Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

"Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος..."Κώστας Βάρναλης


Παρουσιάζεται  αύριο, Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016 στην Τρίπολη,  το  ιστορικό  μυθιστόρημα  "Ο κύκλος των μάταιων πράξεων" του Αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αθήνας Σπύρου Τζόκα, σε εκδήλωση την  οποία οργανώνει  ο  Φιλοτεχνικός Όμιλος Τρίπολης, στις 8 μ.μ, στο ξενοδοχείο "Παλατίνο".

Για το βιβλίο έγραψαν :

Δώρα Μόσχου, διδάκτωρ Ιστορίας : "Η πρώτη ύλη της ιστορίας είναι ο άνθρωπος,  ο μόχθος, ο αγώνας και οι αγωνίες του. Ο άνθρωπος, ως άτομο αλλά και ως συλλογική οντότητα, διαμορφώνεται από την ιστορική στιγμή, από τον τόπο και από τους άλλους ανθρώπους. Με τη σειρά του,  επαναδιομορφώνει ο ίδιος την ιστορική στιγμή: τον τόπο και τους ανθρώπους, ενώ επεμβαίνει στη ροή του χρόνου και τον αξιοποιεί προς όφελός του. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια πρώτη ύλη αδρανή και νεκρή, αλλά για μια πρώτη ύλη ενσυνείδητη, που χτίζει την ιστορία, πάντα με τον ιδρώτα και, πολύ συχνά, και με το αίμα του...Ως  προς τη σχέση της ιστοριογραφίας  με τη λογοτεχνία: η μια δεν υποκαθιστά την άλλη∙ αλληλοσυμπληρώνονται και, χρησιμοποιώντας η κάθε μια τη δική της σκευή και τις δικές της μεθόδους, μας γνωρίζουν τη μεγάλη πορεία του ανθρώπου προς την οριστική του απελευθέρωση από τα δεσμά της υλικής ανάγκης.
Ένα λογοτεχνικό είδος που έχει στοιχεία και από την ιστοριογραφία και από τη λογοτεχνία είναι το ιστορικό μυθιστόρημα.  Είδος εξαιρετικά απαιτητικό, διότι προϋποθέτει το συνδυασμό της μυθοπλασίας με την ιστορική αλήθεια. Εάν η μυθοπλασία αφορά πρόσωπα επινοημένα από τον ίδιο το συγγραφέα, το  ζήτημα δεν είναι αν τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται, αυτά καθεαυτά είναι αληθινά, αλλά αν είναι ιστορικά έγκυρα – αν, δηλαδή, σε καιρό και σε τόπο θα ήταν δυνατό να έχουν συμβεί. Εάν, όμως, τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, ο βασικός τουλάχιστον καμβάς της δράσης θα πρέπει να τεκμηριώνεται από τις ιστορικές πηγές. Καθόλου, από την άλλη, δεν απαγορεύεται ο συγγραφέας να εμπλουτίζει τη ζωή, τη σκέψη και τη δράση του ήρωά του, με τρόπο λογοτεχνικό, με δευτερεύοντες χαρακτήρες που ίσως υπήρξαν ίσως και όχι∙ με εσωτερικούς μονολόγους για τους οποίους, αντικειμενικά, οι ιστορικές μαρτυρίες δεν μπορούν να καταθέσουν το παραμικρό∙ με «μικρές» πράξεις, στιγμές και αισθήματα που ίσως βιώθηκαν ίσως και όχι, πράγματα για τα οποία η «μεγάλη» ιστορία δεν μας παραδίνει απολύτως τίποτα. Όλα αυτά είναι απολύτως θεμιτά, αρκεί η παράθεσή τους να μη στρεβλώνει το πρόσωπο που βιογραφείται και τις ιστορικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν και το ανέδειξαν.
Στην περίπτωση του  θαυμάσιου βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα, ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο  Σπύρος Τζόκας, ο συγγραφέας του είναι  ιστορικός και γνωρίζει πολύ καλά την ιστορική μεθοδολογία: τόσο όσον αφορά τη χρήση των πηγών – απαραίτητη σκευή για κάθε ιστορικό επιστήμονα, όσο και από την άποψη της αναγνώρισης του πρωτεύοντα ρόλου των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών κάθε ιστορικής στιγμής στη διαμόρφωση των πολιτικών πράξεων και γεγονότων και στη συγκρότηση των επί μέρους προσωπικοτήτων"..

Γιώτα Πολιτοπούλου, φιλόλογος : "Ο τίτλος του βιβλίου δημιουργεί καταρχήν αμηχανία και έκπληξη. Τίτλος προκλητικός και συγχρόνως αντιφατικός. Ως προς τον τρόπο αφήγησης ακολουθείται το σχήμα του κύκλου. Το βιβλίο ξεκινάει με την κορύφωση του τέλους και στη συνέχεια, με αναδρομές στο παρελθόν, γίνεται η σύνθεση των σκηνών της ζωής του Ναπολέοντα Σουκατζίδη παράλληλα με τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας του τόπου. Στο τέλος του βιβλίου βρισκόμαστε στο ίδιο αρχικό σημείο, δηλ. στην εκτέλεση. Κλείνει έτσι ο κύκλος της αφήγησης, μα και ο κύκλος της ζωής του ήρωα. Τελικά, δεν πρόκειται για μια απλή μυθοπλασία αλλά για μια ιστορική αφήγηση, όπου με το λογοτεχνικό εφεύρημα της «βαλίτσας της μνήμης», που ανοίγει ο Σουκατζίδης την παραμονή της εκτέλεσής του, ξεδιπλώνει ο συγγραφέας και συνδυάζει λειτουργικά τα μικρά και προσωπικά με τα μεγάλα, τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά, όπως τα βίωναν οι Μικρασιάτες του Ελληνισμού. Το βασανιστικό ερώτημα που διαπερνά όλο το έργο είναι το εξής: Άξιζε τελικά όλος αυτός ο αγώνας; Ή ήταν μάταιες όλες αυτές οι πράξεις; Ερώτημα καίριο, όχι μόνο για την πορεία της ζωής του ήρωα μα και για την πορεία της ίδιας της Αριστεράς. Οι ήττες-μικρές ή μεγάλες-πρέπει να καταβάλουν ή να ενδυναμώνουν τους αγωνιστές; Κι ακόμη: Είναι τελικά 11 ηρωισμός να μη δειλιάζεις και να μη συνθηκολογείς μπροστά στο θάνατο ή απλά αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμός; Νομίζω πως ο Ναπολέων Σουκατζίδης σε αυτό το ερώτημα απάντησε πολύ καθαρά, με το προσωπικό του παράδειγμα. Απέδειξε έτσι πως οι ήρωες, οι χαρισματικοί ηγέτες, τα ιστορικά πρόσωπα δεν είναι βιολογικά κάποια ανώτερα χαρισματικά όντα αλλά άνθρωποι σαν όλους εμάς, που τους κάνει ξεχωριστούς ο τρόπος που αντιδρούν στην κρίσιμη στιγμή". 

Τα όπλα κροτάλισαν, οι 200 θυσιάστηκαν πιστοί στα ιδανικά και τον αγώνα τους. Και κατά πως γράφει ο Σπύρος Τζόκας ολοκληρώνοντας το ιστορικό μυθιστόρημα «ο αντίλαλος από το Σκοπευτήριο Καισαριανής παραμένει. Αν γονατίσεις στη γη, εκεί στο θυσιαστήριο και βάλεις το αυτί σου στο χώμα θα τον ακούσεις. Ακόμα και στη γύρω περιοχή, στο συνοικισμό. Ακούγονται οι φωνές, λυπητερές φωνές, οργισμένες φωνές. Οσο κοντοζυγώνει κάποιος στον τόπο που ακούγονται οι φωνές, τόσο αυτές αλαργεύουν. Φωνές που σε ξυπνούν από τον ύπνο τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Για όνειρα που διαψεύστηκαν, δικαιώματα που κατακτήθηκαν, δικαιωμένες και αδικαίωτες θυσίες που κατατέθηκαν στο βωμό της ελπίδας. Η μνήμη, η ελπίδα, η θυσία, ακόμα και η διάψευση ολοζώντανες παρουσιάζονται μπροστά σου. Και έχουν τη μορφή των διακοσίων».

ΧΑΙΔΑΡΙ, ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ και ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ

 Ο Ναπολέων Σουκατζίδης δεν ήταν ο μοναδικός κρατούμενος του Χαϊδαρίου, που αρνήθηκε να ζήσει και να πάρει άλλος την θέση του στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το ίδιο έκανε, την ίδια μέρα και την ίδια ώρα, μπροστά στο Γερμανό διοικητή Φίσερ, ο γενικός αρχηγός των κρατουμένων, Αντώνης Βαρθολομαίος, εργάτης και αθλητής από τον Υμηττό. 
Γράφει ο λογοτέχνης Βασίλης  Ρώτας για τον Αντώνη Βαρθολομαίο :
«Κάθε φορά που ο νους μου περιδιαβάζοντας τους σκοτωμένους μας σταματάει στον Αντώνη τον Βαρθολομαίο, τον αθλητή με τον ολότελα παιδιάστικο χαρακτήρα, τον μοναχογιό, πάντοτε ζωγραφίζει και μια σκυφτή γερασμένη γυναίκεια μορφή, να πηγαινοέρχεται μέσα στο μικρό μορφοσυγυρισμένο σπίτι, να ετοιμάζει καθαρές φορεσιές, να στρώνει τραπέζι, να βγαίνει ώρες ν’ αγναντεύει στον δρόμο, κι έπειτα να τα ξαναμαζεύει ώσπου στο τέλος απελπισμένη κλειδώνει το σπίτι, πετάει το κλειδι και πάει στον αγύριστο»
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

IPPARXOS