Του Πάνου Μπεγλίτη
Βουλευτή Ν. Κορινθίας -
Πρώην Υπουργού Εθνικής Άμυνας
Πρώην Υπουργού Εθνικής Άμυνας
Μπροστά στη δομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα τα τελευταία 2 χρόνια, αρκετοί αναλυτές (δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, οικονομικοί / κοινωνικοί φορείς κ.ά.) σε μια προσπάθεια ερμηνείας της, την «χρέωσαν» συλλήβδην και χωρίς τις απαιτούμενες διαφοροποιήσεις, στους οικονομικούς σχεδιασμούς και τις επιλογές των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών των 30 – 40 τελευταίων ετών.
Έτσι, η οικονομική κρίση ταυτίσθηκε με το «πολιτικό σύστημα» όπως αυτό εμφανίσθηκε, κυρίως, μετά τη δεκαετία του ’80.
«Ποιο ήταν το μοντέλο ανάπτυξης που οικοδομήσαμε την μεταπολιτευτική περίοδο; […]
Τι παράγει σήμερα η Ελλάδα; […]
Δημιουργήσαμε έναν υδροκέφαλο, αντιαναπτυξιακό δημόσιο τομέα, με στόχο την αναπαραγωγή των κομματικών, πελατειακών σχέσεων. […]
Η ανάπτυξη στην επαρχία ήταν εικονική αφού δεν δημιούργησε τις βάσεις για μια βιώσιμη, αναπτυξιακή προοπτική. […]»
Αυτό είναι, γενικά, το πλαίσιο της κριτικής που αναπτύχθηκε αυτήν την περίοδο, και που έλαβε, τελικά, τη μορφή μιας κυρίαρχης κοινωνικής, πολιτικής αντίληψης.
Όμως, μια τέτοιου είδους προσέγγιση της κατάστασης, δεν εμφανίζεται μόνο ως ισοπεδωτική και απαξιωτική αλλά και ως απόλυτα ακατάλληλη για μια αναλυτική, και εντέλει αποτελεσματική, αποτίμηση της κρίσης.
Ζητήματα όπως αυτά της ακολουθούμενης εθνικής οικονομικής στρατηγικής, της ιστορικής πορείας της χώρας, του συνολικού ισοζυγίου εθνικής προόδου, απαιτούν μια ολοκληρωμένη, εμπεριστατωμένη και, κυρίως, μια πολιτικά αντικειμενική και ψύχραιμη μελέτη της μεταπολιτευτικής οικονομικής πολιτικής, πράγμα που δεν έγινε.
Δεν θα ήθελα, ωστόσο, να επεκταθώ, εν προκειμένω, στην ουσία του θέματος. Αυτό που θα προσπαθήσω να αναδείξω, είναι η δυσαρμονία που εμφανίζεται μεταξύ της υφιστάμενης κριτικής διάθεσης και της ακολουθούμενης, ακόμα και σήμερα, αναπτυξιακής πολιτικής πρακτικής. Με άλλα λόγια, θα υποστηρίξω ότι πολλές φορές σήμερα, αυτοί που κρίνουν αυστηρά και ακραία το πολιτικό σύστημα για τις οικονομικές τους επιλογές, είναι οι ίδιοι που ταυτόχρονα αρνούνται κάθε ρηξικέλευθη πολιτική απόφαση ενώ, όταν τους δοθεί η ευκαιρία της επιλογής, εκείνοι συνεχίζουν να εφαρμόζουν τις «δοκιμασμένες» πολιτικές του παρελθόντος, που υποτίθεται ότι προκάλεσαν την κρίση.
Η αντίφαση που επικαλούμαι μπορεί να περιγραφεί παραστατικότερα, μέσα από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, που μάλιστα αφορά την περιοχή μας και, πιο συγκεκριμένα, τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της Κορίνθου.
Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, τόσο ως Αναπληρωτής Υπουργός όσο και ως Υπουργός, διαπίστωσα, μέσα από αναλυτικές παρουσιάσεις, εξαντλητικές συζητήσεις και εξέταση εναλλακτικών προτάσεων, ότι ο αμυντικός σχεδιασμός της χώρας δεν ήταν απλώς απόλυτα απαρχαιωμένος, αλλά και ιδιαίτερα δαπανηρός. Παράλληλα, η διασπορά στρατοπέδων ανά την Ελλάδα «εγκλώβιζε» την τοπική ανάπτυξη, σε ένα επίπεδο τεχνητό, κρατικοδίαιτο και απόλυτα περιορισμένο. Έτσι, κατέληγε να είναι μια εικονική ανάπτυξη που ωφελούσε κάποιες συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, σε βάρος όμως των παραγωγικών δυνάμεων της περιφέρειας και, εντέλει, της εθνικής αναπτυξιακής προοπτικής.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο, είναι φανερό ότι το συγκεκριμένο μοντέλο δεν είναι απλώς ξεπερασμένο, αλλά και τροχοπέδη στην εθνική ανάταξη που επιδιώκεται.
Εν προκειμένω υπάρχουν τρεις, τουλάχιστον, λόγοι που συνηγορούν υπέρ μιας θεμελιώδους αλλαγής των συγκεκριμένων αμυντικών δομών και, ταυτόχρονα, των αναπτυξιακών δράσεων:
(α) Η αλλαγή των αμυντικών απαιτήσεων της χώρας μας. Οι εθνικές, περιφερειακές και διεθνείς, ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, επιβάλλουν μια άλλη στρατιωτική δομή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που καμιά σχέση δεν έχει με τις υφιστάμενες (εμφυλιοπολεμικές – ψυχροπολεμικές) δομές, που ισχύουν σήμερα. Η άμυνα της χώρας μπορεί να ενισχυθεί πολύ περισσότερο, και μάλιστα με εξοικονόμηση σημαντικών, οικονομικών πόρων, υπό τον όρο του επανασχεδιασμού των δυνάμεων.
(β) Η δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Το σημερινό ευρωπαϊκό (βλέπε και παγκόσμιο), οικονομικό μοντέλο επιβάλλει τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών και, εν πάσει περιπτώσει, τον απόλυτο περιορισμό των αντίστοιχων ελλειμμάτων. Με άλλα λόγια, δημοσιονομικά ελλείμματα και υπερδιογκωμένο εξωτερικό χρέος δεν είναι πλέον ανεκτά, στο πλαίσιο διαμόρφωσης των οικονομικών σχέσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι, περιορισμένες πλέον, δημόσιες δαπάνες δεν μπορούν να είναι ανεξέλεγκτες, αλλά, θα πρέπει μάλλον, να είναι απόλυτα στοχευμένες σε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους και κοινωνικούς σκοπούς.
(γ) Η απελευθέρωση υποδομών με στόχο μια αυτοτροφοδοτούμενη περιφερειακή ανάπτυξη. Είναι λοιπόν φανερό ότι, αφού πλέον το κράτος θα πρέπει να εξορθολογήσει την οικονομική του δράση, ήρθε η ώρα μιας αυτοδύναμης και, κυρίως, αυτοτροφοδοτούμενης περιφερειακής ανάπτυξης. Η αποκέντρωση, που πάντα υποστηρίζαμε, μπορεί τώρα να γίνει πράξη. Η επιλογή αυτή μπορεί να επιτευχθεί, μεταξύ των άλλων, και μέσα από την αποδέσμευση όλων εκείνων των υποδομών που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούντο προκειμένου να συντηρούν το προηγούμενο, και ήδη ξεπερασμένο, αναπτυξιακό μοντέλο.
Λαμβάνοντας υπόψη τους συγκεκριμένους άξονες, με πρόγραμμα, οργάνωση, συντονισμό και σχέδιο αποφασίστηκε η κατάργηση του 6ου Συντάγματος Πεζικού της Κορίνθου αλλά και η αναδιοργάνωση των υφιστάμενων υποδομών, έτσι ώστε να στεγαστούν πλέον δημοτικές, περιφερειακές αλλά και δημόσιες υπηρεσίες. Παράλληλα, έχει προβλεφθεί να δημιουργηθούν χώροι «πρασίνου» και αθλοπαιδιών που αποτελούν μια νέα αισθητική πρόταση αλλά και μια δυναμική αναπτυξιακή προοπτική για την πόλη της Κορίνθου.
Πέρα από τη μείωση των σχετικών, στρατιωτικών δαπανών, θα πρέπει να υπολογιστεί και η εξοικονόμηση 2,5 εκατ. €, πρόσθετων, από τη μεταφορά των διαφόρων υπηρεσιών στις κτιριακές εγκαταστάσεις του Στρατοπέδου.
Απελευθερώνονται συνεπώς πόροι, μέσα και υποδομές που μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής, περιφερειακής στρατηγικής.
Ταυτόχρονα, και αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο, εμφανίζεται μια νέα πολιτική αντίληψη που δείχνει ότι το «παιχνίδι» δεν είναι χαμένο. Μπορούμε αναδιατάσσοντας τα σχέδια, τις δυνάμεις και τις δράσεις μας να θέσουμε και πάλι σε λειτουργία τις δημιουργικές, παραγωγικές δυνάμεις του τόπου που έχουν καταστεί «ατροφικές», εξαιτίας της εφαρμογής τεχνητών και εφήμερων, για αυτό και αδιέξοδων, οικονομικών μοντέλων.
Υπό αυτά τα δεδομένα, είναι τουλάχιστον παράδοξο, αν και σίγουρα βολικό, κάποιοι να αναφέρουν με νοσταλγία την «ανάπτυξη του στρατοπέδου», αρνούμενοι να δουν, να υιοθετήσουν και να προωθήσουν την αναγκαιότητα γέννησης του νέου, του ρηξικέλευθου, του καινοτόμου που απαιτεί το εθνικό και το τοπικό μας καθήκον