Ο “κ.καθηγητής” ετοιμάζεται να αφήσει στη… μοναξιά της την πολιτική ζωή της Ιταλίας. Ο συνταξιούχος Γερουσιαστής τον οποίο ανέσυρε από το ράφι η πολιτική ηγεσία του Βερολίνου, όταν αναζητούσε κάποιον για να αντικαταστήσει τον (ενοχλητικό για τα συμφέροντα της Γερμανίας) Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας, και προσπάθησε να επιβάλλει μια στρεβλωτική ανάγνωση για τον πραγματικό ρόλο των τεχνοκρατών στις σύγχρονες Δημοκρατίες, μοιάζει να έχει αποδεχτεί μέσα του ότι η κοινωνία στην οποία απευθύνθηκε, αποδείχτηκε περισσότερο συνειδητοποιημένη από ό, τι περίμενε. Ο ίδιος και όσοι τον αξιοποίησαν.
Ο Μάριο Μόντι υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του από την ηγεσία του κεντρώου κόμματος που ο ίδιος ίδρυσε στην Ιταλία, στη συνέχεια την… ανακάλεσε, το βέβαιο ωστόσο είναι ότι η αντίστροφη μέτρηση για την οριστική αποχώρησή του από τον δημόσιο βίο της Ιταλίας ξεκίνησε.
Ο τεχνοκράτης που προσπάθησε να παρασύρει την ιταλική κοινωνία σε ατραπούς “στα όρια” της δημοκρατικής νομιμοποίησης, έπεισε τον εαυτό του ότι η σκιά του έφτανε πιο μακριά από τις πραγματικές διαστάσεις της. Και αυτή την υπεροψία την πλήρωσε ακριβά. Στις βουλευτικές εκλογές το κόμμα του πήρε περίπου το μισό ποσοστό από αυτό που συγκέντρωσε το κόμμα ενός πρώην (;) κωμικού, του Μπέπε Γκρίλο.
Στις δε δημοσκοπήσεις που μέχρι και σήμερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας, τα ποσοστά του κινούνται μεταξύ 6% και 7%, ενώ ελάχιστες φορές πλησίασαν το 9%, δηλαδή και πάλι κάτω από το ψυχολογικό όριο (πολιτικής αξιοπρέπειας) του 10%.
Η περίπτωση Μόντι και η “βίαιη” αντιμετώπιση του από την ιταλική κοινωνία, αποτελεί σημείο αναφοράς για την προδιάθεση που δείχνουν πλέον οι λαοί να μην αποδέχονται τετελεσμένα. Αλλά να αντιδρούν. Και να εξεγείρονται.
υστερόγραφα