Του Πέτρου Τατούλη*
Ποια αλήθεια θέλουμε να είναι η Νέα Ελλάδα σε πέντε χρόνια από σήμερα; Αν και πολύς λόγος έγινε στις πρόσφατες εκλογές με γενικοποιήσεις και αφαιρετικές ιδέες για την Νέα Ελλάδα είναι αναγκαίο να θεωρήσουμε το όραμα της, χωρίς όμως την αλαζονεία της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Εκεί όπου υβρίδια καλών προθέσεων και κακών επιλογών σαράντα χρόνια τώρα οδήγησαν στην παρακμή και την οικονομική κατάρρευση της χώρας.
Η ηθικολογία και η αναζήτηση απλοϊκών λύσεων στα σύνθετα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουμε, δύο βασικές συνιστώσες του λαϊκισμού στον οποίο αναζητά αποκούμπι και άλλοθι το πολιτικό σύστημα προκειμένου να διασωθεί, δεν δίνουν προφανώς απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: «Ποια είναι η Νέα Ελλάδα» και περαιτέρω «Ποιοι θέλουν και μπορούν να την δημιουργήσουν». Οι παλιοί και γερασμένοι θεσμοί που παλεύουν ακόμη αδυσώπητα να βρουν τον ρόλο τους στην σημερινή σκληρή ελληνική πραγματικότητα; Οι επικοινωνιακές τακτικές που μάταια επιχειρούν να κρύψουν το διαχρονικό έλλειμμα στην παραγωγή συγκροτημένων πολιτικών και στην χάραξη εθνικής στρατηγικής; Ή μήπως οι κομματικοί μηχανισμοί – παλιοί και νέοι- που αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα την δική τους ευθύνη στην συνολικότερη απαξίωση της χώρας τόσο στο επίπεδο της αντιμετώπισης των πολιτικών από τους πολίτες όσο και της αντιμετώπισης της χώρας από την διεθνή κοινότητα;
Έχω επισημάνει εδώ και τέσσερα χρόνια ότι το κεντρικό Κράτος και οι κυβερνήσεις θα έχουν μπροστά τους έναν υπερδεκαετή αγώνα για την δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας. Κύριο γνώρισμα αυτής της περιόδου είναι η βίαιη αποτύπωση της πολιτικής ανωριμότητας, με την έννοια της αδυναμίας ανάληψης ευθύνης αφενός για τα κακώς γινομένα στο παρελθόν και αφετέρου για τα δέοντα γενέσθαι στο παρόν και το μέλλον. Σύμφυτη με την πολιτική ανωριμότητα είναι και η πολιτική αστάθεια είτε ως αίτιο είτε ως αιτιατό.
Πολιτική ωριμότητα και πολιτική σταθερότητα είναι ωστόσο τα προαπαιτούμενα για τους πολίτες που αναζητούν ακόμη το φως στο βάθος ενός τούνελ, προκειμένου να καταφέρουν να πάρουν ανάσα και να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω από το νερό όσο διάστημα απαιτηθεί για να πιάσει η χώρα και πάλι ασφαλή στεριά. Πολιτική ωριμότητα χωρίς σταθερότητα δεν αποδίδει καρπούς. Και πολιτική σταθερότητα χωρίς υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες είναι κατ’ επίφαση δημοκρατία. Η συνύπαρξη των δύο αυτών συνιστωσών είναι το αίτιο και το αιτιατό της Νέας Ελλάδας, όπου υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες, σε περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας και ρεαλισμού, απαλλαγμένου από τον ιδεαλισμό του λαϊκισμού εκείνων που ανησυχούν νυχθημερόν για το δικό τους αύριο, θα φροντίσουν το αύριο της χώρας και θα εμπνεύσουν αισιοδοξία στους πολίτες να κρατηθούν ζωντανοί και να συνδημιουργήσουν το μέλλον, στην υπηρεσία των αρχών ενός νέου «Υπαρκτού Πατριωτισμού».
Το βάρος της αναπτυξιακής αναγέννησης της χώρας και της διοικητικής της ανασυγκρότησης έχει ήδη πέσει στους ώμους ενός νέου ακόμη θεσμού, αυτού των αιρετών περιφερειών. Εκεί όπου η σταθερότητα μπορεί να αναζητήσει την πολιτική ωριμότητα προκειμένου να προσφέρει ένα νέο, αποτελεσματικό και ριζοσπαστικό μοντέλο πολιτικής διακυβέρνησης για το σύνολο του τόπου. Με αυτήν την λογική, οι 13 αιρετές περιφερειακές διοικήσεις της χώρας, έχοντας ολοκληρώσει την πρώτη, τριετή πιλοτική, εμβρυική τους λειτουργία και μπαίνοντας σε έναν κρίσιμο πενταετή κύκλο από την 1η Σεπτεμβρίου κατά την διάρκεια του οποίου θα κληθούν να διαχειριστούν 13 δις ευρώ, αποτελούν τα πρώτα κύτταρα της Νέας Ελλάδας. Υπό προϋποθέσεις και όρους:
- Να συνεργαστούν με τις κεντρικές κυβερνήσεις στην επίλυση των γραφειοκρατικών δυσκολιών και να δημιουργήσουν ευέλικτες και σύγχρονες διοικητικές δομές, κοντά στον πολίτη και φιλικές με την επιχειρηματικότητα.
- Να διεκδικήσουν το σύνολο των αρμοδιοτήτων που απαρτίζουν τον στρατηγικό σχεδιασμό για την χάραξη του οποίου έχουν ήδη αρμοδιότητα.
- Να δημιουργήσουν μοντέλα επίλυσης δύσκολων προβλημάτων με δάνεια εμπειρία, προσαρμοσμένη στις ενδοπεριφερειακές και διαπεριφερειακές ανισότητες.
- Να μοχλεύσουν τους πόρους τους και να κινητοποιήσουν κάθε διαθέσιμο κονδύλι για την ισχυροποίηση της τοπικής τους οικονομίας, κυρίως των παραγωγικών της τομέων.
- Να επενδύσουν στην δημιουργία ενός δικτύου προστασίας για τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας προκειμένου να συντείνουν στην αναγκαία όσο ποτέ συγκρότηση ενός ισχυρού ενωτικού κινήματος κοινωνικής αλληλεγγύης με όρους κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
- Να δημιουργήσουν μια ασπίδα προστασίας απέναντι στην διεθνή απαξίωση της χώρας και να αναδειχθούν σε αξιόπιστους συνομιλητές των περιφερειών της Ευρώπης.
- Να συνεργαστούν μεταξύ τους προκειμένου να αποτελέσουν την μεταρρυθμιστική δύναμη που η χώρα έχει ανάγκη για να βγει από το τούνελ της δημοσιονομικής προσαρμογής και να μπει στον δρόμο της αναπτυξιακής προοπτικής.
- Να δημιουργήσουν μια ισχυρή Ένωση Περιφερειών (ΕΝΠΕ), όχι στην λογική ενός συνδικαλιστικού οργάνου που διαπραγματεύεται με την εκάστοτε κεντρική εξουσία για την νομή της, αλλά στα πρότυπα ενός πολιτικού οργάνου που θα αναλάβει μέρος της ευθύνης για την έξοδο της χώρας από την κρίση είτε μέσα από συναινέσεις είτε μέσα από πολιτικές συγκρούσεις. Και αυτήν την ευθύνη να την αναλάβει όχι μεταξύ των μελών της, αλλά απέναντι στους πολίτες.
Η επόμενη πενταετία είναι εκείνη που θα κρίνει αν η Νέα Ελλάδα είναι εφικτή και με ποιους όρους. Για να συμβεί το «restart» στην οικονομία πρέπει να προηγηθεί η επανεκκίνηση της πολιτικής. Αυτή η επανεκκίνηση έχει αρχίσει να συμβαίνει ήδη σε περιφερειακό επίπεδο, όπου έχουν καταρρεύσει τα τείχη του κομματισμού, όπου η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια τελούν υπό την συνεχή κρίση του πολίτη, όπου η ευθύνη για την χάραξη του μέλλοντος βαραίνει πια τις τοπικές κοινωνίες. Μένει η υπέρβαση αυτή να εκφραστεί και να ισχυροποιηθεί στην συλλογική έκφραση του θεσμού, την Ένωση Περιφερειών. Θα είναι και ένα πρώτο βήμα για τον δημόσιο βίο στην μακρά διαδρομή προς την πολιτική του ωριμότητα. Κατά την άποψή μου, ωστόσο, είναι και το μόνο βήμα στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες στην βάση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου πάνω στο οποίο θα στηριχτεί η Νέα Ελλάδα.
*Ο Πέτρος Τατούλης επανεξελέγη περιφερειάρχης Πελοποννήσου