Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ομιλία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Guy Verhofstadt




Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, παραβρέθηκε σήμερα, Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου, στην παρουσίαση του βιβλίου του Guy Verhofstadt, Προέδρου της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τίτλο: «Η ασθένεια της Ευρώπης και η αναγέννηση του ευρωπαϊκού ιδανικού».

Μιλώντας για το συγγραφέα και το έργο του ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε:
«Thank you Guy for this very interesting presentation. Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συνάδελφοι,
Χαίρομαι πάρα πολύ που βρίσκομαι σήμερα εδώ, για να παρουσιάσω το βιβλίο του Guy Verhofstadt. Ενός ανθρώπου ο οποίος είναι βέβαιο ότι έχει το θάρρος της γνώμης του και συμμετέχει, πάντα ενεργά, στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού διαλόγου, εδώ και πολλές δεκαετίες. 

Σήμερα αντελήφθην ότι είναι και μια εξαιρετικά ισχυρή προσωπικότητα. Διότι δε μπορώ να φανταστώ πως κάποιος μένει 12 χρόνια αρχηγός της αντιπολίτευσης, χωρίς να αμφισβητηθεί. Αυτό σημαίνει ότι έχει και άλλες ικανότητες, τις οποίες - εγώ τουλάχιστον - δε γνώριζα. Αλλά εδώ είμαστε για να συζητήσουμε για τις σκέψεις και τις προτάσεις του, σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης.
Θέλω να ξεκινήσω υπερτονίζοντας αυτό το οποίο ανέφερε ο συγγραφέας σχετικά με το πόσο επικριτικός είναι για την κατάσταση η οποία επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη. Εάν δεν γνωρίζαμε το συγγραφέα, θα μπορούσαμε να έχουμε υποθέσει ότι το βιβλίο αυτό είχε γραφτεί από, όχι απλά κάποιον ευρωσκεπτικιστή, αλλά κάποιον ευρωαρνητιστή. Κάποιον ο οποίος αμφισβητεί επί της ουσίας τη βασική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη δυνατότητά της να δώσει λύσεις στα προβλήματα των Ευρωπαίων πολιτών, σήμερα.
Διαβάζω από το βιβλίο κάποιες φράσεις για να σας καταδείξω την ένταση της κριτικής την οποία ασκεί ο συγγραφέας στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Γράφει ο συγγραφέας ότι η σημερινή Ευρώπη, η Ευρώπη των Εθνών, είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Είναι μια Ευρώπη που πεθαίνει, επειδή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Είναι, επίσης, μια Ευρώπη που δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στον πολυπολικό κόσμο του 21ου αιώνα. Το μέλλον της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε θα είναι μετα- εθνικό, είτε δεν θα υπάρξει. Αναφέρεται, επίσης, ο συγγραφέας και στους σημερινούς ηγέτες της Ευρώπης, τους οποίους κατακρίνει: «Επειδή οι πολιτικοί μας ηγέτες έγιναν σιγά- σιγά πρωταθλητές στη σκιαμαχία, προσποιούνται ότι τα προβλήματα λύνονται, αλλά χωρίς να αντιμετωπιστούν ποτέ ουσιαστικά».
Ο συγγραφέας, λοιπόν, ισχυρίζεται, με πολύ απλά λόγια, ότι η Ευρώπη ή  θα αλλάξει δραστικά ή θα πάψει  να υφίσταται υπό την παρούσα της μορφή. Προφανώς, εισηγείται το πρώτο, σε αντιδιαστολή με τους ευρω - αρνητιστές - δε θα χρησιμοποιήσω τον όρο ευρωσκεπτικιστές - οι οποίοι θεωρούν ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει προχωρήσει επί της αρχής περισσότερο από όσο θα έπρεπε και ότι η λύση είναι να την αντιστρέψουμε και να ενισχύσουμε επί της ουσίας το ρόλο των κρατών.
Ο συγγραφέας έχει εντοπίσει την αιτία του ευρωπαϊκού προβλήματος. Την περιγράφει με μια λέξη: ο εθνικισμός. Ο εθνικισμός, ως προς την προτεραιότητα η οποία δίνεται από τους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης στην αντιμετώπιση των εθνικών παραμέτρων της άσκησης πολιτικής και όχι της ευρωπαϊκής τους διάστασης. Ο εθνικισμός - πιστεύω - στο μυαλό του συγγραφέα, συνδέεται άμεσα και με το λαϊκισμό και σε ένα βαθμό και με μία τάση αυταρχισμού, για την οποία θα μιλήσω, και πάλι,  στη συνέχεια.
Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται διεξοδικά στο προσφυγικό πρόβλημα. Το ακουμπάει, όμως, σε κάποια από τα κεφάλαια του βιβλίου. Το προσφυγικό πρόβλημα είναι ένα κλασικό παράδειγμα μιας Ευρώπης, η οποία, μέχρι σήμερα, δε φαίνεται να είναι σε θέση να δράσει συλλογικά. Δε μπορεί να κάνει ένα συλλογικό επιμερισμό του κόστους και της ευθύνης της αντιμετώπισης του προβλήματος. Και ενδίδει, με πολύ μεγάλη άνεση, σε εθνικές στρατηγικές απομόνωσης, οι οποίες προσομοιάζουν με τη λογική ότι δε θέλω να αντιμετωπίσω το πρόβλημα, αρκεί να μη με αφορά.
Και πράγματι, σήμερα στην Ευρώπη συγκρούονται δυο σχολές σκέψεις. Η πρώτη, η επικρατέστερη, αυτή που εκφράζεται από την Καγκελάριο της Γερμανίας, η οποία δίνει ένα μεγάλο αγώνα να αντιμετωπιστεί το προσφυγικό- μεταναστευτικό πρόβλημα μέσα από την ευρωπαϊκή του διάσταση. Είναι μια θέση με την οποία κι εμείς, ως χώρα, έχουμε κάθε συμφέρον να συντασσόμαστε. Κι από την άλλη κάποια κράτη- μέλη, πρόσφατα μάλιστα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που περιχαρακώνονται σε μια σκληρή εθνική πολιτική και που θεωρούν ότι το πρόβλημα αυτό δεν τους αφορά. Κι εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι πάνω στο προσφυγικό θα δοκιμαστούν οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και οι επόμενες εβδομάδες θα είναι απολύτως κρίσιμες για το αν η Ευρώπη συνολικά μπορεί να αντιμετωπίσει, μέσα από τη συλλογική της ταυτότητα, μια κρίση που τελικά αφορά συνολικά όλη την Ευρώπη.
Θέλω να κάνω, όμως, μια επισήμανση και μια μικρή διαφοροποίηση ως προ το βάρος της ευθύνης, το οποίο συχνά ο συγγραφέας αναδεικνύει και από την ένταση με την οποία ερμηνεύει ότι το πρόβλημα συχνά είναι περισσότερο ευρωπαϊκό. Υπάρχουν και εθνικές ευθύνες. Και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να υποθέσουμε ότι η προβληματική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης - όπως την περιγράφει τουλάχιστον ο συγγραφέας - μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τη μη υλοποίηση απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, τις οποίες πρέπει και μπορούν τα κράτη - μέλη να προωθούν σε εθνικό επίπεδο. Το προσφυγικό -  μεταναστευτικό είναι ένα σύνθετο ζήτημα, χρειάζεται εθνική αντιμετώπιση και χρειάζεται ταυτόχρονα ευρωπαϊκή αντιμετώπιση. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε εμείς να κρυβόμαστε πίσω από τις ευθύνες, που έχουμε ως ένα ανεξάρτητο κράτος μέλος της Ευρώπης, εθνικά κυρίαρχο και να μετακυλύουμε ευθύνες που αναντίρρητα έχει η Ευρώπη, στην Ευρώπη σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι της αναλογούν. Η αντιμετώπιση, με άλλα λόγια του προβλήματος πρέπει να είναι και εθνική αλλά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή.
Θέλω να αναφερθώ, ιδιαίτερα σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου του Guy, στο οποίο παρουσιάζει την ιστορία της Ουγγαρίας. Παρουσιάζει, μάλιστα, την πρώτη του γνωριμία  με τον Ούγγρο Πρωθυπουργό, τον οποίον τότε - στα τέλη της δεκαετίας του 80 - είχε γνωρίσει ως έναν ακραιφνή φιλελεύθερο πολιτικό. Και περιγράφει, με γλαφυρά λόγια, τη μεταστροφή αυτού του πολιτικού,  από έναν φιλελεύθερο πολιτικό, σε έναν πολιτικό ο οποίος αμφισβητεί τις βασικές αξίες και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ο οποίος επιδεικνύει πια συμπτώματα τα οποία δεν θα δυσκολευόταν κανείς να χαρακτηρίσει ως αυταρχικά.
Το λέω αυτό, διότι θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι ο ευρωαρνητισμός ή ο πολύ έντονος ευρωσκεπτικισμός, συνοδεύεται στον πυρήνα τους με την αμφισβήτηση των βασικών αξιών που διαπνέουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Των βασικών αξιών του Κράτους δικαίου. Και ότι αυτή η αμφισβήτηση αυτών των αξιών δεν έχει κατ’ ανάγκη ιδεολογικό χρώμα. Μπορεί να προέλθει από τη δεξιά ή από την άκρα δεξιά. Μπορεί, με την ίδια άνεση, να προέλθει από την αριστερά και από την άκρα αριστερά. Και το λέω αυτό διότι είχα την ευκαιρία και στο Κοινοβούλιο να επισημάνω ότι, δυστυχώς, τους τελευταίους μήνες, γινόμαστε μάρτυρες από πλευράς Κυβέρνησης, μιας πολιτικής, η οποία δυστυχώς με τον τρόπο της αμφισβητεί κάποιες από τις σταθερές του συνταγματικού μας πολιτεύματος. Ειδικά ως προς την αμφισβήτηση του τρόπου λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών  τις παρεμβάσεις οι οποίες γίνονται στη Δικαιοσύνη, στα Σώματα Ασφαλείας, στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Θέλω να επαναλάβω - και με αυτή την ευκαιρία -  ότι αυτός ο δρόμος είναι ένας ολισθηρός δρόμος. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να επιτρέψουμε αυτές τις πρακτικές να συνδεθούν με ένα τοξικό υπόστρωμα ευρωσκεπτικισμού, το οποίο αναπτύσσεται και στην Ελλάδα. Διότι, σε αυτή την περίπτωση, οι πολιτικές προεκτάσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές.
Μπορούμε να είμαστε πολύ επικριτικοί προς την Ευρώπη - και ο συγγραφέας, αναντίρρητα είναι πολύ επικριτικός - αλλά από την άλλη, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τον πυρήνα των ευρωπαϊκών αξιών, που μας διαφοροποιούν ως Ευρωπαϊκή Ένωση και ως κράτη - μέλη, από άλλες αντίστοιχες υπερεθνικές ενώσεις. Βέβαια καμία δεν έχει φτάσει στο σημείο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Εγώ είμαι λίγο πιο αισιόδοξος από το συγγραφέα ως προς την κριτική, την οποία ασκεί στα τεκταινόμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είμαι λίγο πιο αισιόδοξος, επειδή φαντάζομαι - και θα συμφωνήσει μαζί μου - ότι η ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν ήταν ποτέ μια γραμμική ιστορία.
Όπως και στην εξέλιξη των ειδών, πολλές φορές περίοδοι μεγάλης στασιμότητας, ακολουθούνται από περιόδους ταχείας εξέλιξης και προσαρμογής. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν βρισκόμουνα στις Ηνωμένες Πολιτείες στο πανεπιστήμιο Στανφορντ, στις αρχές δεκαετίας του ’90, πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις σε ένα σεμινάριο με την Κοντολίζα Ράις, τη – μεταγενέστερα - Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών που δίδασκε τότε στο Στάνφορντ.
Τότε περνούσαμε μια αντίστοιχη περίοδο αμφισβήτησης της δυνατότητας της επιτάχυνσης της εργασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και ακολούθησαν, στη συνέχεια, πολύ γρήγορα βήματα στην εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και στη Συνθήκη Σένγκεν. Αλλά φυσικά και στην πολύ ουσιαστική γεωγραφική διεύρυνση της Ευρώπης, η οποία με τον τρόπο αυτό ολοκλήρωσε έναν ιστορικό κύκλο ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Υπάρχει, λοιπόν, και πάλι η πιθανότητα να διανύουμε μια περίοδο μακράς στάσης.
Αλλά για να μπορέσουμε να περάσουμε στο επόμενο στάδιο μιας πιο συστηματικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πρέπει να υπάρχει μια ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση. Πολιτική νομιμοποίηση για το όραμα το οποίο παρουσιάζει ο συγγραφέας.
Πολύ φοβάμαι ότι αυτή, στις συνθήκες της σημερινής κρίσης, δεν υπάρχει. Και υπάρχουν φορές που πρέπει να ξέρει κανείς - και στη ζωή, αλλά και  στην πολιτική -πότε παίζει επίθεση και πότε παίζει άμυνα. Και η διαφύλαξη του status guo  στην παρούσα συγκυρία μπορεί να είναι το καλύτερο, το οποίο μπορεί να ελπίζει η Ευρώπη. Διότι, αν μηχανιστικά οδηγηθούμε στην επιλογή ή προχωράμε  πολύ γρήγορα ή αναιρούμε όλα αυτά τα οποία έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, φοβάμαι σήμερα ότι οι πολιτικές προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε πολύ γρήγορα, απλά δεν υπάρχουν. Δυστυχώς. Όσο και αν κάποιοι μπορεί να το ήθελαν, όσο και αν κάποιοι μπορεί αυτό να το επιθυμούσαν,
Θα συμφωνήσω με το συγγραφέα ότι η Ευρώπη των 28 κρατών- μελών απέχει πολύ από την Ευρώπη την οποία φαντάστηκαν τα ιδρυτικά της μέλη. Μόνο και μόνο οι αριθμοί καθιστούν τη γραφειοκρατική διαχείριση της λήψης προφάσεων εξαιρετικά προβληματική. Και πράγματι, ενδεχομένως, η απόφαση για μεγάλη γεωγραφική διεύρυνση της Ευρώπης με την ενσωμάτωση των Ανατολικών χωρών να επιβλήθηκε από γεωπολιτικές συγκυρίες της εποχής, αλλά σίγουρα αυτή η γεωγραφική διεύρυνση δεν συνοδεύτηκε από την απαραίτητη εμβάθυνση, η οποία φαίνεται σήμερα να έχει ουσιαστικά φρακάρει.
Κλείνοντας, θέλω και πάλι να συγχαρώ το συγγραφέα, όχι απλά για την καθαρή του σκέψη, αλλά για το παθός με το οποίο εκφράζει την πολιτική του σκέψη. Ο Guy είναι ένα Πολιτικός με Π κεφάλαιο, ο οποίος εξακολουθεί να επιμένει ότι η πολιτική είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας και της κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι ευχάριστό, το οποίο πρέπει να τονίζεται και πρέπει να λέγεται  σε εποχές που συνολικά αμφισβητείται η πολιτική.
Έχω πει πολλές φορές - το επαναλαμβάνω και εδώ σήμερα - ότι τα προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν και στη χώρα μας και στην Ευρώπη ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και μόνο η πολιτική θα τα λύσει. Μην περιμένουμε ότι υπάρχουν άλλες μαγικές λύσεις, οι οποίες θα έρθουν από τον ουρανό. Θα τα λύσει όμως τα προβλήματα η πολιτική, μόνο όταν αυτή εκφράζεται μέσα από πολιτικούς, οι οποίοι έχουν άποψη και με τους οποίος μπορεί να ξέρουν οι πολίτες αν συμφωνούν ή αν διαφωνούν. Και σίγουρα ο Guy είναι ένας από αυτούς. Και πιστεύω ότι το βιβλίο του είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη και χρήσιμη προσθήκη στη βιβλιογραφία για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μας επιτρέπει να μπορούμε να θεωρούμαστε ευρωσκεπτικιστές με τη θετική έννοια του όρου. Ότι η αγωνία μας και η φροντίδα μας δεν είναι τόσο η αμφισβήτηση των επιτυχιών της Ευρώπης, αλλά κυρίως η βελτίωση της Ευρώπης.
Αυτός ο γόνιμος και θετικός ευρωσκεπτικισμός, ενδεχομένως σήμερα να είναι περισσότερο απαραίτητος παρά ποτέ».