Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς

(ή αλλιώς ο συνδικαλισμός που αντιστέκεται, ο συνδικαλισμός που δεν πεθαίνει…)

Δεν είμαι από αυτούς που καταδικάζουν τον συνδικαλισμό από όπου και αν προέρχεται. Ούτε συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη φίλου ότι τις καλές εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα τις εισήγαγαν οι πολυεθνικές και όχι ο συνδικαλισμός. Μου είναι αδύνατον, όμως, να μην σιγοτραγουδήσω ολίγον από Παπάζογλου "όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν", κάθε φορά που, όταν σηκώνεται η πέτρα ενός νέου "σκανδάλου" στην Ελλάδα, από κάτω πάντα -ή σχεδόν πάντα- βρίσκεται και ένας συνδικαλιστής. 

Αναφέρομαι στην υπόθεση του κυκλώματος λαθρεμπορίας καυσίμων και στον συνδικαλιστή του υπουργείου Περιβάλλοντος, που εμπλέκεται σε αυτό. Δεν γνωρίζω την υπόθεση, ούτε πρόσωπα και καταστάσεις. Αλλά δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πως είναι δυνατόν στους σημερινούς, χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, σε μια Ελλάδα που καταρρέει, τρώγοντας τις σάρκες της και τα παιδιά της, με κάποιο μαγικό τρόπο κάποιοι άνθρωποι, να συνεχίζουν να επιβιώνουν με διαβατήριο μια συνδικαλιστική ταυτότητα. Κάποτε, όταν η πολιτική είχε κάποια αξία και αίγλη, ο συνδικαλισμός υπήρξε προθάλαμος για το Κοινοβούλιο (ίσως να είναι ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις).
Σήμερα, που η απαξίωση του πολιτικού συστήματος έχει καταστήσει το βουλευτιλίκι μια όχι και τόσο γοητευτική -για την ακρίβεια ούτε καν αξιοπρεπή- ιδιότητα, ο συνδικαλισμός φαίνεται να βρίσκει και πάλι άλλα γόνιμα χωράφια, για να φύεται, όχι φυσικά προς όφελος του εργαζόμενου, αλλά δια ίδιον όφελος και πλέον όχι κομματικό, αλλά προσωπικό και δη οικονομικό. 

Σε μια εποχή που τα προβλήματα των εργαζομένων όχι απλά διογκώνονται, αλλά πλέον καλούμαστε να αποχαιρετήσουμε βασικά κεκτημένα ετών, που κάποτε -όχι στο πολύ απώτερο μέλλον- θα είναι λέξεις άγνωστες για τα παιδιά μας, ο συνδικαλισμός όχι μόνο αρνείται πεισματικά να ακυρώσει τον παλιό κακό του εαυτό και να βρει νέους τρόπους διαλόγου και παρέμβασης, αλλά εξαντλεί την εφευρετικότητά του στην προσωπική του επιβίωση. Ίσως να ακούγεται αφοριστικό και μπορεί να είναι ισοπεδωτικό για ένα συνδικαλιστικό κίνημα, που έχει δώσει πραγματικούς αγώνες στην Ελλάδα και έχει κερδίσει πολλούς από αυτούς. Μονίμως όμως αποτυγχάνει να κερδίσει τη μητέρα των προσωπικών του μαχών, τη δική του αυτοκάθαρση. Δεν θέλω να αναφερθώ σε ονόματα, αν και οι περιπτώσεις κρατικοδίαιτου και κομματικά εξαρτημένου συνδικαλισμού δεν είναι λίγες: Ανδρέας Κολλάς, πρόεδρος του συνδικάτου εργαζομένων της ΕΘΕΛ, ο Θύμιος Λυμπερόπουλος, πρόεδρος των ταξιτζήδων, Νίκος Φωτόπουλος, πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Εργατοπατέρες που πέρασαν από τον δημόσιο βίο και μάλλον ελάχιστοι τους θυμούνται για τη μαχητική συνδικαλιστική τους δράση. Μάλλον ως προεκτάσεις του κομματικού μηχανισμού και αυτού που όλοι -ή σχεδόν όλοι- θέλουμε να ξεχάσουμε: του κομματικού κράτους. Και άλλοι βέβαια, όπως το διαβόητο "συνδικάτο του μπουκαλιού" στη Βόρεια Ελλάδα, που επί 30ετίας έχουν μετατρέψει την ΠΟΕΕΠ (Πανελλαδική Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Εμφιαλωμένων Ποτών) σε "μαγαζάκι" που εξυπηρετεί πρωτίστως το ιδίον όφελος των "εργατοπατέρων" ηγετών της και των συν αυτώ. 

Σήμερα, που το κράτος αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, όχι γιατι δεν θέλει (σαφώς και θέλει), αλλά δει δη χρημάτων δεν μπορεί, τα απομεινάρια του απαρχαιωμένου συνδικαλιστικού περιβάλλοντος δείχνουν ακόμη πιο αγριεμένα και πιο αποφασισμένα από ποτέ να επιβιώσουν με όποιο κόστος, και να βρουν όποια διέξοδο μπορούν, αυτή τη φορά προς τον εύκολο πλουτισμό και το κέρδος. 

Σε ένα νέο εργασιακό περιβάλλον, όπου καταρρέει κάθε ιερό και όσιο της εργασίας, όπου οι ατομικές συμβάσεις τείνουν να θεωρούνται πολυτέλεια, σε μια εποχή που το δίλημμα είναι απλήρωτη εργασία ή ανεργία, που ο μεμονωμένος εργαζόμενος διαθέτει ισχνότατη διαπραγματευτική δύναμη, συνδικαλιστές συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στα γρανάζια της αγοράς προς όφελος άνομων ατομικών επιδιώξεων και αθέμιτων οικονομικών φιλοδοξιών. 
 
Η ανάγκη διατήρησης συντεχνιακών επιδιώξεων και μικροσυμφερόντων αντικαταστάθηκε από την ανάγκη προσωπικής επιβίωσης του συνδικαλιστή τσεπολόγου. Και φυσικά η Κυβέρνηση παραμένει αδρανής και εμφανίζεται να αδύναμη να συγκρουστεί με το συνδικαλιστικό κεκτημένο. Και με αυτό τον τρόπο ο απλός άνθρωπος αρχίζει να χάνει κάθε ελπίδα ότι η κρίση μπορεί να είναι η απαρχή μιας ριζικής αλλαγής στο κράτος, στα κόμματα, στα μυαλά όλων, πολιτών και πολιτικών. Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς, που λέει και ο Νιόνιος.

Παύλος Δημητριάδης