Ιδιαίτερα ενοχλημένη εμφανίζεται η αριστερά, επειδή ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας
Αντώνης Σαμαράς, στην πρόσφατη ομιλία του στην συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής του κόμματος, «τόλμησε» να επισημάνει
τις δικές της ευθύνες
για την σημερινή κατάσταση της χώρας. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ενόχλησης είναι ένα, απίστευτης «ποιητικής» …ωραιότητας, δημοσίευμα της «Αυγής» (13.3.2012), όπου,
αφού γίνεται λόγος για
«παραλήρημα» και
«καουμποϊλίκια», υπογραμμίζονται τα εξής:
Το σκηνικό από τα παλιά. Τα φαντάσματα του παρελθόντος και πάλι μπροστά μας.
Μανιαδάκηδες, Μπουραντάδες, Ασλανίδηδες, Γεωργαλάδες πάλι μπροστά μας. Η Αριστερά σηκώνει κεφάλι…Να της το κόψουμε. Επιχειρήματα από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας…. Απάτριδες, άθρησκοι, ταραχοποιοί, περιθωριακοί, τρομοκράτες, συμμορίτες. Τέτοια είπε, αν προσέξατε. Μέχρι και για συμμορίες στα πανεπιστήμια μίλησε. Και πάλι οι ταραχοποιοί που καταστρέφουν περιουσίες και οι φιλήσυχοι πολίτες. Τα ίδια και τα ίδια… Οι εφιάλτες του παρελθόντος.
Η παραπάνω «κριτική», δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Ούτε το γεγονός ότι η «δημοκρατική» εφημερίδα αποδίδει στον Αντώνη Σαμαρά λόγια που δεν είπε…!
Πρόκειται, απλούστατα, για την
γνωστή παλαιομοδίτικη «συνταγή» της αριστεράς, η οποία
αφορίζει και
δαιμονοποιεί τους αντιπάλους της, όταν διαπιστώνει την πλήρη αδυναμία της να τους αντιπαρατεθεί επιτυχώς, με βάση λογικά επιχειρήματα, που απορρέουν από πραγματικά γεγονότα και αμάχητα ιστορικά τεκμήρια. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, ο αντίπαλός της αριστεράς είναι
εξ ορισμού αντιδημοκράτης, όχι γιατί διαπνέεται από αντιλήψεις που δεν είναι δημοκρατικές, αλλά απλά και μόνον,
επειδή τολμά να αντιταχθεί σʼ αυτήν ή να διαφωνήσει μαζί της. Αυτός που επιχειρεί να προβάλει την ιδεολογική και πολιτική αντίθεσή του έναντι της αριστεράς,
λοιδορείται σκόπιμα, προκαταβολικά και ανάλογα με την περίσταση, ως
«φασίστας»,
«ακροδεξιός»,
«νεοφιλελεύθερος»,
«ρατσιστής»,
«αντιδραστικός» ή
«φάντασμα του παρελθόντος», έτσι ώστε η
δαιμονοποίησή του να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τον οποιοδήποτε διάλογο μαζί του, με τελική
κατάληξη
το μονοπώλιο των ιδεών της και
την εύκολη επικράτηση των απόψεών
της. Αυτή είναι η αντιμετώπιση που, σε γενικές γραμμές, επιφυλάσσει η αυτοαποκαλούμενη «προοδευτική» αριστερή διανόηση στον δεξιό που «σηκώνει κεφάλι» και «τολμά» ακόμη και να σκεφτεί να αμφισβητήσει την αξία των ιδεών της ή την ορθότητα των επιλογών της. Εξ αιτίας αυτής της μόνιμης επιθετικότητας, ο αντίπαλος καταλήγει, ασυναίσθητα,
να θεωρεί περίπου ως ασέβεια την αμφισβήτηση του αριστερού λόγου. Ο φόβος, για την «ρετσινιά» του αντιδραστικού ή του ακροδεξιού,
παραλύει κάθε διάθεση για ιδεολογική αντίσταση.
Στην πραγματικότητα, αυτή η
ολοκληρωτικής υφής εμμονή της αριστεράς στην προσπάθεια εδραίωσης
συμπλεγμάτων ενοχής στον φιλελεύθερο χώρο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το
αντιστάθμισμα της αδυναμίας της να μετατρέψει τα βιώματά της σε δημιουργική εμπειρία και να απαλλαγεί από τον
πολιτικό κομφορμισμό, που η ίδια καλλιεργεί με τις επιλογές της.
Το πρόβλημα, συνεπώς, της αριστεράς, σε σχέση με την
στρατηγική επιλογή του
Αντώνη Σαμαρά να αντιπαρατεθεί μαζί της, σπάζοντας, επί τέλους, το
πλέγμα ιδεολογικής ανοχής, με το οποίο η μεταπολίτευση περιέβαλε
τον μύθο της, είναι η αδυναμία της να ξεπεράσει την αλαζονεία της. Η
αλαζονική (ψευδ)αίσθηση της αριστεράς για την εκ μέρους της
αποκλειστική κατοχή των μυστικών της ιστορίας και της αλήθειας, δεν μπορεί να συμβιβασθεί με την ανάγκη να υποβάλει στην βάσανο της λογικής και της εμπειρίας τον αφυδατωμένο πολιτικό της λόγο. Άλλωστε, η
διάψευση των προβλέψεων του Μαρξ και η
παταγώδης κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, που αποτελούσαν πηγή έμπνευσης και (αδικαιολόγητης) υπερηφάνειας για την εγχώρια αριστερά, δεν ταρακούνησε, στον βαθμό που αυτό συνέβη σε άλλες χώρες, το ιδεολογικό της οικοδόμημα. Εξ αιτίας και της
ιδεολογικής αδράνειας του φιλελεύθερου χώρου, ο αριστερός λόγος
εξακολουθεί να κυριαρχείται από το βάρος
ξεπερασμένων ιδεοληψιών και
ουτοπιστικών ενοράσεων. Το γεγονός ότι, πολλοί, ακόμη και μη αριστεροί, αντιμετωπίζουν, μέχρι σήμερα, ως προοδευτικές συλλήψεις, τις
χρόνιες μανιοκαταθλιπτικές εμμονές της αριστεράς για τον πατριωτισμό, την ιστορία, την επιχειρηματικότητα, την ιδιοκτησία, την ιδιωτική εκπαίδευση, τον συνδικαλισμό, το πανεπιστημιακό άσυλο, την δημόσια ασφάλεια, την λαθρομετανάστευση κλπ.,
αναδεικνύει
το μέγεθος της παθογένειας, που διακατέχει την ελληνική κοινωνία, αλλά και την
ορθότητα της στρατηγικής επιλογής του
Αντώνη Σαμαρά, για την
κατά μέτωπο αντιμετώπιση της ιδεολογικής της ηγεμονίας.
Όσο λοιπόν και αν ενοχλείται η αριστερά και όσο και αν
δεν αντέχει την αμφισβήτηση της αυθεντίας της, οφείλει να αποδεχθεί τον στοιχειώδη δημοκρατικό κανόνα της αντιπαράθεσης στο επίπεδο των ιδεών, αλλά και να συνειδητοποιήσει
τον καταλυτικά επιζήμιο ρόλο της στην επιβολή και εδραίωση του
πασοκικού συστήματος εξουσίας.
Ας αναρωτηθεί, λοιπόν, η αριστερά, αν θα είχε επιτύχει ο Α. Παπανδρέου την αχαλίνωτη κομματικοποίηση του κρατικού μηχανισμού, την σταδιακή εδραίωση της συντεχνιακής αυθαιρεσίας και την μετατροπή του πανεπιστημιακού ασύλου σε πεδίο στραγγαλισμού των ιδεών και εγκληματικής ασυδοσίας, χωρίς την δική της
ενθουσιώδη υποστήριξη…
Ας εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους
επώνυμα στελέχη της μπήκαν στην πρώτη γραμμή του
σημιτικού «εκσυγχρονισμού», συμβάλλοντας στην ψευδαίσθηση της «ισχυρής Ελλάδας», που κατέβαζε την ελληνική σημαία από τα Ίμια, στήριζε το σχέδιο Ανάν και οργάνωνε, με μεθόδους μαφίας, το αξεπέραστο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου…
Ας αναρωτηθούν, επί τέλους, οι Έλληνες πολίτες:
Πως είναι δυνατόν η αριστερά να πλειοδοτεί στην
αέναη διεκδίκηση δικαιωμάτων και να μην αισθάνεται ποτέ την ανάγκη να υπαινιχθεί, έστω, την αυτονόητη ύπαρξη στοιχειωδών, για κάθε πολίτη ευνομούμενης χώρας, υποχρεώσεων;
Γιατί δεν έχει ακουστεί ούτε μια λέξη από την αριστερά για την
κατάργηση των προκλητικών προνομίων, των οποίων απολάμβαναν επί δεκαετίες οι «προνομιούχοι» του ευρύτερου δημόσιου τομέα;
Γιατί η «ευσυγκίνητη», στην κάθε κοινωνική αδικία, αριστερά, ουδόλως ενοχλείται από
το οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό βόλεμα των εργατοπατέρων και την ιδιότυπη αυταρχική εξουσία τους, στο όνομα, πάντοτε, των εργαζομένων;
Γιατί, η ρητορικά παθιασμένη υπεράσπιση τη ισότητας από την αριστερά, δεν συμπεριλαμβάνει την
καταδίκη της ανισότητας, που εμπερικλείουν τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα;
Τι έκανε η αριστερά, που έχει αγιοποιήσει τον Γρηγορόπουλο,
για τους τρείς «ανώνυμους» πια, εργαζομένους της Marfin, που δολοφονήθηκαν κατά το πλέον μαρτυρικό τρόπο και την σωτηρία των οποίων συνειδητά παρεμπόδισαν αποβράσματα, που ουδέποτε αντιμετώπισαν, έστω και σε λεκτικό επίπεδο, τα πανεύκολα, σε άλλες περιπτώσεις,
δακρύβρεκτα κατηγορώ της αριστεράς;
Τελικά, γιατί η αριστερά
αυτοτοποθετείται έξω από το «πολιτικό σύστημα» το οποίο
καταγγέλλει; Αν δεχθούμε ότι, πολιτικό σύστημα είναι το σύνολο των θεσμών με τους οποίους κυβερνάται ένα κράτος, τότε γιατί
η αριστερά είναι «εξωσυστημική», όταν η κυριαρχική επιβολή της απλώνεται στον συνδικαλισμό, στην παιδεία, στα ΜΜΕ και με όπλο της την στρατευμένη διανόηση, καλλιεργεί συστηματικά τον ιδεολογικό της αυταρχισμό και την αλλοτρίωση των συνειδήσεων;
Είναι προφανές ότι, στόχος της αριστεράς δεν είναι η εξάλειψη των παθογενειών, τις οποίες
υποκριτικά καταγγέλλει, αλλά η επαύξηση και η διαιώνισή τους. Με την συντήρηση αυτών των παθογενειών, επιδιώκει να οδηγήσει στην κατάρρευση, όχι το σύστημα, που, όπως λειτουργεί σήμερα,
εξυπηρετεί απόλυτα τις ορέξεις και τις επιδιώξεις της, αλλά εκείνους που αντιδρούν στην εκπλήρωση του ρόλου του
ακαταπόνητου «αγκιτάτορα», που η ίδια επιφυλάσσει για τον εαυτό της. Ενός ρόλου που εκδηλώνεται με την συστηματική καλλιέργεια
ταξικού μίσους, την διαρκή
αναμόχλευση
παθών και εντάσεων, την ακατάπαυτη
χειραγώγηση των εργαζομένων, την υποδαύλιση της
ασυνεννοησίας των κοινωνικών εταίρων, την επιβολή της
δικής της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων και τον συχνά
εξαναγκαστικό προσηλυτισμό στην υποτιθέμενη υπεροχή των ιδεών της.
Με αυτά τα δεδομένα,
η στρατηγική επιλογή του Αντώνη Σαμαρά, για την ανάδειξη
των ευθυνών της αριστεράς, προσκρούει στην μέχρι σήμερα ναρκισσιστική αίσθηση της
απόλυτης αυθεντίας της. Εθισμένη, αυτάρεσκα, στον ρόλο μόνιμου πολιτικού εισαγγελέα, αισθάνεται άβολα όταν κατηγορείται ή καλείται να απολογηθεί.
Θα πρέπει να το συνηθίσει.