Παρακολουθούσα τις συγκινητική συνέντευξη του Ηλία Ηλιάδη χθες βράδυ στην ΕΡΤ, διάβαζα τα σχόλια όσων δήλωναν «εθνικά υπερήφανοι» για το πρώτο μετάλλιο και αναρωτιόμουν πόσο ψηλά ή χαμηλά έδειξε η βελόνα του ελληνόμετρου των πατριδοκάπηλων που εσχάτως λυμαίνονται την ταλαίπωρη ελληνική κοινωνία…
Η ιστορία του Ηλιάδη είναι γνωστή σε όλους, από τα δημοσιεύματα του «Βήματος» και της «Ελευθεροτυπίας» το 2004. Τον φέραμε από τη Γεωργία το 2002, όταν τον υιοθέτησε ο Ομοσπονδιακός προπονητής του τζούντο, ομογενής Ελληνας του Πόντου ο ίδιος (και κάτοικος Ελλάδας από το 1993), Νίκος Ηλιάδης. Το πραγματικό όνομα του νεαρού, Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί, κλειδώθηκε σε ένα συρτάρι, μαζί με το γεωργιανό του διαβατήριο και την οικογενειακή του κληρονομιά. Δεν μιλούσε φυσικά ούτε λέξη ελληνικά. Ο θρύλος λέει ότι το 2004, στα Λιόσια, παρακολούθησε την προσπάθειά του και ο βιολογικός πατέρας του «Τζάρτζι», άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Οι Γεωργιανοί δημοσιογράφοι πανηγύρισαν το χρυσό μετάλλιο του Ηλιάδη σαν να ήταν δικό τους, όπως πανηγύριζαν τα αντίστοιχα του Κάχι Καχιασβίλι. Ο Ζουράμπ Ζβιανταουρί, εξάδελφος του Ηλία, κατέκτησε και αυτός χρυσό μετάλλιο στην Αθήνα, στην κατηγορία των -81 κιλών. Λέγεται μάλιστα ότι ο Ηλίας είναι γεννημένος όχι το 1986, αλλά το 1982. Θα ήταν νομικά αδύνατη η υιοθέτηση του, εάν υπέβαλλε την αίτησή του σε ηλικία μεγαλύτερη των 18 ετών. Ο ίδιος διαψεύδει μετά βδελυγμίας αυτόν τον ισχυρισμό και δέχεται ευχαρίστως να υποβληθεί σε τεστ dna ώστε να αποδειχθεί η πραγματική του ηλικία. Δεν έχει πια σημασία. Ούτως ή άλλως, η ελληνική πολιτεία δέχθηκε ως νόμιμα τα χαρτιά του και έντυσε τον Γεωργιανό αθλητή στα μπλε, λίγο πριν το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα τζούντο του 2002 και δύο χρόνια πριν τους Αγώνες της Αθήνας. Μέσα στις 3 Ολυμπιάδες που ακολούθησαν, ο Ηλιάδης/Ζβιανταουρί ανταπέδωσε το χατίρι κατακτώντας δύο μετάλλια για λογαριασμό της καινούριας του πατρίδας. Μάλιστα, στο Πεκίνο ήταν και σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής. Το πανηγύρισαν το μετάλλιο του Ηλιάδη οι όψιμοι θεματοφύλακες της ελληνικότητας ή μήπως το θεωρούν ξενόφερτο και κάλπικο; Όχι, ο Ηλίας Ηλιάδης δεν είναι Ελληνας εξ αίματος. Εγινε Ελληνας με νόμιμη υιοθεσία και απέκτησε την –τρομάρα μας- νεοελληνική παιδεία στους ξενώνες του Αγίου Κοσμά, στο φτωχικό σπίτι όπου έζησε, στα γυμναστήρια όπου έχυσε τόννους ιδρώτα, στα στάδια όπου φόρεσε –και τίμησε- το εθνόσημο. Είναι λιγότερο Ελληνας ο Ηλιάδης από τον Σιδέρη Τασιάδη, που κατέκτησε μετάλλιο στο κανό-καγιάκ και το αφιέρωσε εξ ολοκλήρου στην καινούρια του πατρίδα, τη Γερμανία; «Η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ το παραμικρό για μένα», είχε πει σε συνέντευξή του στο Protagon πριν τους αγώνες. Είναι λιγότερο Έλληνας ο Ηλιάδης, από τον Κώστα Λουλούδη που ανέβηκε στο βάθρο της κωπηλασίας ντυμένος με τα χρώματα της Μεγάλης Βρετανίας; Ο νεαρός από την Ανδρο ζει μόνιμα στην Αγγλία και σπουδάζει στην Οξφόρδη. Είναι λιγότερο Έλληνας ο Ηλιάδης από την Βούλα Παπαχρήστου, που πιστεύει ότι το ελληνιλίκι στοιχειοθετείται με εθνικιστικούς τσαμπουκάδες, ρατσισμό και ξενοφοβία; Από τη Χαλκιά, με το υποτιθέμενο "ανώτερο dna των Ελλήνων"; Από τους αρχιερείς του made in Greece ντόπινγκ; Συγγνώμη, αλλά όχι. Όχι. Καλό Ελληνα θεωρώ εγώ αυτόν που χαρίζει όλη του την ψυχή στη χώρα, ακόμα και αν έχει στις φλέβες του αίμα κάποιας άλλης πατρίδας. Εκείνον που ζει με επιχείρημα τον τίμιο ιδρώτα του και όχι τον αποχαυνωμένο προγονολάτρη. Όποιος θελήσει να αμφισβητήσει την ελληνικότητα του Ηλία Ηλιάδη ή του Κάχι Καχιασβίλι ή και του Πύρρου Δήμα θα ήταν καλό να το κάνει πρόσωπο με πρόσωπο, αντρίκεια και όχι κρυμμένος στην ασφάλεια του μαυροντυμένου πλήθους, αυτού που (τι ντροπή…) προσφέρει «αίμα και τρόφιμα μόνο για βέρους Ελληνες». Με προσοχή, όμως. Εχουν πολύ βαρύ χέρι ο Ηλίας και ο Πύρρος. Λίγες ημέρες πριν τους Αγώνες του Λονδίνου, ο δις Ολυμπιονίκης της πάλης Μπάμπης Χολίδης, ομογενής Ελληνας από το Καζαχστάν, είπε μία εύστοχη κουβέντα, με τα ακόμη σπασμένα ελληνικά του. «Πρώτα δίνεις και μετά παίρνεις», τόνισε με νόημα. Στην περίπτωση των αθλητών ισχύει βεβαίως το πρωθύστερο σχήμα, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία. Ο Χολίδης, χάλκινος στο Λος Αντζελες και στη Σεούλ, χάρισε στην Ελλάδα πολύ περισσότερα από όσα εκείνη του έδωσε. Το ίδιο ισχύει για τον Ηλιάδη και για πολλούς άλλους, αν και –όπως είναι φυσικό- υπήρξαν και παρατράγουδα. Δεν μιλάω εδώ για εγκληματίες ή παραβατικούς, αλλά για ανθρώπους που ψάχνουν απεγνωσμένα μία καλύτερη ζωή, όπως είναι οι περισσότεροι μετανάστες, εδώ και αλλού. Η ακοντίστρια Σάβα Λίκα ήρθε από την Αλβανία στην Αθήνα περπατώντας και συνεχίζει να τιμά τον ελληνικό αθλητισμό, μολονότι πλησιάζει τα 45 της, με το συμπάθιο. Άλλοι πέρασαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα με σλάλομ ανάμεσα σε σφαίρες. Ο Πύρρος ζούσε χρόνια με τον αδελφό του σε ένα ανήλιαγο υπόγειο στη Σόλωνος. Ο Ηλίας Ηλιάδης ήταν από τους τυχερούς, αλλά για κάθε Ηλιάδη υπάρχουν και δεκάδες μη προνομιούχοι, που επιβιώνουν με ψίχουλα αλλά δουλεύουν σαν σκυλιά. Στη δική τους περίπτωση, δεν διαφέρει πολύ ο αθλητής από τον αγρότη ή τον εργάτη. Ρωτήθηκε ο Ηλιάδης, χθες, ποιο μήνυμα θα ήθελε να περάσει στους υπόλοιπους Ελληνες. «Όταν πέφτεις κάτω, οφείλεις να ξανασηκώνεσαι», απάντησε. «Αυτό είναι που κάνει τη διαφορά». Πόσοι νεοέλληνες καταλαβαίνουν τη σημασία αυτού του αφορισμού; Οταν εμείς πέφτουμε, είναι συνήθως για να κερδίσουμε κάποιο πέναλτυ. Μία σύνταξη-μαϊμού, μία ντρίμπλα στη εφορία, ένα ρουσφέτι, ένα μετάλλιο βουτηγμένο στη ντόπα. Βουτηγμένο όμως και στο αίμα το «γνήσιο», το «αμόλυντο», το ελληνικό.
Στέφανος Καρακουσόγλου
yannitsochori.blogspot.gr