Με
αφορμή τις αλλαγές που εισηγείται το Υπουργείο Οικονομικών στο νέο φορολογικό
νομοσχέδιο, σχετικά με το φορολογικό καθεστώς των αγροτών, ο Βουλευτής
Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις:
«Όπως
είναι γνωστό η Κυβέρνηση προετοιμάζει την κατάθεση νέου φορολογικού
νομοσχεδίου, στα πλαίσια του οποίου εξετάζονται ριζικές αλλαγές στον τρόπο που
φορολογούνται οι αγρότες μας. Δύο είναι οι μείζονες αλλαγές που τίθενται επί
τάπητος και οι οποίες χρήζουν σοβαρής συζήτησης: η μία αφορά στην τήρηση
βιβλίων εσόδων – εξόδων από τους παραγωγούς και η άλλη στη φορολόγηση των
αγροτεμαχίων.
Ως
προς την τήρηση βιβλίων, έχω και στο παρελθόν διατυπώσει την άποψη ότι μπορεί, υπό
προϋποθέσεις, να αποτελέσει μία θετική, εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση για τον
αγροτικό χώρο. Άλλωστε ήδη αγρότες, και
κυρίως νέοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν με επιχειρηματικό πνεύμα την αγροτική
παραγωγή, προτιμούν την υιοθέτηση ενός καθεστώτος με βιβλία, διότι τους δίνει
τη δυνατότητα να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση, να καθετοποιήσουν
την παραγωγή τους, να δημιουργήσουν και να καρπωθούν υπεραξία για τα προϊόντα
τους.
Από
την άλλη όμως υπάρχουν ζητήματα τα οποία η Κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει
προσεκτικά. Αγρότες σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, με μικρό κλήρο και
χαμηλό εισόδημα δεν πρέπει να εξισωθούν με εκείνους που έχουν μεγάλες, οργανωμένες
καλλιέργειες και έξοδα για εφόδια, μηχανήματα κλπ. Για το μικρό αγρότη, ακόμα
και το κόστος του λογιστή είναι εξοντωτικό. Από το Υπουργείο Αγροτικής
Ανάπτυξης υπάρχει πρόταση για επιδότηση του λογιστικού κόστους, πράγμα θετικό,
πλην όμως θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στον μικρό παραγωγό
και τον μεγαλοαγρότη.
Θα
ήταν δικαιότερη είτε η εθελοντική ένταξη των αγροτών στο νέο καθεστώς είτε η
εξαίρεση των μικρών αγροτών με βάση εισοδηματικά ή στρεμματικά κριτήρια. Επιπλέον,
για όσους εφαρμοστεί το μέτρο, θα πρέπει να εξεταστεί με σύνεση ο συντελεστής
φορολόγησης και ο ορισμός των εξόδων. Ο συντελεστής θα πρέπει να είναι όσο το
δυνατόν χαμηλότερος, διαφορετικά θα απειληθεί η βιωσιμότητα του αγροτικού
τομέα, καθώς θα καταστεί απολύτως ασύμφορη η παραμονή στην αγροτική παραγωγή.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα μπορεί να εκπίπτει το
σύνολο των δαπανών, από την αγορά εφοδίων μέχρι την απόσβεση παγίου κεφαλαίου.
Τέλος,
σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των αγροτεμαχίων, φαίνεται ότι το Υπουργείο
Οικονομικών έχει δεσμευτεί ότι θα εξαιρεθούν οι μικρές εκμεταλλεύσεις. Η
θέσπιση στρεμματικού ορίου είναι θετική για τους μικρούς αγρότες, πλην όμως δε
λύνει όλα τα προβλήματα. Ένα χωράφι σε μια περιοχή υψηλής εμπορικής αξίας, με
οικιστικό, τουριστικό ή άλλο ενδιαφέρον, θα πάρει πολύ υψηλή αντικειμενική
αξία. Πλην όμως η αξία των προϊόντων που παράγονται δεν αλλάζει, το εισόδημα
που προκύπτει για τον αγρότη δεν έχει σχέση με το αν το αγροτεμάχιο είναι, για
παράδειγμα, σε τουριστική περιοχή. Εάν η φορολόγηση των αγροτεμαχίων
προχωρήσει, θα πρέπει να ισχύσει για μεγάλες εκτάσεις, αλλά και σε αυτές τις
περιπτώσεις θα πρέπει να εξεταστεί η χρήση της γης και το παραγόμενο εισόδημα.
Ο Έλληνας αγρότης υποβάλλεται σε συγκεκριμένες, κοστοβόρες ευρωπαϊκές
ρήτρες που θα αυξηθούν με τη νέα ΚΑΠ, αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό από
χώρες με τεράστια αγροτική οικονομία, καλείται να επιβιώσει σε συνθήκες ύφεσης.
Για να διατηρήσει και να ενισχύσει η Ελλάδα τη θέση της στην παγκόσμια αγορά
αγροτικών προϊόντων, τα μέτρα που θα λάβει η πολιτεία πρέπει να έχουν ως
γνώμονα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της στήριξης των παραγωγών
και της παραγωγής και του εκσυγχρονισμού του αγροτικού τομέα.»