Γράφει η Άννα Μπιθικώτση
10+1 χρόνια χωρίς τον Γρηγόρη Μπιθικώτση…
Όπως κατέγραψα στις σελίδες του βιβλίου μου «Από το ημερολόγιο μου…» την ημέρα που αποχαιρέτησα για πάντα τον ακριβό μου πατέρα…
Πέμπτη 7 Απριλίου 2005 - ΑΝΤΙΟ ΠΑΤΕΡΑ
"Σήμερα όλα ήταν αλλιώτικα. Είχαν κάτι από τη Μεγάλη Παρασκευή, κάτι από τον Επιτάφιο, κάτι από το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού…
Ήταν η Πέμπτη, η τελευταία του Πέμπτη...
Ήταν η Πέμπτη, η τελευταία του Πέμπτη...
Από το πρωί είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον. Σήμερα είχα τη διαίσθηση, την κακή διαίσθηση ότι κάτι δε θα πήγαινε καλά. Επικοινωνούσα συνεχώς με τη μονάδα και το γιατρό του.
Μου είπαν ότι η κατάστασή του παραμένει κρίσιμη και ότι τα περιθώρια στενεύουν.
Θα πήγαινα να το δω στις 20.00.την καθορισμένη μας ώρα. Δεν πρόλαβα όμως… Το κινητό μου χτύπησε στις 18.30 και η φωνή του γιατρού του, μου έστελνε το τραγικό τελεσίγραφό της : «Άννα έλα μην αργείς… Ίσως να μην προλάβεις …Η επιδείνωση είναι ραγδαία!»
Ξεκινώ σαν τρελή από το σπίτι με την οικογένειά μου. Καθ΄ οδόν για το θεραπευτήριο Υγεία έκλαιγα με σπαραγμό ψυχής. Ο σύζυγος μου στο τιμόνι χτυπούσε το κλάξον ασταμάτητα. Τρέχαμε και ζητούσαμε να κάνουν στην άκρη τα αυτοκίνητα. Με απόγνωση του έλεγα: «τρέξε ακόμα πιο πολύ!..» και τα παιδιά μας φωνάζανε: «πιο σιγά θα σκοτωθούμε!..».
Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι μια κόρη έπρεπε να προλάβει να δει τον πατέρα της για τελευταία φορά ζωντανό…
Τα επόμενα λεπτά ήμασταν στο θεραπευτήριο.
Όλοι ήταν εκεί ακόμα και τα κανάλια. Μόνο εγώ είχα ειδοποιηθεί τελευταία από όλους…
Του φώναζα τις στιγμές που ανέβαινα «πέντε -πέντε δέκα-δέκα τα σκαλιά» για να βρεθώ κοντά του, για να προλάβω να δω για στερνή φορά ζωντανά τα μαύρα βαθιά μάτια του και τον παρακαλούσα «Περίμενέ με γλυκέ μου πατέρα, έρχομαι, μη μου φύγεις λίγα μέτρα μας χωρίζουνε..»
Και μας χώρισε σε κείνα τα μέτρα ο θάνατος.
Μόλις μπήκα στην εντατική… η δεύτερη του οικογένεια έβγαινε κλαίγοντας.
Οι δικοί μου με οδήγησαν κοντά του… Πριν τον αντικρίσω η ματιά μου έπεσε στην οθόνη που βρισκόταν δεξιά του και έδειχνε μια ευθεία γραμμή… Μόλις είχε «πει» το τελευταίο του τραγούδι στη ζωή…
Μόνο εγώ και τα παιδιά μου, τα εγγόνια του, δεν τον προλάβαμε ζωντανό… για ένα λεπτό μόνο… μόνο για ένα λεπτό…
Η οικογένεια μου με σπαραγμό τον αποχαιρέτησε. Μετά με άφησε μόνη μαζί του… ήξερε ότι έπρεπε να μείνουμε οι δυο μας, είχα τόσα να του πω…
Όταν έμεινα μόνη μαζί του πήρα το χέρι του στο χέρι μου. Τον φιλούσα λες και ήταν ζωντανός.…
Έμεινα κοντά του για αρκετή ώρα… Ήταν ελεύθερος από βελόνες, αναπνευστήρα, πόνους.
Τον φιλούσα και του τραγουδούσα: «Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι…». Του είπα για μια ακόμη φορά το «Πάτερ ημών». Του είπα πόσο η μάνα μου η Θεοκλεία, η πρώτη του γυναίκα, τον αγαπάει και του ακούμπησα στο μάγουλό του ένα της φιλί.
Του είπα λόγια γεμάτα αναμνήσεις, ανατολές, ηλιοβασιλέματα…
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο πατέρας μου είχε φύγει…
Δεν πιστεύω ότι του είπα το πιο πικρό αντίο, ότι του έδωσα το στερνό φιλί .
Ένα μόνο με παρηγορούσε εκείνη την πένθιμη στιγμή, το ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο άνθρωπος, ο πατέρας, η φωνή της Ρωμιοσύνης, ο ρεμπέτης, ο «σερ», ο σύντροφος θα είναι πάντα εδώ!
Σε κάθε δένδρο που δε βολεύεται με λιγότερο ουρανό, στα σίδερα και στη φωτιά, στα χρυσοπράσινα φύλλα, στις φτωχογειτονιές, στους καημούς και στις χαρές, στις θάλασσές μας, στα αετόμορφα βουνά μας, στις υπόγειες ταβέρνες, στο Πολυτεχνείο, στις καρδιές μας, στις σημαίες του Πολιτισμού μας, στις γωνιές αυτού του κόσμου του μικρού του μέγα…
Έτσι αποχαιρέτησα φίλοι μου αγαπημένοι στις 7 Απριλίου του 2005 το ηλιοβασίλεμα της ζωής του… το δικό μου πατέρα …"
Αθάνατος!
Αθάνατος!