Με αφορμή την κατάθεση στο πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών διατάξεων σχετικά με την περαιτέρω απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου, ο Βουλευτής Κορινθίας κ. Κώστας Κόλλιας έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις:
«Οι δικηγόροι της Κορινθίας είναι ανάστατοι από τη νέα, αιφνιδιαστική νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, στα πλαίσια του πολυνομοσχεδίου για το περαιτέρω άνοιγμα του επαγγέλματός τους. Με αφορμή τις διατάξεις που επιχειρείται να περάσουν με κατεπείγουσες διαδικασίες, είχα συνάντηση με εκπροσώπους των δικηγόρων του Νομού μας στα γραφεία του συλλόγου. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε απόψεις επάνω στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και γενικότερα στα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα και που αφορούν την επαγγελματική και οικονομική τους επιβίωση.
Κατ’ αρχήν οφείλω να σχολιάσω ότι δεν διακρίνω τίποτε το «επείγον» στις εν λόγω διατάξεις που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί το Υπουργείο Οικονομικών αισθάνθηκε την ανάγκη να συμπεριλάβει σε ένα νομοσχέδιο που τιτλοφορείται ως «επείγον» και που προωθείται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, τις διατάξεις για τους δικηγόρους.
Κατά δεύτερον, ο νόμος 3919, με τον οποίο απελευθερώθηκε το επάγγελμα του δικηγόρου, με κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών, των ελάχιστων αμοιβών, αλλά και θέσπιση όρων για την ίδρυση και λειτουργία δικηγορικών εταιρειών, ψηφίστηκε μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο. Οι ρυθμίσεις αυτού του νομοσχεδίου είχαν περάσει από λεπτομερή και εποικοδομητικό διάλογο με τους δικηγορικούς συλλόγους και είχαν τύχει ευρείας συναίνεσης.
Τώρα η Κυβέρνηση επαναφέρει το θέμα, και οι επιπτώσεις που θα έχουν οι ρυθμίσεις, κυρίως στους δικηγόρους της επαρχίας, θα είναι καταστροφικές. Μεταξύ άλλων, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα των δικηγορικών εταιρειών να ανοίγουν υποκαταστήματα στην επαρχία. Είναι νομίζω αυτονόητο τι θα σημάνει μια τέτοια προοπτική για τους δικηγόρους της Κορινθίας. Οι εταιρείες, με ασύγκριτα μεγαλύτερα μέσα διαφήμισης και προώθησης των υπηρεσιών τους, θα κατακτήσουν την αγορά όχι απαραίτητα επειδή αυτές οι νομικές υπηρεσίες θα είναι καλύτερες, ούτε επειδή θα είναι φθηνότερες, αλλά επειδή θα διαφημίζονται περισσότερο και θα είναι περισσότερο αναγνωρίσιμες. Οι δικηγόροι της επαρχίας θα αναγκαστούν είτε να γίνουν υπάλληλοι είτε να εγκαταλείψουν τον κλάδο.
Οι δικηγόροι, όπως κάθε Έλληνας πολίτης, έχουν υποστεί και αυτοί σοβαρά πλήγματα στην τσέπη και στη δουλειά τους. Έχουν αυξηθεί οι ασφαλιστικές τους εισφορές και αναμένεται να αυξηθούν και άλλο – γεγονός που δυσκολεύει ιδιαίτερα τους νέους και ασκούμενους δικηγόρους - έχουν μπει έκτακτες εισφορές, έχει επιβληθεί ειδικό τέλος επιτηδεύματος. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την κακώς εννοούμενη απελευθέρωση του κλάδου, με αυτό το ανεξέλεγκτο «άνοιγμα» δηλαδή, θα έχουν συνέπειες και για τους δικηγόρους, αλλά και για τους καταναλωτές. Διότι κανείς δεν εγγυάται ότι ο ανταγωνισμός, χωρίς περιορισμό στην κοστολόγηση των υπηρεσιών, θα λειτουργήσει υπέρ του πολίτη.
Ο δικηγόρος δεν είναι απλά ένας ελεύθερος επαγγελματίας. Το λειτούργημά του δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε με την υπαλληλική νοοτροπία ούτε με την εμπορική δραστηριότητα. Θα πρέπει να παραμείνει συλλειτουργός και υπηρέτης της Δικαιοσύνης. Αιφνιδιασμοί για τόσο ριζικές αλλαγές, που επηρεάζουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, δεν επιτρέπονται σε δημοκρατικές πολιτείες. Η Κυβέρνηση και τα Υπουργεία πρέπει να αποσύρουν τις διατάξεις και να επανέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου, όπως έγινε και τον περασμένο Φεβρουάριο, για να βρουν μία λύση που να υπηρετεί τη Δικαιοσύνη, τους δικηγόρους και τους πολίτες.»