“Αίσθημα απογοήτευσης επικρατεί σήμερα στον Έλληνα και την Ελληνίδα για την πολιτική ζωή στη χώρα μας. Δεν μιλώ για το ποιός κυβερνά ή το τι επαγγέλλεται, αλλά για το πρότυπο της εξουσίας που επικρατεί. …
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και τελικά τα μέσα διαπαιδαγωγούν, διαμορφώνουν συνειδήσεις και καθορίζουν τον προορισμό μας που τελικά δεν μπορεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο του κυνηγητού της εξουσίας.
Όλα επιτρεπτά και νόμιμα, εφόσον υπηρετούν τον υπέρτατο σκοπό: της εξουσίας για την εξουσία. …
Όλα υποτάσσονται στις σκοπιμότητες της εξουσίας, της κάθε εξουσίας, που θέλει να διατηρήσει την καρέκλα. …
Όταν ο λαός χάνει την ελπίδα του η συντήρηση, το κατεστημένο, χαίρεται. Και τότε τι αντιπροσωπεύει ο βουλευτής; Γίνεται πιόνι ανάμεσα σε οικονομικά συμφέροντα. Βλέπει το δέντρο του ρουσφετιού και όχι το δάσος των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων.
” Φίλες και φίλοι,
Αυτά έγραφα το 1996, πριν από 16 χρόνια, στο μικρό βιβλίο που εκδόθηκε με την ονομασία “Το Δέντρο και το Δάσος”.
Τα ίδια υπογράμμιζα και το 2009. Δηλαδή την αδήριτη ανάγκη να εμβαθύνουμε την δημοκρατία, να σπάσουμε το πελατειακό κράτος, που είχε επί δεκαετίες διαβρώσει τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος και την κοινωνία μας συνολικά.
Να προτάξουμε το συλλογικό συμφέρον μπροστά από το ατομικό ή συντεχνιακό συμφέρον που κατακερμάτισε τις δυνάμεις του Ελληνισμού.
Πίστη μου, ότι έπρεπε να απελευθερωθούμε από τον κρατισμό, που επικράτησε και δημιούργησε μια παρασιτική οικονομία, τις μεγαλύτερες εξαρτήσεις και τελικά, μια ευάλωτη Ελλάδα.
Η πελατειακή διόγκωση του κράτους και της σπατάλης, βρήκε το απόγειό της στην προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ. Καλύφτηκε έτσι η αδυναμία να διαμορφώσουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο από τον υπέρμετρο δανεισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το χρέος της χώρας μέσα σε ελάχιστα χρόνια.
Ναι, η παρεξηγημένη ή και επίτηδες διαστρεβλωμένη ρήση μου “λεφτά υπάρχουν”, πάντα παρέπεμπε στην ανάγκη αξιοποίησης των υπαρχόντων πόρων με διάφανο και αποτελεσματικό τρόπο. Που να στηρίζει την ανάπτυξη και τις δουλειές.
Ποτέ δεν υποσχεθήκαμε λαγούς με πετραχήλια, όπως κάνουν άλλοι σήμερα, μετά μάλιστα και από μία διετία που έπρεπε να παραδειγματίσει όλους μας. Υποσχεθήκαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα. Κάτι που κάναμε για παράδειγμα, όταν μειώσαμε κατά 30% το κόστος των φαρμάκων, επιβάλλοντας την ηλεκτρονική συνταγογράφηση σε ασφαλιστικά ταμεία. Όταν τολμήσαμε να αναζητήσουμε και να βρούμε συντάξεις - αναπηρικές ή μη - μαϊμούδες. Στέλνοντας πολλούς υπαλλήλους και διευθυντικά στελέχη του ΙΚΑ στη Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα τη φυλάκισή τους. Όταν πρωτοποριακά δημοσιοποιήσαμε όλες τις δαπάνες του κράτους στο διαδίκτυο.
Είπαμε, ότι θα φτιάξουμε ένα κράτος που σπάει τον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και της αδιαφάνειας. Σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις, αυτό και μόνο να πετύχουμε, θα μας δώσει άλλες 8 μονάδες του ΑΕΠ έσοδα.
Δηλαδή, η Ελλάδα θα είχε απεξαρτηθεί από την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας και παράλληλων συμφωνιών τύπου μνημονίου.
Αυτή είναι η αλήθεια.
Αυτή η προσπάθεια εάν είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια, αξιοποιώντας τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του 2004, θα είχε ήδη δώσει απτά αποτελέσματα και θα μας προστάτευε από την διεθνή κρίση. Θα μας θωράκιζε από τους άγριους ανέμους των διεθνών αγορών.
Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το 2009, δεν υπήρξε καμία προσπάθεια. Το αντίθετο.
Εμείς, μέσα στις χειρότερες δυνατές συνθήκες, κάναμε μία αρχή προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά είναι μόνο η αρχή. Το διακύβευμα παραμένει και είναι σαφές.
Αν είμαστε ή όχι αποφασισμένοι, συλλογικά ως έθνος, να φτιάξουμε κράτος. Κράτος ευνομίας και δικαίου.
Αν έχουμε την πολιτική και συλλογική δημοκρατική βούληση να φτιάξουμε ένα κράτος που δεν σπαταλά, που βοηθά την πρωτοβουλία του πολίτη, του επιχειρηματία, που σέβεται τον εθνικό πλούτο, από το περιβάλλον μέχρι τον πολιτισμό μας, όπως και τους κόπους του πολίτη.
Αν θέλουμε να μπει τέλος στην αιχμαλωσία του πολιτικού συστήματος από τα συμφέροντα.
Αν θέλουμε πράγματι να οικοδομήσουμε μια παραγωγική Ελλάδα, μια υγιή οικονομία, βασισμένη στα δικά μας -και μεγάλα- συγκριτικά πλεονεκτήματα, πατάσσοντας την πελατειακή εξάρτηση, την σπατάλη, τον παρασιτισμό, τη γραφειοκρατία, την αδιαφάνεια, την ανομία, τη διαφθορά.
Είναι ακριβώς όλα αυτά τα νοσηρά φαινόμενα που πολεμούσα και πριν από το 2009 και για τα οποία ζήτησα την ψήφο των πολιτών προκειμένου να τα αλλάξουμε όλοι μαζί.
Κατέστησα σαφές στους εταίρους μας στην ΕΕ, ότι πρέπει να μας δώσουν χρόνο και την απαραίτητη προστασία από τις αγορές, γιατί πρώτα πρέπει να αλλάξουμε τη χώρα για να τιθασεύσουμε αποτελεσματικά το έλλειμμα.
Ήταν, όμως, ήδη αργά.
Δεν μας έδιναν τον απαραίτητο χρόνο, απέναντι στις ορέξεις των αγορών και των κερδοσκόπων. Μετά από αγώνα και με τον μηχανισμό στήριξης που κερδίσαμε, πήραμε λίγο χρόνο, αλλά το χρονικό διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας για να μειώσουμε το έλλειμμα, παρέμενε ασφυκτικό.
Σήμερα, που τόσοι μιλούν για την ανάγκη να χτυπήσουμε την φοροδιαφυγή, έρχονται απλώς στα λόγια μας, σε αυτά που υποστηρίζαμε από το 2009 απέναντι στον συντηρητικό συσχετισμό δυνάμεων στην ΕΕ.
Ήθελα μέσα σε μία τετραετία να αλλάξω συθέμελα την Ελλάδα, αλλά η ιστορία μου επιφύλαξε έναν άλλο ρόλο, να παλέψω ώστε η χώρα μας να αποφύγει τη χρεοκοπία. Και αυτή την ευθύνη την ανέλαβα με όποιο προσωπικό ή πολιτικό κόστος.
Κάθε μέρα που περνάει, από τις 18 Μαΐου του 2010, χωρίς να ζήσουμε την εθνική τραγωδία μιας χρεοκοπίας, είναι και ένα μικρό θαύμα. Γιατί στις 18 Μαΐου του 2010, εξαιτίας των εγκλημάτων του παρελθόντος, η χώρα ήταν καταδικασμένη να ζήσει μια απερίγραπτη οικονομική τραγωδία, μια χωρίς προηγούμενο τραγωδία. Δεν την έζησε. Δεν τη ζήσαμε. Και εύχομαι να μην τη ζήσουμε ποτέ.
Έκτοτε δίνουμε όλοι μια καθημερινή μάχη επιβίωσης, συλλογικά ως Έθνος, η κάθε Ελληνική οικογένεια, ο καθένας ατομικά.
Η πρώτη μεγάλη μάχη ήταν για να μην καταρρεύσουμε, για να εξασφαλίσουμε την αλληλεγγύη των εταίρων μας.
Αν και η μάχη αυτή κερδήθηκε, μπορεί εύκολα να έχουμε επικίνδυνα πισωγυρίσματα εφόσον δεν συνεχίσουμε την προσπάθεια, δεν διασφαλίσουμε την αναγκαία για το μέλλον της χώρας και των Ελλήνων πορεία.
Και αυτό, αφορά πρωτίστως την Κυβέρνηση της επόμενης μέρας.
Δεν είναι για κανέναν μας εύκολο σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, την ώρα του πόνου και της δοκιμασίας, να δούμε με καθαρό τρόπο το συλλογικό μας συμφέρον.
Η εθνική πρόκληση όμως, είναι να αποτελέσει η κρίση ευκαιρία να κινητοποιήσουμε δημιουργικές δυνάμεις. Να δημιουργήσουμε μια διαφορετική Ελλάδα, έστω και εάν ο πόνος της γέννας είναι μεγάλος. Είναι όμως μικρότερος από την συλλογική ικανοποίηση της δημιουργίας.
Για τον λόγο αυτό, όπλα μας δεν μπορεί να είναι παρά η εθνική ενότητα, αλλά και η απόλυτη αυτογνωσία, ειλικρίνεια και νηφαλιότητα για το τι μας έφερε εδώ και το τι έχουμε μπροστά μας.
Και με μια προϋπόθεση: ότι την απάντηση θα την δώσουμε δημοκρατικά, αλλιώς δεν θα υπάρξει.
Η δική μου κυβέρνηση έδωσε τη μάχη σε τρία Μέτωπα.
Αυτά που θα αντιμετωπίσει και η νέα κυβέρνηση.
Το πρώτο μέτωπο, αφορά τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία.
Ήμουν αποφασισμένος να κάνω μια εκστρατεία - και το έκανα, από την Σοσιαλιστική Διεθνή μέχρι και την Wall Street - για αλλαγές σε μια σειρά σημαντικά ζητήματα:
Να χτυπηθεί η φοροδιαφυγή, το αποτέλεσμα της οποίας έβρισκε εκτός των άλλων και φορολογικούς παραδείσους για να τοποθετηθεί, αφού πρώτα είχε κλαπεί από τους λαούς, στερώντας τους πόρους για ανάπτυξη και εμπέδωση του κοινωνικού κράτους. Σε κάθε Συμβούλιο Κορυφής έθετα το ζήτημα, ενώ είχαμε ξεκινήσει συνεργασία με άλλες χώρες, όπως η Ελβετία, για την φορολόγηση καταθέσεων που ξέφευγαν από τον έλεγχο των ελληνικών αρχών.
Να υπάρξει απόλυτη διαφάνεια στα λεγόμενα CDS , τα παράγωγα, μέσα από τα οποία πολλοί μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν σε βάρος χωρών, όπως της Ελλάδας.
Να υπάρξει δημοκρατικός έλεγχος των οίκων αξιολόγησης, που έχουν αποκτήσει τεράστια, ανεξέλεγκτη δύναμη.
Αλλά και να αναγνωριστούν οι προσπάθειες και οι θυσίες του Ελληνικού λαού που επιζητά να αναμορφωθεί η χώρα μας, σπάζοντας τα αρνητικά στερεότυπα για τη Ελλάδα και τους Έλληνες, που κυριαρχούσαν σε άλλες χώρες, σε άλλες κοινωνίες.
Αυτές οι μάχες παραμένουν επίκαιρες και πρέπει να δοθούν από την επόμενη κυβέρνηση.
Το δεύτερο μέτωπο ήταν και είναι οι αλλαγές στην ίδια την δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολύ γρήγορα κατανοήσαμε ότι, όποια μέτρα και να έπαιρνε η Ελλάδα μόνη της, δεν θα ικανοποιούσαν τις αγορές. Και αυτό διότι έβλεπαν την Ελλάδα όχι ως μοναδικό φαινόμενο αλλά ως παράδειγμα για επερχόμενες κρίσεις σε άλλες χώρες.
Ζήτησα άμεσα να υπάρξει ο θεσμός του ευρωομόλογου. Ενός ευρωπαϊκού ταμείου, τράπεζας ή αρχής, απ’ όπου θα δανειζόταν η Ευρώπη συνολικά αντί να δανειζόμαστε χωριστά η κάθε χώρα. Κάτι τέτοιο θα μείωνε το επιτόκιο για κάθε χώρα και το ρίσκο για τον δανειστή. Τότε έμοιαζε ουτοπία. Σήμερα συζητείται σοβαρά.
Ζήτησα αντί της απόφασης για συμμετοχή των τραπεζών στην αντιμετώπιση του χρέους των χωρών τις οποίες δανείζουν, στην περίπτωση που αυτές χρεοκοπήσουν (απόφαση Deauville Μέρκελ/Σαρκοζύ), να καθιερωθεί ένας ένας φόρος επί των τραπεζικών συναλλαγών (φόρος Τόμπιν), που θα αποτελούσε ασφάλιστρο σε ένα ταμείο στήριξης, όπως αυτό που τώρα δημιουργήσαμε (EFSF και ESM). Τότε φαινόταν πρόταση ακραίου σοσιαλισμού, σήμερα έχει υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τεράστια πλειοψηφία, μετά από εισήγηση της ευρωβουλευτού του ΠΑΣΟΚ, Άννυς Ποδηματά και συζητείται σοβαρά πλέον στα εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών.
Στις προτάσεις αυτές προσθέτω την ανάγκη ισχυρότερης ενοποίησης της Ευρώπης.
Δεν νοείται κοινό νόμισμα χωρίς Τραπεζική Ένωση, που θα διαθέτει τρεις λειτουργίες: την εποπτεία της σωστής διαχείρισης των τραπεζών πανευρωπαϊκά, την εγγύηση για κάθε πολίτη – καταθέτη χώρας μέλους του Ευρώ και την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών που βρίσκονται σε δυσκολία (όχι από εθνικό αλλά από ευρωπαϊκό ταμείο).
Δημοσιονομική και οικονομική ένωση, που θα εγγυάται την σωστή εποπτεία των δημοσιονομικών κάθε χώρας -εάν υπήρχε δεν θα είχε φτάσει η Κυβέρνηση Καραμανλή το χρέος και το έλλειμμα εκεί που έφτασε- και την εναρμόνιση σε πανευρωπαϊκό πεδίο πολλών θεμάτων, μεταξύ των οποίων της φορολογίας, της συνταξιοδότησης, των εργασιακών σχέσεων.
Κοινωνική Ένωση, δηλαδή ανάληψη βασικών λειτουργιών κοινωνικής προστασίας από την ίδια την ΕΕ, ξεκινώντας από το μείζον πρόβλημα της ανεργίας.
Αυτή η νέα μεταφορά κυριαρχικών δικαιωμάτων στις Βρυξέλλες, αποτελεί και μια δημοκρατική πρόκληση. Προϋποθέτει την δημοκρατική εμβάθυνση της Ένωσης τώρα.
Ενδεικτικές προς την κατεύθυνση αυτή, είναι οι προτάσεις μας για τις οποίες έχουμε αγωνιστεί, όπως η εκλογή Προέδρου της Επιτροπής από τους πολίτες της ΕΕ, τα πανευρωπαϊκά δημοψηφίσματα, η δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών από τους πολίτες, που ήδη προβλέπεται στην Συνθήκη της Λισαβώνας. Παράλληλα, θα πρέπει να διεκδικήσουμε και την κοινή άμυνα της Ευρώπης, θέμα το οποίο έχει θέσει η Ελλάδα εδώ και χρόνια.
Επειδή αυτές οι αλλαγές είναι κοσμογονικές και υπάρχουν πολλές αντιστάσεις -ιδιαίτερα ο εθνικισμός και ο ρατσισμός που εξαπλώνονται στην Ευρώπη αποτελούν βασικό εμπόδιο για την προώθησή τους- αυτό που θα διευκολύνει μια πιο ήπια αλλαγή, θα είναι η Ευρώπη να αγκαλιάσει ένα μεγάλο αναπτυξιακό πρόγραμμα, αξιοποιώντας τα λεγόμενα project Eurobonds (ευρωομόλογα για μεγάλα έργα) και με την βοήθεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να επενδύσει στην Ευρώπη του αύριο δημιουργώντας δουλειές και ανταγωνιστική οικονομία.
Η στόχευση πρέπει να είναι οι μεγάλοι συγκοινωνιακοί άξονες, τα δίκτυα πράσινης ενέργειας, τα ευρυζωνικά δίκτυα πληροφορικής καθώς και η επένδυση στην πράσινη οικονομία μέσα από την καινοτομία και την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού. Έτσι θα μπορούμε να ανταγωνιστούμε με όρους ποιότητας και όχι ανισότητας τις αναδυόμενες και δυναμικές οικονομίες του κόσμου.
Παρότι όλα αυτά φαίνονται μακρινά, το ΕΥΡΩ ως αρχιτεκτονική ή θα συμβάλλει στην περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης ή θα γίνει η αφορμή της διάλυσης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε αυτά τα διλλήματα οι σοσιαλιστικές και προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, έχουν ήδη αποδειχθεί πολύ πιο τολμηρές και ριζοσπαστικές.
Για αυτό και η δικιά μας ελληνική σοσιαλιστική φωνή είναι αυτές τις ώρες κρίσιμη.
Χρειάστηκε να παλέψουμε σε όλα τα μέτωπα, απέναντι σε έναν αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, απέναντι σε ένα μέτωπο συντηρητικών κυβερνήσεων για τις οποίες η αξία της αλληλεγγύης δεν έχει την ίδια θέση που έχει για τις σοσιαλδημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις.
Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την καχυποψία, συχνά τη διάθεση τιμωρίας και όχι συμπαράστασης, με συμπεριφορές απαξιωτικές έως και ρατσιστικές, με διαθέσεις επιθετικές που είχαν ως αφετηρία την αναξιοπιστία της χώρας μας.
Παρά τη χωρίς προηγούμενο στήριξη που τελικά πετύχαμε, αν ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ευρώπη ήταν διαφορετικός, αν οι εταίροι μας είχαν εξαρχής καταλάβει ότι η κρίση αποτελούσε αμφισβήτηση του ίδιου του Ευρώ και όχι απλώς μια κρίση περιχαρακωμένη στα εθνικά σύνορα της Ελλάδας, αν είχαν αποδεχτεί τις προστάσεις μας (όπως την έκδοση Ευρωομολόγων, τον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, τον φόρο στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα), θα μπορούσε η αντιμετώπιση του προβλήματος να είναι πιο άμεση, πιο γρήγορη, πιο αποτελεσματική και κυρίως κοινωνικά λιγότερo επώδυνη. Αλλά στο δύσκολο αυτό τοπίο, πετύχαμε το μείζον, να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, να μείνουμε όρθιοι, έστω λαβωμένοι.
Γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι ο πολίτης που ζει μια μεγάλη καθημερινή δοκιμασία να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της τραγωδίας που αποφεύχθηκε, το πόσο χειρότερα θα ήταν τα πράγματα για τον ίδιο αν δεν είχαμε πετύχει αυτού του μεγέθους διεθνή στήριξη.
Και είναι λογικό να υπάρχει σύγχυση, ειδικά από τη στιγμή που πολιτικές δυνάμεις δημαγωγούν συστηματικά, προσπαθώντας να πείσουν ότι αυτά που ζούμε τώρα είναι τα ίδια ή και χειρότερα από μια πραγματική χρεοκοπία της χώρας. Τεράστιο και ασυγχώρητο ψεύδος.
Ναι, είναι αλήθεια ότι τα χωρίς παγκόσμιο προηγούμενο πακέτα διάσωσης για τη χώρα μας, τα δάνεια ύψους 240 δις ευρώ και η διαγραφή πάνω από 100 δις ευρώ από το χρέος μας, δεν κάνουν ξαφνικά την καθημερινότητα του Έλληνα εύκολη. Αλλά η αλήθεια είναι επίσης ότι χωρίς αυτά, η καθημερινή ζωή της μέσης οικογένειας θα ήταν τρισχειρότερη, πραγματικός όλεθρος. Αν σήμερα υποφέρουμε από την πρωτοφανή αύξηση της ύφεσης και της ανεργίας, χωρίς τα δανεικά που εξασφαλίσαμε, η ύφεση και η ανεργία θα ήταν ασύγκριτα χειρότερες και βίαιες. Όποιος αποκρύπτει αυτή την αλήθεια προσφέρει πολύ κακές υπηρεσίες στη χώρα.
Όχι, το μνημόνιο δεν ήταν και δεν είναι πανάκεια.
Ήταν μια σωτήρια λύση ανάγκης ένα βήμα πριν το γκρεμό.
Το μνημόνιο είναι οι δεσμεύσεις της χώρας έναντι των εταίρων μας για τη χρηματοδότηση που μας παρέχουν.
Είναι οι πολλές αλλαγές που είτε θα έπρεπε ούτως ή άλλως να έχουμε ήδη κάνει μόνοι μας γιατί αυτό είναι το συμφέρον μας, είτε επώδυνες αλλαγές που πρέπει να αναγκαστικά να κάνουμε γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Είναι και η δέσμευσή μας να καταβάλλουμε μια πολύ δύσκολη προσπάθεια να μειώσουμε σταδιακά το πρωτογενές έλλειμμα της χώρας από τα 24 δισ. ευρώ που άφησε πίσω της η ΝΔ το 2009.
Με τη συμφωνία των εταίρων, να μας δανείζουν εκείνοι για το έλλειμμά μας μέχρι να καταφέρουμε να το μηδενίσουμε.
Γιατί η μόνη εναλλακτική επιλογή, δηλαδή χωρίς μνημόνιο και τις δανειακές συμβάσεις που πετύχαμε, θα ήταν πολύ απλά να μηδενίσουμε το έλλειμμα από τη μία στιγμή στην άλλη. Να κοπούν και τα 24 δισ. του πρωτογενούς ελλείμματος με τη μία.
Με αποτέλεσμα, την απόλυτη κοινωνική καταστροφή που θα επακολουθούσε, πολλαπλάσια ύφεση και ανεργία.
Θα μπορούσε το μνημόνιο να είναι καλύτερο; Ασφαλώς.
Αν υπήρχε άλλος συσχετισμός δυνάμεων στην Ευρώπη.
Και αν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας συνέδραμαν σε πνεύμα εθνικής συνεργασίας για να πετύχουμε ένα καλύτερο διαπραγματευτικό αποτέλεσμα αλλά και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που η Βουλή ψήφισε για το καλό της χώρας, αντί να πετροβολούν εκ του ασφαλούς και από την εξέδρα των θεατών αυτούς που προσπαθούσαν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Εξάλλου, η Ευρώπη είναι ένα πεδίο διαρκούς διαπραγμάτευσης. Τα βήματα γίνονται. Αλλά κτίζονται με κόπο, αξιοπιστία και συνέπεια.
Και όπως έδειξε και η δική μας περίπτωση, συνεχείς ήταν οι αλλαγές στην αρχική συμφωνία μετά το Μάιο του 2010.
Την άνοιξη του 2011 πετύχαμε την επιμήκυνση και την μείωση του επιτοκίου του αρχικού δανείου.
Τον Ιούλιο του 2011, πετύχαμε την πρώτη συμφωνία για οργανωμένη και συναινετική μείωση του χρέους της χώρας.
Τον Οκτώβριο πετύχαμε σχεδόν το διπλασιασμό του ύψους της βοήθειας, ακόμα καλύτερους όρους και επιτόκια καθώς και τη διαγραφή ενός πολύ μεγάλου μέρους του χρέους μας.
Ιστορικές αποφάσεις για το τρίτο μέτωπο της μάχης, που αφορά την ίδια την Ελλάδα.
Με την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών, ο δρόμος μας δεν έγινε ρόδινος, αλλά η πορεία μας προς την έξοδο από την κρίση έγινε πιο ασφαλής, πιο σίγουρη. Χρειάζεται ακόμα μεγάλη, δύσκολη προσπάθεια. Επειδή οι εξελίξεις στην Ευρώπη και την διεθνή οικονομία δεν είναι καθόλου προκαθορισμένες.
Για αυτό η πρώτη και μεγάλη μας μάχη είναι αυτή για την Ελλάδα. Με ενότητα, με παρησία, με αίσθημα ευθύνης και ειλικρίνειας. Χρειάζεται τόλμη και μεγάλες αλλαγές για να απαλλαγούμε από τα φαινόμενα που μας έκαναν να είμαστε ο ασθενής κρίκος της αλυσίδας του Ευρώ.
Να σταθούμε στις δικές μας δυνάμεις. Με μεγαλύτερη αυτοδυναμία. Χωρίς εξαρτήσεις.
Αυτός είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για να προστατέψουμε τα κεκτημένα της προόδου μας τις προηγούμενες δεκαετίες, τη συμμετοχή μας στην κοινότητα των προηγμένων χωρών, τη συμμετοχή μας στην κοινότητα ενός από τα πιο ισχυρά νομίσματα του κόσμου.
Αυτό είναι το μέγεθος της εθνικής πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε από την πρώτη στιγμή. Αξιοποιώντας την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητα του λόγου μας έναντι των εταίρων μας, για να βελτιώνουμε βήμα-βήμα και με διαπραγμάτευση τις αρχικές συμφωνίες, ακριβώς όπως κάναμε μέχρι τώρα.
Αυτός δεν μπορεί παρά να είναι και ο στόχος της κυβέρνησης που πρέπει να προκύψει από τις επόμενες εκλογές: μια κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας, μια κυβέρνηση εθνικής συνευθύνης, για τη συνέχιση πρωτίστως της προσπάθειας για τις μεγάλες αλλαγές που αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος, με παράλληλη προσπάθεια να βελτιωθούν για άλλη μια φορά οι όροι της συμφωνίας με τους εταίρους μας μέσα από διάλογο, αξιοποιώντας και τη μερική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη, μετά και την εκλογή Ολάντ - χωρίς να περιμένουμε σωτήρες ή θαύματα.
Αυτή είναι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ.
Είναι η μόνη πατριωτική, προοδευτική, ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα και τολμηρή πρόταση.
Δυστυχώς όμως, από την έναρξη της εκδήλωσης αυτής της κρίσης, οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας απέτυχαν να σταθούν στο ύψος αυτής της μοναδικής ιστορικής πρόκλησης αλλά και εθνικής ευθύνης που αναλογεί σε μια τέτοια πρωτοφανή περίσταση.
Το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε τις δικές του ευθύνες, αλλά και τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος συνολικά, αναγνωρίζοντας έμπρακτα και όχι στα λόγια, τα λάθη του παρελθόντος.
Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, σχεδόν στο σύνολό τους, συνέχισαν να πολιτεύονται με όλες τις παθογένειες που μας έφεραν στην κρίση και πληρώσαμε πανάκριβα.
Είναι η ώρα να κοιτάξουμε μπροστά, αλλά οι ευθύνες και των άλλων πολιτικών δυνάμεων κρίνονται στις εκλογές αυτές.
Οι ευθύνες του κ. Σαμαρά είναι τεράστιες, ιστορικών διαστάσεων.
Αρνήθηκε και αρνείται μέχρι και σήμερα την αναγνώριση και ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης αναλογεί στη ΝΔ, για το ότι φτάσαμε στην κρίση.
Ετέθη ο ίδιος επικεφαλής του λεγόμενου «αντιμνημονιακού μετώπου», μιας ετερόκλητης και καιροσκοπικής συμμαχίας πολιτικών δυνάμεων που προσπάθησαν να πείσουν ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το μνημόνιο.
Λειτούργησε σε μια άτυπη συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ και με σχεδόν πλήρη ταύτιση απόψεων και επιχειρηματολογίας στα περισσότερα θέματα, εκτρέφοντας το τέρας του διχασμού, της συνωμοσιολογίας και της δημαγωγίας, που τελικά έπληξε καίρια τον ίδιο και την παράταξή του, όταν η ιστορία τον υποχρέωσε εξ ανάγκης στα τέλη του 2011 να κάνει στροφή 180 μοιρών και να στηρίξει τα όσα κατήγγειλε μέχρι τότε. Αυτό ήταν το τίμημα της δημαγωγίας του.
Εξάλλου, ο κ. Σαμαράς ευθύνεται και για τη διενέργεια των εκλογών αυτή την τελείως άκαιρη χρονική στιγμή, με σχεδόν μηδενική ρευστότητα στην οικονομία και με ένα τραπεζικό σύστημα μετέωρο πριν καν ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίησή του, πριν καν εισπράξουμε τη δόση που θα επέτρεπε στο κράτος να αποπληρώσει τις υπέρογκες συσσωρευμένες υποχρεώσεις του, δίνοντας το φιλί της ζωής σε χιλιάδες επιχειρήσεις που παραπαίουν.
Τα φαινόμενα που ζούμε τώρα, όπως η τραγική έλλειψη φαρμάκων και η ενεργειακή κρίση, είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της βιασύνης και απρονοησίας να κάνουμε εκλογές χωρίς να σταθεροποιηθεί η κατάσταση της οικονομίας μας. Είναι φαινόμενα ενδεικτικά και των μεγάλων κινδύνων που ελλοχεύουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί παρά άλλη μια καμουφλαρισμένη εκδοχή των νοσηρών φαινομένων καιροσκοπισμού και δημαγωγίας που ζήσαμε κατά κόρον τα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Δεν θέλει το μνημόνιο, αλλά θέλει τα λεφτά του μνημονίου, γιατί γνωρίζει ότι χωρίς αυτά η χώρα μας κινδυνεύει.
Δεν θέλει το μνημόνιο, αλλά θέλει τη μείωση του χρέους του μνημονίου -και μάλιστα μεγαλύτερη.
Διατείνεται ότι μπορούμε να «εκβιάσουμε» τους εταίρους μας διότι είμαστε πια κοντά σε πρωτογενές πλεόνασμα και δεν έχουμε πια τόσο μεγάλη ανάγκη τα χρήματά τους.
Μόνο που είμαστε πια κοντά σε πρωτογενές πλεόνασμα χάρη στην πολιτική που ασκήθηκε μέχρι τώρα την οποία καταγγέλει και θέλει να ακυρώσει.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου σοβαρό. Είναι άραγε φορέας αλλαγής μια δύναμη που εναντιώθηκε και εναντιώνεται σε κάθε προσπάθεια διαρθρωτικής αλλαγής, μεταρρύθμισης του κράτους, των θεσμών και της οικονομίας προκειμένου να γίνουμε κοινωνία ευνομίας και να αποκτήσουμε αυτοδύναμη παραγωγική οικονομία; Παντού ακραία άρνηση -ακόμα και με την υπόθαλψη βίαιων συμπεριφορών- και λυσσαλέα υπεράσπιση της στασιμότητας και της υφιστάμενης κατάστασης.
Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι πράξη καταδίκης των στρεβλών φαινομένων που χαρακτήρισαν την μεταπολιτευτική περίοδο. Το αντίθετο.
Μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν, οι αντιλήψεις είναι κατά βάθος οι ίδιες.
Κατανοώ πλήρως τον πόνο αλλά και την οργή των πολιτών. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να νιώθουν θυμό οι πολίτες που πλήρωναν κανονικά του φόρους τους, που σεβόντουσαν τους νόμους και τους κανόνες, που δεν συμμετείχαν στις αδιαφανείς συναλλαγές των διαφόρων συντεχνιών με το κράτος.
Θα ήθελα να είχαμε το χρόνο που χρειάζεται, και χρειάζεται τουλάχιστον μία τετραετία, για να διορθώσουμε αυτά που εξοργίζουν τους νομοταγείς πολίτες εδώ και δεκαετίες με βαθύτατες αλλαγές που ξεκινήσαμε. Δεν τον είχαμε.
Την ίδια ώρα έπρεπε να αποφασίσουμε άμεσα πώς θα αποφύγουμε την κατάρρευση της χώρας.
Αδικήσαμε πολύ κόσμο, αλλά την αποφύγαμε. Αναγκαστήκαμε να δώσουμε μάχες με πυρομαχικά που είχαμε και αντλούσαμε από ένα σύστημα άδικο. Αλλά αποφύγαμε την κατάρρευση. Και τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τις αλλαγές και να κατακτήσουμε μια κοινωνία δικαιοσύνης και προστασίας του αδυνάμου. Να αντιμετωπίσουμε τις αδικίες.
Αν είχαμε καταρρεύσει, δεν θα μπορούσαμε να διορθώσουμε τίποτα. Αν καταρρεύσουμε δεν θα μπορέσουμε να διορθώσουμε τίποτα.
Είναι φυσιολογικό και υγιές σήμερα οι νομοταγείς πολίτες να θέλουν να καταδικάσουν τα στρεβλά φαινόμενα της Μεταπολίτευσης, να έχουν διάθεση τιμωρίας.
Αλλά θέλω να τους πω με κάθε ειλικρίνεια ότι, πρέπει να σταθμίσουν με μεγάλη προσοχή τις επιλογές τους αν θέλουν αυτό που θα ψηφίσουν να αποτελεί πραγματική καταδίκη του στρεβλών φαινομένων του παρελθόντος και όχι μια κατ’ επίφαση καταδίκη που πίσω της κρύβει την προσπάθεια διαιώνισης των παθογενειών αυτών.
Γιατί τότε, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να νομίζουν καλοπροαίρετα ότι τιμωρούν κάποιους και στην πραγματικότητα να τιμωρούν τον ίδιο τους τον εαυτό, την προοπτική της χώρας και των παιδιών τους.
Ναι, παρά τα συναισθήματα των στιγμών αυτών, η αλήθεια είναι ότι το ΠΑΣΟΚ –η παράταξη που όσο καμία άλλη έφερε πρόοδο και μεγάλες αλλαγές στη χώρα αλλά και που βαρύνεται και αυτή με τα λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος- είναι η πολιτική δύναμη που όσο καμία άλλη εγγυάται την υπέρβαση των σφαλμάτων που κάναμε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το ΠΑΣΟΚ έδειξε έμπρακτα ότι αντιλαμβάνεται τα λάθη που έκανε το ίδιο και κάναμε ως χώρα και παλεύει σήμερα για τις μεγάλες αλλαγές.
Το ΠΑΣΟΚ σπάζοντας την παράδοση ανευθυνότητας του πολιτικού συστήματος, δεν δίστασε να αναλάβει τις πατριωτικές ευθύνες του σε μια δύσκολη στιγμή για τη χώρα, βάζοντας το εθνικό συμφέρον πάνω από το μικροκομματικό και το ατομικό συμφέρον των στελεχών του.
Το ΠΑΣΟΚ έδειξε ότι είναι δύναμη ευθύνης και αλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του ίδιου του εαυτού του.
Το ΠΑΣΟΚ είναι η μόνη δύναμη που προτείνει μια φιλόδοξη και ρεαλιστική πολιτική ατζέντα στις εκλογές αυτές, με την αξιοποίηση των συμμαχιών που μπορεί καλύτερα από κάθε άλλη δύναμη να ενεργοποιήσει σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Το ΠΑΣΟΚ είναι η δύναμη της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της Κεντροαριστεράς στη χώρα μας, δηλαδή ό,τι καλύτερο διαθέτει η Ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση και έχει συμβάλλει στην πρόοδο, στα δικαιώματα, στην αρμονική συνύπαρξη και στην ευημερία των λαών της Ευρώπης.
Και για το λόγο αυτό, όσα προβλήματα και αν αντιμετωπίζει σήμερα η παράταξή μας, καθώς ανέλαβε δυσανάλογο βάρος σε μια δραματική στιγμή για τη χώρα, κόντρα στη δημαγωγική στάση των άλλων δυνάμεων, είναι βέβαιο ότι θα παραμείνει ζωντανή και θα αναγεννηθεί. Θα κάνουμε όλοι το παν για αυτό.
Φίλες και φίλοι,
Η έξοδος από την κρίση και η αλλαγή της χώρας είναι πλέον δύο έννοιες αλληλένδετες. Η χώρα μας δεν πρόκειται να βγει οριστικά και αμετάκλητα από την κρίση, αν δεν αλλάξει ριζικά.
Το δίλημμα με το οποίο εξακολουθούμε να βρισκόμαστε όλοι οι Έλληνες αντιμέτωποι, είναι αν θα συνεχίσουμε στο δύσκολο δρόμο της αλλαγής, που ξεκινήσαμε πριν 2,5 περίπου χρόνια ή αν θα εγκαταλείψουμε τη χώρα στην καταστροφή.
Θα ακολουθήσουμε πολιτικές προόδου ή πολιτικές οπισθοδρόμησης; Πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση μέχρι το 2009 ή πολιτικές που μας βγάζουν από την κρίση και ξεκινήσαμε την τελευταία διετία;
Η δική μας απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη: Πρέπει να συνεχίσουμε για τη μεγάλη ανατροπή, την απαλλαγή από τα κακώς κείμενα που μας οδήγησαν μέχρι εδώ, την πραγματική αλλαγή.
Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τη ρίζα των προβλημάτων και όχι μόνο τα συμπτώματα.
Και μπορούμε πολύ καλύτερα να τα αντιμετωπίσουμε αξιοποιώντας το πλαίσιο του μνημονίου και του Ευρώ παρά χωρίς την βοήθεια ή την προστασία του Ευρώ.
Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας, η αριστεροδεξιά συντήρηση, δεν θέλει να καταλάβει όσα έγιναν, δεν θέλει ή και δεν αντιλαμβάνεται καν τι πρέπει να αλλάξει στη χώρα.
Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι δεν γίνεται να υπάρξει επιστροφή στο κρατικοδίαιτο μοντέλο ανάπτυξης και στο πελατειακό κράτος. Κάτι τέτοιο θα μας κρατούσε εξαρτημένους για πάντα.
Οσοι αυτό οραματίζονται, επιδιώκουν τη διατήρηση του παρασιτισμού για το δικό τους συμφέρον, ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και πρέπει να πάρουν ηχηρή απάντηση.
Δυστυχώς για τις προοδευτικές φωνές στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, οι επικεφαλής των κομμάτων τους είναι οι δύο όψεις του ίδιου, συντηρητικού, νομίσματος. Θεωρούν ότι το πρόβλημα της χώρας δεν ήταν η κατάντια του 2009 αλλά το Μνημόνιο του 2010.
Η αλήθεια είναι μία: Όσο ευνοϊκό κι αν γίνει το ευρωπαϊκό περιβάλλον με το σπάσιμο της συντηρητικής επικυριαρχίας, όσες βελτιώσεις κι αν πετύχουμε με σκληρή διαπραγμάτευση στη διανειακή σύμβαση, τίποτα δεν πρόκειται να μας απαλλάξει από το εθνικό μας καθήκον να αλλάξουμε ριζικά την πατρίδα μας.
Σε αντίθεση με την αριστεροδεξιά συντήρηση, η προοδευτική παράταξη, εκφράζει όλους εκείνους που έχουν αντιληφθεί ότι μπορεί η Ελλάδα να κρατήθηκε όρθια, αλλά ο κίνδυνος δεν θα περάσει αν δεν αλλάξουμε ριζικά την Ελλάδα.
Η προοδευτική παράταξη παραμένει ο εκφραστής ενός κοινωνικού μετώπου αλλαγής. Βρίσκεται σε σύγκρουση με κάθε αντίληψη και πρακτική που κρατάει την Ελλάδα πίσω.
Γιατί γνωρίζουμε ότι κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν θα έχει μόνιμο χαρακτήρα χωρίς τολμηρές θεσμικές αλλαγές στη λειτουργία του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Χωρίς αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Ναι, η μάχη της προόδου με την συντήρηση στη χώρα μας πρόκειται να κορυφωθεί.
Ανεξάρτητα από το πώς θα μπορέσουμε να επιφέρουμε βελτιώσεις στο περιεχόμενο του Μνημονίου, πιστεύω ακράδαντα ότι η πορεία της χώρας προς την αναγέννηση ή την καταστροφή, θα κριθεί από τη σύγκρουση των δυνάμεων της προόδου και των κατεστημένων δυνάμεων της συντήρησης.
Φίλες και φίλοι,
Τίποτα δεν στερεί τη θέληση και τη λογική από το μυαλό του ανθρώπου, όσο ο φόβος. Γιατί ο φόβος που γεννά την ανασφάλεια, φέρνει την απογοήτευση, φέρνει την παραίτηση και, τελικά, την απάθεια της κοινωνίας και την οριστική, συλλογική κατάρρευση.
Επί δύο χρόνια, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πολιτεύτηκε απέναντι σε μυριάδες κήρυκες της καταστροφής, της ήττας και της παραίτησης. Εκείνους που έλεγαν μέσα και έξω από τη χώρα, ότι δεν υπάρχει ελπίδα.
Ελπίδα υπάρχει και είναι οι δυνατότητες αυτού του τόπου. Πρέπει να σπάσουμε την κατήφεια πιστεύοντας στις δικές μας δυνάμεις και όχι σε νέους σωτήρες.
Να πιστέψουμε στον δικό μας πλούτο που είναι οι άνθρωποι του τόπου μας, είναι ο φυσικός του πλούτος, η ιστορική κληρονομιά αιώνων που αποτυπώνεται σε κάθε σπιθαμή ελληνικής γης.
Όπως διαψεύσαμε, κάθε μέρα επί δύο χρόνια, όλους εκείνους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό που καταστροφολογούσαν εις βάρος της πατρίδας μας, έτσι μπορούμε να οικοδομήσουμε και την νέα Ελλάδα της Δημιουργίας, βάζοντας οριστικά ταφόπλακα στην κρίση.
Το ΠΑΣΟΚ, η δημοκρατική προοδευτική παράταξη, μπορεί να εγγυηθεί αυτήν την πορεία.
Καλό μας αγώνα.
http://www.papandreou.gr/