ΑΠΟΨΕΙΣ
της Ελένης Λαδιά
Είναι
γνωστό πως τα παραμύθια και τα παιδικά ποιήματα κρύβουν μία αναδρομική
σοφία. Όταν τα μαθαίνουμε ως παιδιά, δεν υποψιαζόμαστε πόσα ψήγματα
χρυσού κρύβουν. Αργότερα η μνήμη ανακαλεί, ερεθισμένη από ένα γεγονός
του παρόντος, αυτή την, κρυμμένη στις παιδικές σπηλιές, σοφία. Θυμάμαι
πως παιδί διάβασα το παραμύθι ενός ανωνύμου, που έλεγε για έναν ψαρά, ο
οποίος ψάρεψε ένα μάτι. Όταν πήγε να το πουλήσει στην αγορά, το μάτι
βάραινε στη ζυγαριά. Όσο κι αν στο αντίθετο ζύγι έβαζαν διάφορα βαριά
πράγματα, το μάτι πάντα βάραινε.
Το έμαθε ο βασιλιάς και έβαλε όλα τα πλούτη του βασιλείου στην ζυγαριά,
αλλά το μάτι εξακολουθούσε να είναι βαρύτερο. Εντυπωσιάστηκαν οι πάντες
ενώ ο βασιλιάς έταξε ένα μεγάλο ποσό σε όποιον θα έλυνε αυτό το
πρόβλημα. Τότε πλησίασε ένας γεροντάκος και ρίχνοντας μια φούχτα χώμα
επάνω στο μάτι, εκείνο έγινε ελαφρύτερο από το καθετί. Πολλές φορές,
ενήλικη πλέον, σκέφτηκα πως αυτό συμβόλιζε την απληστία του ζωντανού
ματιού. Όταν έσβησε με το χώμα, δεν επιθυμούσε τίποτε πλέον.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Ποιούς στίχους;
Του
Γεωργίου Δροσίνη το ποίημα: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε
ξένα αναστηλώματα δεμένο./ Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο./ Μα όσο
ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω».
«Το
κρυφό σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη (που ανέθρεψε γενιές Ελλήνων και τώρα
οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν πως ήταν μύθος): «Απ’ έξω μαυροφόρα
απελπισιά/ πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι/ και μέσα στη θολόκτιστη
εκκλησιά/ στην εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ/ την όψι του σχολειού...»
Του
Ιωάννη Πολέμη επίσης το ποίημα για τον φαντασμένο καπνό: «Είπε ο καπνός
μια μέρα: μεγάλος θα γεννώ/ θ’ανέβω στον αέρα/ θα πάω στον ουρανό...»
αλλά «και πριν στα ύψη φέρη /το μαύρο του κορμί/ δυνάμωσε το αγέρι/ τον
σκόρπισε με ορμή».
Ή
τη «Σημαία» του ίδιου ποιητή: «Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω/ με λαχτάρα
σταματώ/ και περήφανα δακρύζω/ ταπεινά σε χαιρετώ». (Ήταν τότε που δεν
την έσχιζαν και δεν την έκαιγαν).
Το
σοφό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Η κατάρα του πεύκου», ως προς το
οικολογικό μήνυμα, δύναται να συνδεθεί με τον ύμνο του Καλλιμάχου
(τρίτος προχριστιανικός αιώνας) «Εις Δήμητρα». Εκεί ο άπληστος Ερυσίχθων
παίρνοντας βοηθούς όλους τους ανδρογίγαντες, οπλισμένους με πελέκεις
και αξίνες χαλούν το ωραίο άλσος της θεάς. Κόβουν τα δέντρα και πονούν
οι νύμφες, γιατί αυτά είναι η κατοικία τους, τα δένδρα έχουν πάντα
ψυχές, που τις έλεγαν παλιά Αμαδρυάδες. Όταν στο ιερό άλσος της θεάς
πληγώνουν οι αγροίκοι και άξεστοι άνθρωποι την πανύψηλη λεύκα, όπου
τέρπονταν τα μεσημέρια οι νύμφες, η Δήμητρα αισθανόμενη τον πόνο της,
φώναξε οργισμένη: «Ποιός μου κόπτει τα καλά δένδρα;» Και λαμβάνοντας
ανθρώπινη φωνή είπε στον Ερυσίχθονα, «παιδί μου γιατί κόβεις τα δέντρα;»
«Γιάννη, γιατί έκοψες το πεύκο/ γιατί, γιατί;/ αέρας θα ’ναι λέει ο Γιάννης/ και περπατεί».
Η
Δήμητρα τιμώρησε τον Ερυσίχθονα για την απαίσια συμπεριφορά του, με
τέτοιον λιμό, ώστε στο τέλος μη χορταίνοντας καταβρόχθισε τον εαυτό του.
Ο Γιάννης καταραμένος από το κομμένο πεύκο δε βρίσκει λίγη δροσιά μέσα
στο λιοπύρι, αφού σκότωσε «το πεύκο το σπλαχνικό». Η τύχη του δεν ήταν
καλύτερη: «Πέφτει σα δέντρο απ’ το πελέκι... /βογγάει βαριά. /Μακριά του
στάθηκε το δάσος/ πολύ μακριά. Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι·/φωνή καμιά/
Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,/ στην ερημιά».
Αυτή είναι η αναδρομική σοφία, πάντα κρυμμένη στις παιδικές σπηλιές...
diastixo.gr