Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η Αθήνα του Καραμανλή ήταν πόλη φωτεινή

Τα έργα αναμόρφωσης της πλατείας Ομονοίας το 1957. Καταργείται η παλαιά μορφή και ετοιμάζεται ο σχεδιασμός με το σιντριβάνι.
 Τα έργα αναμόρφωσης της πλατείας Ομονοίας το 1957. Καταργείται η παλαιά μορφή και ετοιμάζεται ο σχεδιασμός με το σιντριβάνι.

http://s.kathimerini.gr/resources/2015-05/16s2pol4-thumb-large.jpg Πριν από 50 και 60 χρόνια, η Αθήνα βρισκόταν στον αντίποδα του σήμερα. Σκέφτομαι συχνά πάνω στην περίοδο του ελληνικού οικονομικού θαύματος, όταν ακόμη και σε συνθήκες πολιτικής κρίσης (1965-67), η οικονομία προχωρούσε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει η σχέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την ανάπτυξη της Αθήνας, με τον νέο της, μητροπολιτικό ρόλο, και το πέρασμά της σε μία άλλη κατηγορία διεθνών πόλεων. Και αυτές οι σκέψεις πηγάζουν τις περισσότερες φορές από ένα ακόμη στερεότυπο που συνδέει την «καταστροφή της Αθήνας» με τη δράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.


Αυτή η άποψη «κυκλοφορεί» πολύ, χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς κανένα στοιχείο, όπως συμβαίνει συχνά στη χώρα μας. Και σαφώς, καμία προσέγγιση σε ένα τόσο σύνθετο θέμα όπως είναι η μεταβολή του αστικού τοπίου -μεταπολεμικά- με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται δεν μπορεί να περνάει από ακραίες και μονολιθικές προσεγγίσεις. Οσοι σχολιάζουν αρνητικά την Αθήνα ως «καραμανλικό» έργο, αγνοούν ότι είναι στη διάρκεια απουσίας του Καραμανλή από την Ελλάδα (1963-1974) που η αντιπαροχή γνώρισε τη μεγαλύτερη δόξα. Αγνοείται επίσης ότι αν σήμερα χαιρόμαστε το έργο Πικιώνη στην Ακρόπολη, ένα από τα πολλά δημόσια έργα της δεκαετίας του ’50, αυτό οφείλεται στον Καραμανλή.

Η προσέγγιση της πρώτης περιόδου ανοικοδόμησης (1953-1973, από την υποτίμηση της δραχμής ώς την πρώτη πετρελαϊκή κρίση) περνάει στις μέρες μας μέσα από μία στείρα συναισθηματική και ρηχή αφετηρία. Αν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου μία περίοδο κατά την οποία το κέντρο της Αθήνας είχε συμβολισμό, ανάταση, καινοτομία, ελπίδα και φωτεινότητα αυτή είναι η περίοδος 1955-1967. Με όλα τα σοβαρά προβλήματα που προκλήθηκαν από την υποτίμηση του ρυθμού αύξησης των οχημάτων, της υπερκάλυψης των οικοπέδων, της κερδοσκοπίας και της υποχώρησης του ιστορικού ρόλου της πρωτεύουσας ως παλίμψηστου.

Ωστόσο, η ώριμη ματιά οφείλει να αποζητεί τον συγκερασμό και την ψύχραιμη αποτίμηση και μία πρώτη εκδοχή είναι αυτή που υποστηρίζει ότι ο εκσυγχρονισμός των υποδομών της Αθήνας στη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης Καραμανλή ήταν επί της ουσίας επαναστατικός. «Η Αθήνα του 1960 ήταν μια πόλη κοινωνικά ανοικτή και ενωμένη» γράφει ο Γιώργος Πρεβελάκης στο βιβλίο του «Επιστροφή στην Αθήνα» (Εστία, 2001). Σήμερα, μπορούμε να κατανοήσουμε τη βαρύτητα και τη σημασία μιας τέτοιας εκτίμησης, αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει ακόμη και την «τρισκατάρατη» αντιπαροχή μέσα από ένα πλέγμα αλληλουχιών και να κατανοήσουμε τι σήμαινε η παλλαϊκή συμμετοχή στην κατεδάφιση της παλιάς Αθήνας.

Πέραν από τον τομέα του βασικού εκσυγχρονισμού της οικιακής οικονομίας (που οδηγούσε και σε εξειδικευμένα καταστήματα λιανικής πώλησης ηλεκτρικών ειδών, επίπλωσης, κ.λπ.), η οικοδομική ανακαίνιση της πόλης δημιούργησε και στήριξε δεκάδες επαγγέλματα και ειδικότητες. Σήμερα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η διατήρηση ώς ένα βαθμό της ιστορικής φυσιογνωμίας της Αθήνας θα συνέβαλε στην αυτοσυνειδησία της πόλης, στην εσωτερική σχέση με τους κατοίκους και στην τουριστική προβολή. Αλλά, το τότε είχε άλλα κριτήρια. Τα λάθη είχαν επισημανθεί από λίγες φωνές, που όμως δεν εισακούστηκαν. Το όραμα του Κωνσταντίνου Δοξιάδη για την Αθήνα του 2000 έθετε μία βάση συζήτησης επί της ουσίας.

Ωστόσο, ο Καραμανλής δεν κατέστρεψε την Αθήνα, όπως θέλει η λαϊκή φιλολογία. Αντιθέτως, έκανε τεράστιο έργο υποδομής με την οπτική ενός πολιτικού ηγέτη που αντιλαμβανόταν τον ρόλο μιας πρωτεύουσας. Τα σφάλματα που έγιναν ήταν σοβαρά αλλά δεν αναιρούν τη μείζονα παρέμβαση υπέρ του αστικού εκσυγχρονισμού. Στα χρόνια που ακολούθησαν - της Ενώσεως Κέντρου και της δικτατορίας, η Αθήνα κατεδαφίστηκε μαζικά. Αλλά, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε ανάγκη μιας σοβαρής ανατομίας της προσφοράς του Καραμανλή στην Αθήνα μακριά από τα στερεότυπα.


ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ / .kathimerini.gr