Ο άναδρος τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο το 1940
ΠΗΓΗ : ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ - Λεωνίδας Σ. Μπλαβέρης
Συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από τη στιγμή του άνανδρου τορπιλισμού του εύδρομου του Ελληνικού Στόλου «Έλλη» στην Τήνο, όπου βρισκόταν εκεί εκπροσωπώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις στη γιορτή της Προστάτιδός τους, της Μεγαλόχαρης.
Ο τορπιλισμός και η βύθιση του ελαφρού καταδρομικού («εύδρομου) «Έλλη», την Πέμπτη 15/8/1940, ανήμερα του εορτασμού της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο λιμάνι της Τήνου, συντάραξε το σύνολο του Ελληνισμού, γιατί επλήγη πρωτίστως βάναυσα το ισχυρότατο θρησκευτικό συναίσθημά του και ακολούθως, γιατί ήταν μία καθαρά πολεμική ενέργεια στη διάρκεια της ειρήνης
Όμως το περιστατικό αυτό λειτούργησε ως «θρυαλλίδα» που πυροδότησε και χαλύβδωσε το φρόνημα του ελληνικού λαού μερικούς μήνες αργότερα και δημιούργησε το έπος της Αλβανίας και των Οχυρών.
Η εγκληματική ενέργεια των Ιταλών φασιστών κατά του «Έλλη» ήταν βέβαια η πιο σοβαρή, καθώς είχε και ανθρώπινα θύματα, δεν ήταν όμως ούτε η πρώτη ούτε και η μόνη από ιταλικής πλευράς.
Στις 12/7/1940 είχε προηγηθεί η αεροπορική επίθεση κατά του βοηθητικού πλοίου του Στόλου «Ωρίων», κοντά στο φάρο της Γαμβούσας, και του αντιτορπιλικού «Ύδρα», που βρισκόταν κοντά του και αμέσως έσπευσε σε βοήθειά του.
Στις 16/7/1940, στο λιμάνι της Ιτέας, βομβαρδίστηκαν τέσσερα ελληνικά υποβρύχια που ναυλοχούσαν σε αυτό.
Στις 30/7/1940, στο λιμάνι της Ναυπάκτου βομβαρδίστηκαν, επίσης ανεπιτυχώς τα πιο σύγχρονα (τότε) αντιτορπιλικά του Ελληνικού Στόλου, τα «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», και άλλα δύο ελληνικά υποβρύχια.
Την ίδια εποχή, ο ελεγχόμενος πλήρως από τον Μουσολίνι και το φασιστικό κόμμα ιταλικός τύπος, κατηγορούσε την Ελλάδα ότι δεν τηρούσε αυστηρή ουδετερότητα, όπως υποστήριζε η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, αλλά παρείχε διευκολύνσεις και βάσεις στη Μεγάλη Βρετανία.
Η τελευταία, ως γνωστόν, βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία στη λιβυκή έρημο. Αυτές όμως τις κατηγορίες διαψεύδει κατηγορηματικά, ως ψευδείς, ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους».
Την ίδια εποχή στα Δωδεκάνησα, που κατέχονταν από την Ιταλία, έδρευε ως ανώτατος διοικητής τους στη Ρόδο, ο Ντε Βέκι, εξαιρετικά γνωστό και σκληροπυρηνικό στέλεχος του φασιστικού κόμματος. Όπως αποκαλύφτηκε και αποδείχτηκε μεταπολεμικά, αυτός είχε διατάξει τον κυβερνήτη του ιταλικού υποβρυχίου «Delphino», υποπλοίαρχο Τζ. Αϊκάρντι, να βυθίσει όποιο πλοίο βρισκόταν τη συγκεκριμένη μέρα στο λιμάνι της Τήνου.
Και αυτός εκτέλεσε τη διαταγή του, ευτυχώς με μερική επιτυχία, καθώς, εκτός του «Έλλη», εκτόξευσε τορπίλες και προσπάθησε να βυθίσει και τα επιβατικά ατμόπλοια «Έσπερος», «Έλση» και «Σοφία», που μετέφεραν προσκυνητές της Παναγίας από τον Πειραιά.
Στις 9/8/1940, με σήμα του τότε υφυπουργού Ναυτικών υποστράτηγου ε.α. Ιπποκράτους Παπαβασιλείου στον κυβερνήτη του «Έλλη» εδίδετο η εντολή να πλεύσει το διήμερο 14-15/8 στο λιμάνι της Τήνου για την απόδοση τιμών, εκπροσωπώντας το (τότε) Βασιλικό Ναυτικό και γενικότερα την ελληνική πολιτεία, στη μεγάλη θρησκευτική γιορτή της Μεγαλόχαρης.
Θυμίζουμε ότι η συμμετοχή του ΠΝ στην τελετή αυτή είχε καθιερωθεί με το Βασιλικό Διάταγμα της 1/12/1936 της κυβερνήσεως Μεταξά.
Μετά από ολονύκτιο πλου, το «Έλλη» κατέπλευσε στην Τήνο ανήμερα της γιορτής, στις 06.25′ το πρωί, και αγκυροβόλησε 550 μέτρα από το δυτικό λιμενοβραχίονα, αφού, λόγω του στενού και αβαθούς λιμανιού της, τα πολεμικά «έδεναν» έξω από τον κυματοθραύστη.
Ακολούθως, ο κυβερνήτης του πολεμικού, πλοίαρχος Χατζόπουλος, διέταξε να ληφθούν όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας (όλα τα στεγανά κλειστά, ο ένας λέβητας να διαθέτει πλήρη πίεση και ετοιμότητα απόπλου, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα επανδρωμένα, εξοπλισμένα και σε πλήρη ετοιμότητα και όλες οι βάρδιες σε αυστηρή ετοιμότητα).
Εκτός του προσωπικού που είχε υπηρεσία και αυτών που θα συμμετείχαν στο άγημα, όλο το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμόταν.
Στις 07.00’ ακούστηκε ο θόρυβος από τον κινητήρα μιας αερακάτου (=υδροπλάνου), άγνωστης προέλευσης, που πετούσε σε ύψος περίπου 1.200 μέτρων.
Οι δύο ομοχειρίες των αντιαεροπορικών, με επικεφαλής τους υπαξιωματικούς πυροβολητές Σιγάλα και Κατσαΐτη, έλαβαν εντολή να το παρακολουθούν άγρυπνα.
Αυτό, αφού διέγραψε δύο κύκλους πάνω από το λιμάνι και πέρασε πάνω από το «Έλλη», απομακρύνθηκε με νοτιοανατολική διεύθυνση.
Η αεράκατος εκτελούσε αναγνωριστική αποστολή και μετέδωσε με τον ασύρματό της όλες τις πληροφορίες στο ενεδρεύον ιταλικό υποβρύχιο.
Στις 08.00’, ο σαλπιγκτής του πλοίου σάλπισε για την έπαρση της Ελληνικής Σημαίας.
Το «Έλλη» ήδη έφερε μεγάλο σημαιοστολισμό και το αποτελούμενο από 40 άνδρες ναυτικό άγημά του ετοιμαζόταν να διαπεραιωθεί στην ακτή, ως τιμητική συνοδεία της εικόνος της Μεγαλόχαρης. Στις 08.25′, ο επικεφαλής της μιας ομοχειρίας των αντιαεροπορικών υπαξιωματικός Κατσαΐτης, διέκρινε περισκόπιο αγνώστου υποβρυχίου σε απόσταση περίπου ενός τετάρτου του μιλίου (=περίπου 450 μέτρα) στα δεξιά του πλοίου, ως προς τον διαμήκη άξονά του, ενώ ταυτόχρονα διέκρινε και το ίχνος μιας τορπίλης, που είχε εκτοξευτεί και κατευθυνόταν προς το «Έλλη». Αμέσως άρχισε να φωνάζει για τον επερχόμενο κίνδυνο, σημαίνοντας συναγερμό, οι κραυγές του όμως «πνίγηκαν» από τον εκκωφαντικό ήχο της έκρηξης της τορπίλης στα ύφαλα του ελληνικού πολεμικού.
Για μερικά λεπτά ακολούθησε πανικός, καθώς κανένας δεν ήξερε τι συμβαίνει και ο κυβερνήτης είχε ξαπλώσει για λίγο στην καμπίνα του.
Η κατάσταση στο εσωτερικό του πλοίου ήταν τραγική. Ερμάρια και κρεβάτια είχαν πέσει στο έδαφος, ατμός είχε απελευθερωθεί από σπασμένους σωλήνες, τα φώτα είχαν σβήσει και νερό έμπαινε από παντού.
Η τορπίλη είχε πλήξει καίρια το «Έλλη» μεταξύ των δύο καπνοδόχων του, προκαλώντας κάθετο ρήγμα δέκα εκατοστών στη δεξιά πλευρά του, με αποτέλεσμα το πλοίο πολύ γρήγορα να πάρει κλίση 10-15 μοιρών.
Τότε σημειώθηκε και η έκρηξη του λέβητος που βρισκόταν σε ενέργεια, με αποτέλεσμα να ανατιναχθεί το άνωθεν αυτού κατάστρωμα του πλοίου και να καταπέσει ο πρωραίος (=εμπρόσθιος) ιστός του.
Ο κυβερνήτης πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης.
Μόνη λύση για τη διάσωση του «Έλλη» ήταν η προσπάθεια ρυμούλκισής του από τα επιβατικά που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι, ώστε στη συνέχεια να «επικαθίσει» στα αβαθή.
Για το σκοπό αυτό στέλνει τον οικονομικό αξιωματικό του πλοίου ανθυποπλοίαρχο Κυριαζόπουλο να συνεννοηθεί με τους κυβερνήτες των τριών επιβατικών, ενώ διατάσσει να αποκοπεί (ή να «αποκρικωθεί» κατά τη ναυτική ορολογία) η αλυσίδα της άγκυρας για να διευκολυνθεί η ρυμούλκηση, χωρίς όμως επιτυχία.
Δέκα λεπτά μετά την πρώτη έκρηξη, δύο ακόμα εκρήξεις ακούστηκαν και ισάριθμες στήλες νερού υψώθηκαν από τον λιμενοβραχίονα.
Επρόκειτο για δύο ακόμα τορπίλες που είχαν ριφθεί από το άγνωστο υποβρύχιο κατά των τριών επιβατικών που βρίσκονταν στο εσωτερικό του λιμανιού.
Από τα πλοία αυτά το μόνο που ήταν άμεσα διαθέσιμο προς απόπλου και ρυμούλκηση του «Έλλη» ήταν το «Έσπερος», ο κυβερνήτης του οποίου πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, Γεράσιμος Φωκάς ανταποκρίθηκε ολόψυχα και αμέσως.
Στο μεταξύ, ο κυβερνήτης του «Έλλη» βγάζει στην ξηρά έναν ετοιμοθάνατο και τους 29 (κατ’ άλλους 31) τραυματίες, ενώ με την πρώτη καταμέτρηση, υπάρχουν και άλλοι τέσσερις ναυτικοί μέλη του πληρώματος ως «εξαφανισθέντες».
Η κατάσταση συνεχώς χειροτερεύει καθώς διαδοχικές προσπάθειες ρυμούλκησής του δεν επιτυγχάνουν.
Τότε ο ατυχής κυβερνήτης διατάσσει την εγκατάλειψη πλοίου, επί του οποίου παραμένει ο ίδιος και άλλοι οκτώ αξιωματικοί του οικειοθελώς.
Ο πλοίαρχος Χατζόπουλος διατάσσει τότε να επιβιβαστούν και οι οκτώ αξιωματικοί του σε μία άκατο, καθώς αυτός προτίθεται να παραμείνει στο πλοίο του, σύμφωνα με την άγραφη ναυτική παράδοση, ώστε να ακολουθήσει το πλοίο «του» στο βυθό, κάτι βεβαίως που κανείς αξιωματικός του δεν δέχτηκε, με αποτέλεσμα τελικά να τον μεταφέρουν από τη γέφυρα «σηκωτό».
Στις 10.20′ το πρωί, μία ώρα και 55 λεπτά μετά τον άνανδρο τορπιλισμό του, το εύδρομο «Έλλη» βυθίστηκε με τη Σημαία του να κυματίζει περήφανα αναπεπταμένη στον ιστό του.
Το υπουργείο Ναυτικών, ανακοινώνοντας την απώλεια του περήφανου πολεμικού, σημείωνε ότι αυτό «…εβλήθη διά τορπιλών αγνώστου εθνικότητος υποβρυχίου…».
Τελικός απολογισμός εννέα νεκροί και 24 τραυματίες, ενώ ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε η θρησκευτική τελετή να πραγματοποιηθεί κανονικά. Όπερ και εγένετο., καθώς θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα «ελληνικό Περλ Χάρμπορ», σε μικρογραφία, και ίσως ακόμα χειρότερο, αφού στη δική μας περίπτωση ο εχθρός δεν ήταν γνωστός, τουλάχιστον στον ελληνικό λαό, γιατί η ελληνική κυβέρνηση τον γνώριζε από την πρώτη στιγμή.