Η χώρα μας μπήκε στο πρόγραμμα λόγω του υψηλού ελλείμματός της (όπως κατάφερε να το διογκώσει μετατρέποντάς της σε θηριώδες η ΕΛΣΤΑΤ επί Γ. Παπακωνσταντίνου).
Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα και εκεί πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες.
Χρέη – και μάλιστα τεράστια – έχουν ακόμη και οι χώρες με τις πιο ισχυρές οικονομίες.
Αλλά παράγουν, έχουν βιομηχανική παραγωγή, κάνουν εξαγωγές, έχουν έσοδα και επομένως θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να αποπληρώνουν τους τόκους και μέρος του κεφαλαίου (τοκοχρεολύσια).
Η Ελλάδα, εμφανίζοντας αυτό το φουσκωμένο έλλειμμα, σε συνδυασμό με την αποβιομηχάνισή της, την χαμηλή παραγωγικότητά της και το γεγονός ότι στηρίζεται σε ύψιστο βαθμό στις εισαγωγές, έστειλε το μήνυμα ότι δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα ελλείμματά της και επομένως να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Οι συνθήκες ύφεσης, όμως, που προϋπήρχαν μεν, πλην όμως εντάθηκαν λόγω της προσφυγής της χώρας στον μηχανισμό και της βίαιης προσαρμογής οδήγησαν σε έναν φαύλο κύκλο ελλειμμάτων και χρέους, που επαναφέρει συνεχώς τη συζήτηση περί μη βιωσιμότητας του χρέους.
Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από το πρωτογενές πλεόνασμα και από τη δυνατότητα μιας χώρας να παράγει, να αποκρατικοποιεί, να μειώνει τα έξοδα του δημόσιου τομέα, να έχει έσοδα.
Όταν τίποτε από τα παραπάνω δεν συμβαίνει επί χρόνια, τότε απλώς το χρέος διογκώνεται και το έλλειμμα μειώνεται επειδή απλώς η χώρα τρώει τις σάρκες της.
Και επομένως, αν η χώρα είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα από τον Φεβρουάριο του 2009 και οπωσδήποτε από τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, χωρίς να τρέχει σε εκλογές επειδή… λεφτά υπήρχαν, είναι βέβαιο ότι με πολύ λιγότερες θυσίες θα είχε βρεθεί στον σωστό δρόμο.
Θυμηθείτε πως κατά την προεκλογική περίοδο του φθινοπώρου του 2009 είχε θεωρηθεί εξωφρενική η εξαγγελία Καραμανλή περί παγώματος μισθών και τώρα έχουμε βρεθεί σε συνθήκες απόλυτης φτωχοποίησης, κυνηγώντας μια ακόμη δόση.
Όλοι γνώριζαν τότε πως το ΔΝΤ δεν χρηματοδοτεί χώρες που το χρέος τους κρίνεται μη βιώσιμο.
Αλλά και μετά την προσφυγή μας στον μηχανισμό, οι υποβαθμίσεις των διεθνών οίκων (που κινούνται στα πρότυπα του ΔΝΤ) οφείλονταν, όπως προέκυπτε από τις εκθέσεις τους στο γεγονός ότι οι οίκοι αμφισβητούσαν από την πρώτη στιγμή την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Ήδη από τα τέλη του 2010 το θέμα άρχισε να τίθεται επιτακτικά, με συζητήσεις γύρω από κούρεμα του χρέους με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
Στις αρχές του 2011, το θέμα τέθηκε επισήμως.
Τον Φεβρουάριο του 2011 το θέμα ετέθη στον κ. Παπανδρέου από την κ. Μέρκελ κατά τη συνάντησή τους στο Βερολίνο.
Την ίδια περίοδο (25 Φεβρουαρίου 2011), δόθηκε στη δημοσιότητα από την Κομισιόν η τρίτη επικαιροποίηση του μνημονίου, που περιλάμβανε νέα μέτρα ύψους 24 δις ευρώ.
Εκεί, αναλύονταν ακροθιγώς και τρία εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με το ένα σενάριο το χρέος δεν θα ήταν βιώσιμο, σύμφωνα με το δεύτερο θα είχαμε αύξηση του ΑΕΠ (αν το επέτρεπε η ΕΛΣΤΑΤ!) και το χρέος θα γινόταν βιώσιμο και σύμφωνα με το τρίτο θα γίνονταν οι ιδιωτικοποιήσεις ύψους 50 δις ευρώ (λέμε τώρα) και θα επιτυγχάνετο πρωτογενές πλεόνασμα 5,5%, οπότε το χρέος θα έπεφτε στο 80% μέχρι το 2025 (ξαναλέμε τώρα).
Από σενάριο σε σενάριο, φθάσαμε και σ’ αυτό του ΔΝΤ, όταν, τον Μάρτιο του 2011, ο επικεφαλής του ΝΤ για την Ευρώπη Αντόνιο Μπόρχες, δήλωσε περιχαρής:
«Είμαστε αισιόδοξοι ότι θα πετύχουμε, ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, και συνεπώς το πρόγραμμά μας θα είναι πετυχημένο. Αυτά τα προγράμματα δεν καταφέρνουν θαύματα μέσα σε λίγους μήνες. Είναι ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, θα πρέπει να δείξουμε υπομονή».
Τον Μάιο του 2011 ο κ. Μπόρχες επανήλθε, δηλώνοντας ότι το Ταμείο είναι έτοιμο να παράσχει περαιτέρω οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα αν το ζητήσει.
«Οι Έλληνες πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία και μέχρι στιγμής δεν μας έχουν πλησιάσει. Το ΔΝΤ είναι έτοιμο (να παράσχει πρόσθετη βοήθεια)», δήλωσε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της τελευταίας έκθεσης του ταμείου για την Ευρώπη.
«Όλα τα προγράμματα του ΔΝΤ είναι βασισμένα στη βιωσιμότητα του χρέους, οπότε για όσο διάστημα αυτό το πρόγραμμα είναι σε ισχύ αυτό σημαίνει ότι το ΔΝΤ πιστεύει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο», ξεκαθάρισε.
Επομένως, για το ΔΝΤ, το ελληνικό χρέος τον Μάιο του 2011 ήταν βιώσιμο και το πρόγραμμα πήγαινε μια χαρά, απλώς… χρειαζόταν υπομονή.
Και προφανώς, δεν υπήρχε πρόβλημα, αν και ο κ. Σόιμπλε νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2011, είχε δηλώσει:
«Τον Ιούνιο επίκειται η έκθεση προόδου. Αναμένω μία λεπτομερή ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας, η οποία θα αποτιμηθεί σε συντονισμό με την Κομισιόν και την ΕΚΤ. Εάν η έκθεση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, πρέπει να γίνει κάτι».
Την ίδια έκθεση περίμενε τότε και ο Επίτροπος Ρεν, μιλώντας κι’ αυτός περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
«Θα εξετάσουμε όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του χρέους, από την οικονομική ανάπτυξη έως τα φορολογικά έσοδα και την αξιολόγηση της επίδρασης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», έλεγε, ξεκαθαρίζοντας πως «η αναδιάρθρωση δεν είναι στα σχέδιά μας».
Αλλά ούτε και στα σχέδια της τρόικας, αν κρίνουμε από μια συνέντευξη (28 Απριλίου 2011) του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Κομισιόν στο κλιμάκιο της τρόικας Σερβάς Ντερούζ στη βελγική ολλανδόφωνη εφημερίδα «Ντε Τάιντ», όπου είχε πει πως μια αναδιάρθρωση θα είχε «καταστροφικές» συνέπειες, χωρίς παράλληλα να μειώσει την πίεση που υφίσταται η Ελλάδα.
Κι’ αυτό επειδή, όπως είχε πει, δεν έχει υπάρξει ποτέ αναδιάρθρωση στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης.
Σχετικά πάντως με την βιωσιμότητα του χρέους είχε δηλώσει πως «σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανάλυσή μας, το χρέος της Ελλάδας θα αυξηθεί στο 160% του ΑΕΠ το 2012 και μετά θα αρχίσει σταδιακά να υποχωρεί».
Προφανώς, δεν έπεσε μέσα. Διότι δεν εκπληρώθηκε η ανάλυσή του, σύμφωνα με την οποία «η ταχύτητα με την οποία θα μειωθεί το χρέος θα καθοριστεί κυρίως από τρεις παράγοντες: Την τήρηση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος του 5,5%, τις σχεδιαζόμενες ιδιωτικοποιήσεις και την οικονομική ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Παρ’ όλα αυτά πάντως, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα αποφασίστηκε από τους εταίρους τον Μάρτιο του 2011.
Και άρχισαν οι απανωτές συνεδριάσεις του Eurogroup, ενώ εμείς κυνηγούσαμε (τότε) την πέμπτη δόση και ενώ όλοι (Μέρκελ, Γιουνκέρ και λοιποί) απέρριπταν το ενδεχόμενο της αναδιάρθρωσης.
Στις 3 Ιουλίου του 2011, εκδόθηκε η έκθεση της Κομισιόν για την τέταρτη αξιολόγηση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, η οποία κατέληγε στην προειδοποίηση ότι υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι σε ότι αφορά την εφαρμογή των μέτρων, οι οποίοι εάν δεν αντιμετωπιστούν κατάλληλα, θα θέσουν εν αμφιβόλω την επιτυχία του προγράμματος για αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και βιωσιμότητα του χρέους.
Οπότε, ο κ. Παπανδρέου έστειλε και την γνωστή επιστολή στον κ. Γιουνκέρ, όπου ζητούσε μια αποτελεσματική λύση «που θα εγγυάται τη βιωσιμότητα του χρέους».
Πάντως, στις 27 Ιουλίου 2011, σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής», ο επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Πολ Τόμσεν, δήλωνε πως το ελληνικό χρέος εθεωρείτο ακόμη βιώσιμο, αν και βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού.
Απαντώντας σε ερώτηση για την πιθανότητα «επιλεκτικής χρεοκοπίας» και εάν αυτή η λύση είναι επιλογή και του Ταμείου, ο αξιωματούχος του ΔΝΤ δήλωσε:
«Εδώ πρέπει να υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Το θέμα είναι η βιωσιμότητα του χρέους (debt sustainability). Η έκθεσή μας δείχνει σαφώς ότι, ναι, το χρέος είναι βιώσιμο, αλλά είναι, όπως λέμε, στην κόψη του ξυραφιού (knife's edge). Οι πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν όπως έχουν προγραμματιστεί. Αλλιώς αμφισβητείται η βιωσιμότητα του χρέους. Όμως, με τη σταθερή και ισχυρή εφαρμογή των οικονομικών πολιτικών και σύμφωνα με αυτά που έχουν συμφωνηθεί, το χρέος θα μειωθεί σταδιακά. Τα καλά νέα μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup την προηγούμενη Δευτέρα είναι ότι (το Εurogroup) αποφάσισε πως θέλει να εξετάσει τι μπορεί να κάνει για να βελτιώσει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του χρέους, ενδεχομένως εξετάζοντας και τη δυνατότητα να προσφέρει τη χρηματοδότηση με χαμηλότερο επιτόκιο, μια συζήτηση που μόλις άρχισε ακριβώς. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να είμαι συγκεκριμένος, αλλά και αυτό θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους».
Πράγματι, στο κείμενο της απόφασης της Συνόδου Κορυφής (22 Ιουλίου 2011), όπου αποφασίστηκε το πρώτο «κούρεμα» αναφερόταν επί λέξει:
«Συμφωνούμε να στηρίξουμε ένα νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα και, από κοινού με το ∆ΝΤ και την εθελοντική συμβολή του ιδιωτικού τομέα, να καλύψουμε πλήρως το χρηματοδοτικό έλλειμμα. Η συνολική επίσημη χρηματοδότηση εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 109 δις ευρώ. Το πρόγραμμα αυτό θα σχεδιασθεί, κυρίως με χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερες προθεσμίες λήξεως, ώστε να βελτιώσει αποφασιστικά τη βιωσιμότητα του χρέους και τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης της Ελλάδας. Καλούμε το ∆ΝΤ να συνεχίσει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του νέου ελληνικού προγράμματος. Ως μέσο χρηματοδότησης σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) για την επόμενη εκταμίευση. Θα παρακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς την αυστηρή υλοποίηση του προγράμματος με βάση τακτική αξιολόγηση από την Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ∆ΝΤ».
Οπότε, ο κ. Παπανδρέου έσπευσε να πανηγυρίσει ότι δόθηκε τελική λύση, ότι το πρόβλημα του χρέους έγινε διαχειρίσιμο και ότι «τα αποτελέσματα της Συνόδου εγγυώνται τη βιώσιμη πορεία της χώρας, τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά και ένα αναπτυξιακό πακέτο για την Ελλάδα, ένα «ευρωπαϊκό πακέτο Μάρσαλ».
Παρ’ όλα αυτά, τον Σεπτέμβριο του 2011, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπίστωνε ότι η βιωσιμότητα του χρέους των ευρωπαϊκών χωρών παρέμενε «βασική πρόκληση».
Τον Οκτώβριο του 2011, ο Όλι Ρεν προειδοποιούσε: «Το καλοκαίρι είπαμε ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι στη κόψη του ξυραφιού. Τώρα, έχει επιδεινωθεί βάσει διαφόρων μετρήσεων».
Τελικά, το ελληνικό χρέος παρέμενε μη βιώσιμο και φτάσαμε έτσι στην Σύνοδο Κορυφής (26-27 Οκτωβρίου 2011) και στην απόφαση για κούρεμα της τάξης του 50%.
Στη σχετική δήλωση των ηγετών, αναφερόταν το εξής:
«Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI) έχει ζωτικό ρόλο στην εδραίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Συνεπώς χαιρετίζουμε την τρέχουσα συζήτηση μεταξύ της Ελλάδας και των ιδιωτών επενδυτών της για την εξεύρεση λύσης για εμβάθυνση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα. Από κοινού με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ελληνική οικονομία, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα αναμένεται να διασφαλίσει την απομείωση της σχέσης του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ με στόχο να φθάσει το 120% έως το 2020. Προς το σκοπό αυτό, καλούμε την Ελλάδα, τους ιδιώτες επενδυτές και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να διαμορφώσουν εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων με ονομαστική μείωση του 50% επί του θεωρητικού ελληνικού χρέους που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές. Τα κράτη μέλη της ευρωζώνης θα συνεισφέρουν στη δέσμη PSI ποσό ύψους έως 30 δισ. ευρώ. Στη βάση αυτή, ο επίσημος τομέας είναι έτοιμος να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση του προγράμματος ύψους έως 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2014, συμπεριλαμβανομένης της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Το νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί έως το τέλος του 2011 και η ανταλλαγή ομολόγων να εφαρμοστεί στις αρχές του 2012. Καλούμε το ΔΝΤ να συνεχίσει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του νέου ελληνικού προγράμματος».
Τον Δεκέμβριο του 2011, το ΔΝΤ είχε πάλι κακά νέα για την ύφεση και καλά για την βιωσιμότητα του χρέους.
Στην έκθεσή του αναφέρει πως αναμένει μεγαλύτερη ύφεση στην Ελλάδα έως και το 2012 απ' ό,τι προβλεπόταν, ωστόσο εκφράζει αισιοδοξία για μια συμφωνία με τους ιδιώτες ομολογιούχους, που, όπως επισημαίνει, θα συμβάλει στη βιωσιμότητα του χρέους.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 2012, το ΔΝΤ… ξανάλλαξε γνώμη! Στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αναφέρει ότι αυτό θα έχει φθάσει το 2020 στο 129% του ΑΕΠ και αυτό σημαίνει ότι η δυναμική του ελληνικού χρέους είναι ακόμη πιο μακριά από το να είναι βιώσιμο.
Ακολούθησε, τον Μάρτιο του 2012 και νέα έκθεση της τρόικας, η Έκθεση του Δεύτερου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής για την Ελλάδα, όπου επισημαινόταν πως η πρόοδος της Ελλάδας όσον αφορά τους φιλόδοξους στόχους του πρώτου προγράμματος προσαρμογής υπήρξε ανομοιογενής, καθώς «διάφοροι παράγοντες έφεραν προσκόμματα στην πορεία υλοποίησης, όπως η πολιτική αστάθεια, η κοινωνική αναταραχή και ζητήματα διοικητικής ικανότητας, κυρίως, όμως, ύφεση, η οποία ήταν πολύ βαθύτερη από ό,τι προβλεπόταν».
Συμπερασματικά: Στην Ελλάδα ακολουθήθηκε «πρόγραμμα ΔΝΤ» που δεν ενδείκνυται για χώρες με σκληρό νόμισμα όπως είναι το ευρώ, η Ελλάδα είχε βαθιές παθογένειες που δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ρυθμούς ΔΝΤ και το ΔΝΤ βρέθηκε εγκλωβισμένο σε ένα πρόγραμμα που δεν μπορούσε να επιβάλει, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη ύφεση και αδυναμία ελέγχου του χρέους παρά τα κουρέματα.
Όσοι τώρα οψίμως αγάπησαν το ΔΝΤ – το οποίο σε κάθε δήλωσή τους μετά από Σύνοδο Κορυφής οι ηγέτες εκλιπαρούσαν να παραμείνει στο πρόγραμμα – αφήνοντας να εννοηθεί και κλείνοντας το μάτι στον λαό πως αν γίνει νέο κούρεμα θα διακοπεί το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, οφείλουν να πουν στον λαό την αλήθεια:
Ότι έχουν ήδη γίνει δύο κουρέματα και το χρέος συνεχίζει να διογκώνεται και να θεωρείται μη βιώσιμο και επομένως η δημοσιονομική προσαρμογή θα συνεχιστεί και μετά το τρίτο κούρεμα – και μετά την… άνοδό τους στην εξουσία – διαφορετικά το χρέος θα ξαναξεφύγει.
elzoni.gr