Εκτενή αναφορά σχετικά με το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα, έκανε σήμερα από το βήμα της Βουλής ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Π. Κουρουμπλής. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «ενώ όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνήσεις «ψηγματικά», είχαν αναφερθεί στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, εξαίρεση αποτελούν δύο συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, η πρώτη το 1965 από την τότε Κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου και η δεύτερη το 1995 με πρωτοβουλία του τότε Πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου. Έκτοτε, ούτε ο μετέπειτα Πρωθυπουργός κ. Σημίτης, ούτε ο κ. Καραμανλής ούτε ο κ. Γεώργιος Παπανδρέου ανέλαβαν σημαντικές πρωτοβουλίες πάνω σε αυτό το ζήτημα».
Ο Π. Κουρουμπλής τόνισε ότι «για πρώτη φορά κατόπιν αιτήματος βουλευτών όλων των κομμάτων, η Βουλή των Ελλήνων έφερε το θέμα προς συζήτηση σε κοινή συνεδρίαση των επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων το Μάρτιο του 2012», σημειώνοντας ότι «απόφαση της εν λόγω συνεδρίασης υπήρξε η ανάγκη σύστασης Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής από την Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων».
Ο Π. Κουρουμπλής επεσήμανε ότι ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Αλέξης Τσίπρας ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2012 απέστειλε επιστολή προς τον Πρόεδρο της Βουλής με την οποία και αιτείται τη σύσταση διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.
Εν συνεχεία ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος αναφερόμενος στην απόρρητη έκθεση για τις γερμανικές αποζημιώσεις υπογράμμισε ότι θα πρέπει για το περιεχόμενο αυτής να ενημερωθούν τουλάχιστον οι αρχηγοί των κομμάτων, καθόσον ο τρόπος χειρισμού του εν λόγου ζητήματος δεν είναι θέμα μόνο της Κυβέρνησης, αλλά είναι ζήτημα όλων των κομμάτων. Παράλληλα πρότεινε τη σύσταση ομάδας ειδικών επιστημόνων με ειδίκευση στο διεθνές δίκαιο, προκειμένου να υποστηρίξουν την εθνική αυτή προσπάθεια.
Τέλος ο Π. Κουρουμπλής ανέφερε ότι «οι σημερινές δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έρχονται σε σύγκρουση με την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης, όπου αναγνωρίζει την εκκρεμότητα του ζητήματος και προκρίνει η συζήτηση αυτών των θεμάτων να γίνεται σε πολιτικό και διακρατικό επίπεδο».