Ζούμε σε μια εποχή που η
ανασφάλεια είναι το
κυρίαρχο αίσθημα. Έξι μήνες
μετά τις εκλογές, ο μύθος
του «πρώτη φορά Αριστερά»
έχει καταρρεύσει. Η χώρα
ζει σε καθεστώς αστάθειας.
Η έλλειψη ρευστότητας
καταδικάζει σε ασφυξία
την αγορά, στραγγίζει τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις
και απειλεί με μαρασμό το
σύνολο του ιδιωτικού
τομέα. Οι πολίτες
περιμένουν με αγωνία μέρα με
τη μέρα την εξέλιξη της
διαπραγμάτευσης. Για να
πάψουν να φοβούνται ότι η
χώρα θα βρεθεί μετέωρη στο
διεθνές περιβάλλον, ότι θα
χαθούν κι άλλες δουλειές,
ότι θα φύγουν και άλλοι
νέοι άνθρωποι στο
εξωτερικό.
Μετά από πέντε
χρόνια λιτότητας και
δημοσιονομικής
προσαρμογής, το γεγονός ότι η
χρηματοδοτική ασφυξία
είναι πάλι παρούσα,
δημιουργεί ένα ασαφές
μακροοικονομικό και
πολιτικό περιβάλλον που
αναστέλλει κάθε
επενδυτική δραστηριότητα
και προκαλεί φυγή
κεφαλαίων. Τα αδιέξοδα της
σημερινής διακυβέρνησης
απειλούν να εξελιχθούν σε
πρόβλημα δημοκρατίας, σε
πρόβλημα κράτους δικαίου,
σε πρόβλημα της ευρωπαϊκής
μας πορείας. Κι όσο η
κυβέρνηση προσπαθεί να
νομιμοποιήσει τη στροφή της
στον ρεαλισμό δια του
φόβου, τόσο η χώρα χάνει την
αξιοπιστία της σε
εσωτερικό και εξωτερικό.
Πέρα όμως από την
υποβόσκουσα
αβεβαιότητα, η
διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ
εμφανίζει ήδη στοιχεία μιας
καθεστωτικής αντίληψης. Χωρίς
να μπορεί να κρύψει πίσω από
τις μετονομασίες των οργάνων
και των διαδικασιών (τρόικα,
θεσμοί κλπ), ξεπερασμένες
αντιλήψεις και
παλαιοκομματικές πρακτικές,
καταλήγει να
πολλαπλασιάζει τα
θεσμικά της ατοπήματα. Το
ύφος άσκησης της εξουσίας
είναι ήδη επαρκώς
αλαζονικό, ενώ η στάση της
απέναντι στη Χρυσή Αυγή
είναι τουλάχιστον
αμφιλεγόμενη. Η
χυδαιολογία στη Βουλή
αλλά και η πελατειακή
κουλτούρα στα
υπουργεία, τους φορείς και
τους οργανισμούς είναι
καθημερινότητα. Για να
διατηρήσει τη συνοχή της, η
κυβέρνηση κατασκευάζει
εχθρούς τόσο στο
εξωτερικό όσο και στο
εσωτερικό κατρακυλώντας
στον ανορθολογισμό ενός
λόγου μισαλλόδοξου,
αντιευρωπαϊκού και
εθνολαϊκιστικού. Η
διολίσθηση αυτή
αποτυπώνεται στις δηλώσεις
του υπουργού Εθνικής
Άμυνας για το μοίρασμα του
Αιγαίου 70 – 30 με τους
Αμερικάνους και σ’ αυτές
περί εξαγωγής τζιχαντιστών
από την πατρίδα μας.Σ’ αυτήν τη λογική
εντάσσεται το Απριλιανό
σόου των παρελάσεων και η
ανιστόρητη στρατηγική για τα
θέματα εξωτερικής
πολιτικής.
Πυρήνας της κυβερνητικής
προπαγάνδας είναι η ρήξη με
το σύστημα συμμαχιών που
εξασφάλισε στη χώρα μας
πρωτοφανή σταθερότητα και
ειρήνη. Αυτό που
απουσιάζει όμως είναι η ρήξη
που πραγματικά έχει ανάγκη
η Ελλάδα και δεν είναι
άλλη από αυτή με τα
κατεστημένα συμφέροντα
που στέκονται εμπόδιο στην
αλλαγή της οικονομίας και
την πρόοδο της κοινωνίας.
Είναι βέβαιο ότι
χρειάζεται να αλλάξει το
οικονομικό μείγμα που
εφαρμόζεται σήμερα, αλλά
αυτό μπορεί να
πραγματοποιηθεί αν
υπάρχει σχέδιο
μεταρρυθμίσεων. Μια Εθνική
Ομάδα Διαπραγμάτευσης θα
μπορούσε να δώσει λύσεις
και να υπηρετήσει τον στόχο
της εξόδου της χώρας από την
κρίση. Η στρέβλωση όμως στον
τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ και οι
ΑΝΕΛ αντιλαμβάνονται τη ρήξη
είναι ριζωμένη στο επίσης
στρεβλό δίλημμα
Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο, το
οποίο κατάφερε να
συσκοτίσει το
προηγούμενο διάστημα το
πραγματικό πρόβλημα της
τελευταίας πενταετίας και
δεν είναι άλλο από τη
χρεοκοπία της χώρας. Γιατί
δεν έφερε το Μνημόνιο τη
χρεοκοπία, αλλά η
χρεοκοπία το Μνημόνιο. Το
ΠΑΣΟΚ δεν κατέρρευσε
εκλογικά μόνο γιατί πήρε
χωρίς συμμάχους αυτή τη
δραματική απόφαση μπροστά
στην επιλογή της απομόνωσης
και της δραχμής, αλλά κυρίως
επειδή αποξενώθηκε από την
κοινωνία. Οι πολίτες
γύρισαν την πλάτη στο ΠΑΣΟΚ
γιατί οι πρακτικές κάποιων
κορυφαίων στελεχών
διαμόρφωσαν την εικόνα, ότι
σκορπίστηκε η κληρονομιά
των σοσιαλιστικών ιδεών.
Έτσι υποβαθμίστηκε και η
εθνική προσφορά της Παράταξης
που μπορεί να συνοψιστεί
σε μια μόνο λέξη, ενσωμάτωση,
πολιτική, οικονομική,
κοινωνική, ευρωπαϊκή. Η
ενοχοποίηση του ΠΑΣΟΚ
ήταν βασικό κομμάτι μιας
ευρύτερης στρατηγικής, που
οδήγησε στην απαξίωση του
χώρου του δημοκρατικού
σοσιαλισμού, στον
κατακερματισμό και την
αποδυνάμωση της
Δημοκρατικής Παράταξης. Η λήξη
της πολιτικής της ηγεμονίας
ώθησε την κοινωνία σε
τροχιά βαθιάς
συντηρητικοποίησης.
Το τέλος της διακυβέρνησης
Καραμανλή το 2009 συνέπεσε με
το ξέσπασμα της κρίσης. Η χαμένη
πενταετία 2004-2009 κρύφτηκε πίσω
από τους αντιλαϊκούς
χειρισμούς της κυβέρνησης
του ΠΑΣΟΚ για την αποτροπή
μιας χρεοκοπίας. Τότε άνοιξε
ο δρόμος για να διακινηθεί
ο μύθος για «το τέλος των
ιδεολογιών». Από εκείνη τη
στιγμή, ο κυρίαρχος
προβληματισμός στο ΠΑΣΟΚ
που βεβαίως απαντάται και
σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά
κόμματα, έχει στον πυρήνα
του ένα ερώτημα. Ποιο είναι
το νέο πρόσωπο, ο νέος ρόλος
και το νέο όραμα της
Σοσιαλδημοκρατίας στον 21ο
αιώνα;
Όλα αυτά που έζησε η
Ελλάδα τα τελευταία
χρόνια μέσα από τα οριζόντια
μέτρα, την απορρύθμιση των
εργασιακών σχέσεων, τη
δραματική αύξηση της ανεργίας
και την αποδιάρθρωση του
κοινωνικού κράτους, είναι
το αποτέλεσμα του
δόγματος της σκληρής
λιτότητας που αποθεώνεται
στο «διευθυντήριο» της
Γηραιάς Ηπείρου και
νομιμοποιεί τις κοινωνίες
κληρονομικής ισχύος. Έτσι το
δικαίωμα στην ευημερία και
στην πρόοδο γίνεται
κληρονομικό προνόμιο για
τους λίγους.
Παρακολουθούμε την άλωση
της Ευρώπης μέσα από έναν
επιθετικό
νεοσυντηρητισμό, που
υπονομεύει τις ευρωπαϊκές
αξίες. Απέναντι σ’ αυτή την
αφήγηση η ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία
απέτυχε να διασφαλίσει τη
διεύρυνση της πίτας της
αναδιανομής στηριζόμενη στην
παραγωγική συγκρότηση των
οικονομιών και όχι στην
ανεξέλεγκτη ροή των
χρηματοοικονομικών
προϊόντων, στην παροχή
ποιοτικών κρατικών
υπηρεσιών και όχι στην
ελαχιστοποίηση του
κράτους. Απέτυχε να
ορθώσει το ανάστημά της και
να ασκήσει κριτική σε
διάφορους κύκλους της
Ευρωπαϊκής Ένωσης που
παθιασμένα υποστηρίζουν τη
συμπίεση του κόστους
εργασίας δια πάσαν νόσον. Οι
πολίτες όμως δεν δέχονται να
ζουν σε αποκτηνωμένες
κοινωνίες και
χρεοκοπημένες οικονομίες
για να υπηρετούν τα
συμφέροντα των λίγων. Δεν
δέχονται να θυσιάσουν το
ευρωπαϊκό όραμα της κοινής
ευημερίας και προόδου των
λαών στο βωμό των εθνικών
ηγεμονιών.
Μπροστά σ’ αυτό το
ψηφιδωτό που διαμορφώνεται
σε υπερεθνικό επίπεδο
και τροποποιείται μέρα με
τη μέρα από τις διαρκώς
μεταβαλλόμενες
οικονομικές, κοινωνικές και
πολιτικές συνθήκες, η χώρα
έχει ανάγκη από έναν πλατύ
δημοκρατικό χώρο. Είναι
κρίσιμο λοιπόν, τώρα με νωπές
τις εντολές του Συνεδρίου,
το ΠΑΣΟΚ να πάρει τις
αναγκαίες πρωτοβουλίες. Να
επανασυνδεθεί με τη λαϊκή
του ρίζα, με όλους
εκείνους που η κρίση
έσπρωξε και συνεχίζει να
σπρώχνει στο κοινωνικό
περιθώριο και να
συμμετάσχει χωρίς
προαπαιτούμενα σ’ έναν
προγραμματικό διάλογο με
τις δυνάμεις της
Κεντροαριστεράς, τις
δυνάμεις της δημιουργίας. Όσα
εμπόδισαν διάφοροι
αρχηγοί κομμάτων και
κινήσεων, μικρά «εγώ», να
γίνουν την προηγούμενη
περίοδο, είναι ώρα να
υλοποιηθούν.
Είναι εθνική πολιτική
αναγκαιότητα η
ανασυγκρότηση της
Δημοκρατικής Παράταξης μέσα
από ένα σαφές προγραμματικό
πλαίσιο με θέσεις και
στόχους που θα μειώνουν τις
κοινωνικές ανισότητες σε
επίπεδο τάξεων, γενεών και
εθνών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό μπορεί να γίνει όχι
μέσα από την αυτοδιάλυση
των σημερινών κομματικών
σχηματισμών, αλλά μέσα από τη
συμμετοχή στο ιδρυτικό
συνέδριο της Δημοκρατικής
Παράταξης όλων όσων
πιστεύουν ότι η πατρίδα
χρειάζεται ένα πλατύ
δημοκρατικό μέτωπο
προόδου. Είναι ιστορικό
καθήκον αλλά και σημαντική
πρόκληση για όλους εμάς να
συνάψουμε τώρα ένα νέο
κοινωνικό συμβόλαιο με
τους πολίτες και να
φωτίσουμε ξανά τον δρόμο της
ευημερίας μέσα από ένα
συλλογικό κοινωνικό
εγχείρημα. Οι
συγκολλήσεις
απολιθωμένων μηχανισμών και
οι συμφωνίες κορυφής είναι
αποτυχημένη συνταγή. Η
ριζική ανανέωση σε
αντιλήψεις και
συμπεριφορές είναι
αδιαπραγμάτευτη για να
διαμορφωθεί ένας νέος
κώδικας αξιών που έχει
ανάγκη η πατρίδα. Μόνο έτσι θα
μπορέσουμε να
επιστρέψουμε στην
κινηματική μας κληρονομιά
και να αγκαλιάσουν τον
δημοκρατικό χώρο οι
νεότερες γενιές. Έχουμε
ανάγκη από πολιτική με
περιεχόμενο που να δίνει
λύσεις στα προβλήματα της
καθημερινότητας. Το
προοδευτικό σχέδιο που
θα ενώσει το λαό μας και θα
αποτρέψει διχαστικά
σχήματα πρέπει να είναι η
πυξίδα μας.