης –άρα το Βερολίνο- κυρίως:   Αφενός, πως και στην οικονομία πρέπει να ερευνάς την αιτία της κρίσης και όχι το «τέλειο θύμα της».  Και, αφετέρου, πως ο «οικονομικός στρουθοκαμηλισμός» στο τέλος εκδικείται τους θύτες του και όχι μόνο τα θύματά του.  Ιδίως δε ότι ο γνήσιος καπιταλισμός, εξ ορισμού «υδραργυρικό» σύστημα, μπορεί να επιβιώνει αενάως «εκδικούμενος» τους επίδοξους «βιαστές» του.

elzoni.gr