I. Με την απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 2307/2014, η οποία δημοσιεύθηκε την Τρίτη, 24.6.2014, το Ανώτατο Διοικητικό Ακυρωτικό φαίνεται να κάνει –όπως ήταν αναμενόμενο, αφού είχε ήδη προειδοποιήσει με προγενέστερη νομολογία του- ένα βήμα πίσω σε σχέση με τις αποφάσεις του 668/2012 («Μνημόνια»), 1972/2012 («ΕΕΤΗΔΕ») και 1116, 1117/2014 («PSI»). Υπό την έννοια ότι στη συγκεκριμένη απόφαση δεν χρησιμοποιεί πλέον το «δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον», ήτοι το δημόσιο συμφέρον επίτευξης δημοσιονομικών στόχων αναφορικά με το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, με την ίδια «ακαμψία», όταν πρόκειται για την μέσω διατάξεων κανονιστικού –πρωτίστως δε νομοθετικού- περιεχομένου προσβολή συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
II. Ειδικότερα, και κρίνοντας την συνταγματικότητα ή μη των διατάξεων του ν. 4046/2012 («Μνημόνιο ΙΙ»), το Συμβούλιο της Επικρατείας προσφεύγει μεν στην έννοια του «υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» -η διαφοροποίηση όμως από το «απόλυτο» «δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον» είναι εμφανής- ως μέσου συνταγματικής στάθμισης της διακριτικής ευχέρειας παρέμβασης του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης στο πεδίο των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Τούτο όμως γίνεται υπό τους εξής όρους:
Α. Η επίκληση του «υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» επιτρέπει στο Συμβούλιο της Επικρατείας να δεχθεί ότι είναι συνταγματικώς ανεκτή –ως μη θίγουσα τον πυρήνα των αντίστοιχων εργασιακών, και όχι μόνο, δικαιωμάτων- η δια του νόμου 4046/2012:
1. Μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 22%, και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών.
2. Κατάργηση του επιδόματος γάμου.
3. Κατάργηση της υπογραφής εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κατώτερες αποδοχές), μετά από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζόμενων.
4. Κατάργηση της «μετενέργειας», κυρίως ως προς την παράταση των συμβάσεων που έχουν ήδη συναφθεί.
5. Κατάργηση της «ρήτρας μονιμότητας» εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, αλλά προερχόμενων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ύστερα από έξοδο του οικείου νομικού προσώπου και δραστηριοποίησή του στον ιδιωτικό, πλέον, τομέα.
Β. Αντιθέτως, θεωρήθηκε ότι, έστω και ύστερα από επίκληση του «υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος», θίγονται οι διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος περί συλλογικών διαπραγματεύσεων από τις ρυθμίσεις εκείνες των ν. 3899/2010 και 4046/2012 –όπως εξειδικεύθηκαν, αμέσως ή εμμέσως, με τις ρυθμίσεις του άρθρου 3 της ΠΥΣ 6/2012- με τις οποίες καταργείται, ουσιαστικώς, η δια του ν. 1876/1990 αναγνωρισμένη δυνατότητα και των σωματείων να προσφεύγουν μονομερώς σε διαιτησία, μετά την αποτυχία σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ας σημειωθεί ότι αυτή η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής σε διαιτησία αφορά όχι μόνο μισθολογικά θέματα αλλά όλες τις εργασιακές σχέσεις (π.χ. μισθοί, επιδόματα, άδειες κλπ). Άρα, εφεξής και όπως ίσχυε προηγουμένως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος και της σχετικής εκτελεστικής τους νομοθεσίας, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζόμενων –για όλα τα προαναφερόμενα θέματα, οικονομικά και θεσμικά- δεν καταλήξουν σε συμφωνία, οιοδήποτε μέρος έχει την δυνατότητα μονομερούς ενεργοποίησης της διαδικασίας διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς.
III. Συμπερασματικώς, και όπως ήδη εκτέθηκε, η απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 2307/2014 πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως μερική υπαναχώρηση από την αρχική νομολογιακή «κυριαρχία» του «δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος». Και, συνακόλουθα, ως μερική στροφή του Συμβουλίου της Επικρατείας στις αρχικές του θέσεις ως προς την κατά το Σύνταγμα προστασία των εργασιακών έννομων σχέσεων και συναφών δικαιωμάτων. Το μήνυμα, λοιπόν, είναι διπλό: Το μεν Συμβούλιο της Επικρατείας φαίνεται διατεθειμένο να υπερασπισθεί τον ρόλο του ως εγγυητή των θεσμών και, κυρίως, των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η δε Πολιτεία οφείλει να κατανοήσει το δικαστικό μήνυμα. Και αφενός να εφαρμόσει, στο ακέραιο, το εξ αυτού δεδικασμένο. Αφετέρου δε ν’ απόσχει στο μέλλον από ενέργειες, οι οποίες θίγουν τον πυρήνα των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, ατομικών, κοινωνικών και μικτών.
(Από τη Real news)