Αγαπητοί συνάδελφοι, συνεργάτες στη Βουλή των Ελλήνων, μέλη του Συλλόγου Υπαλλήλων της Βουλής, αγαπητά παιδιά, επιτέλους μετά από δύο χρόνια σιωπής ξανακάνουμε ζωντανά την ετήσια γιορτή μας για το Έπος του 1940. Τελευταία φορά το κάναμε το 2019. Αντιλαμβάνεται κανείς, έστω και με μάσκα, τι διαφορά έχει η πραγματική, ζωντανή, ανθρώπινη επαφή, εν σχέσει με το υποκατάστατο της τελευταίας διετίας, το οποίο ωστόσο μας βοήθησε στο να κάνουμε τη δουλειά μας ακινδύνως.
Η επέτειος, που μόλις πριν λίγο τιμήσαμε στην Ολομέλεια, και που συνεχίζουμε να γιορτάζουμε εδώ, είναι η μεγαλύτερη επέτειος του 20ού αιώνα. Στον χώρο που βρισκόμαστε, στο Περιστύλιο της αίθουσας της Ολομέλειας στην Βουλή, κατά σύμπτωση, αλλά όχι αυθαίρετα, είμαστε περικυκλωμένοι από την ιστορία μας. Το Περιστύλιο είναι γεμάτο από εικόνες, από μνήμες, από αναφορές της Επαναστάσεως του 1821 και αμέσως δίπλα, στον μεσημβρινό διάδρομο, έχουμε μια πρωτότυπη, όχι πρωτόγνωρη, απεικόνιση του Έπους του ’40, μέσα από γελοιογραφίες από 41 βρετανικές εφημερίδες της περιόδου Νοεμβρίου 1940-Δεκεμβρίου 1941.
Η κυρία Σοφία Χηνιάδου, από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, με μία εξαίρετη, πυκνή ομιλία, και οι μαθητές του μουσικού σχολείου Αλίμου, με μουσικές εξαίσιες και με φωνές, όπως λέει ο ποιητής, μας έφεραν και πάλι κοντά στις μέρες, τις στιγμές, αλλά κυρίως κοντά στον ανεπανάληπτο, απαράμιλλο ψυχισμό του Έπους του ’40, τον οποίον έχουν περιγράψει ιστορικοί, λογοτέχνες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί. Η πιο σύντομη και η πιο εντυπωσιακή περιγραφή του Έπους του ’40 και της αλλαγής του ψυχισμού ενός λαού, που ναι μεν περίμενε τον πόλεμο, αλλά δεν τον ευχόταν, που ναι μεν προετοιμαζόταν για τον πόλεμο, αλλά δεν τον επεδίωξε, που ναι μεν είχε πολεμική εμπειρία, αλλά δεν είχε πολεμική μανία, την πιο ωραία, λοιπόν, την πιο περιεκτική, την πιο σύντομη περιγραφή της αλλαγής του ψυχισμού αυτού του λαού, ο οποίος μέσα σε μια νύχτα από πολίτης, από οικογενειάρχης, από μαθητής, από φίλος, από σύζυγος, από παππούς, έγινε πολεμιστής και μάλιστα νικητής πολεμιστής, την περιγράφει ο Γεώργιος Αγγέλου Βλάχος, σε ένα άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 28ης Οκτωβρίου 1940, όπου λέει για τους νέους του ’40 πόσο τους ζηλεύει και γιατί τους ζηλεύει. Το εκφράζει πολύ σύντομα: “γιατί κοιμηθήκατε παιδιά και ξυπνήσατε άντρες”, κοιμηθήκατε σε μια χώρα που δεν πολεμούσε και ξυπνήσατε σε μια χώρα η οποία εμάχετο εις την προκάλυψη, εις την ιδιαίτερη πατρίδα μου, στην Ήπειρο, στο Καλπάκι, υπέρ των πατρίων εδαφών. Αυτή η ετοιμότητα, ώστε τα παιδιά να γίνουν άνδρες, ώστε οι μανάδες να γίνουν συμμαχητές τους, δεν οδήγησε μόνο στη νίκη, οδήγησε και στο θαυμασμό του μαχόμενου τότε κόσμου κατά του εθνικοσοσιαλισμού, κατά του ναζισμού, κατά του ολοκληρωτισμού, κατά μιας τερατώδους αλλά πανίσχυρης πολεμικής μηχανής. Και να ξέρετε ότι αυτός ο ψυχισμός, μαζί με την προετοιμασία, αλλά πρωτίστως αυτός ο ψυχισμός που γαλουχήθηκε από τα ιστορικά μηνύματα που μας πολιορκούν σ’ αυτόν το χώρο, αυτός ο ψυχισμός προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. Είχα την τύχη να πέσουν στα χέρια μου, πριν από πολλά χρόνια, κάποιες γελοιογραφίες αγγλικών εφημερίδων της περιόδου εκείνης. Και είδα ότι μέσα από τις γελοιογραφίες, ακόμη καλύτερα και από τα άρθρα και τα κείμενα και τα ρεπορτάζ, φαίνεται ο θαυμασμός, η εκτίμηση, η αναγνώριση που ένιωσαν οι ξένοι για το βορειοηπειρωτικό έπος, για τη νίκη του ’40. Οι γελοιογραφίες αυτές, που με ευχαρίστηση δώρισα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, συντηρήθηκαν και προστατεύθηκαν από τους άξιους συντηρητές της Βουλής και εκτίθενται σήμερα. Αυτές οι γελοιογραφίες παρουσιάζουν, μέσα από το χιούμορ, μέσα από το σαρκασμό, μέσα από τη διακωμώδηση, όλη την εκτίμηση και όλο τον θαυμασμό της τότε πανίσχυρης Μεγάλης Βρετανίας, που ήταν αυτοκρατορία, για τη νίκη της μικρής Ελλάδας, η οποία νίκη της μικρής Ελλάδας, όχι μόνο κατά της Ιταλίας, που είχε 8 εκατομμύρια λόγχες, αλλά και η καθυστέρηση της γερμανικής εισβολής οδήγησε στο να καθυστερήσει την επίθεση του ναζισμού κατά της Ρωσίας, δύο μήνες. Και αυτοί οι δύο μήνες ήταν καθοριστικοί για τη συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων από τον «στρατηγό χειμώνα» με ό,τι σημασία καθοριστική έπαιξε αυτό στην τελική έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές οι γελοιογραφίες λοιπόν είναι ο σεβασμός, η αναγνώριση και ο θαυμασμός της Αγγλίας έναντι όλων αυτών που η κυρία Χηνιάδου μας περιέγραψε ως συντελεστές της νίκης του ’40.
Και κλείνω εδώ, μιας και έχουμε πολλές μαθήτριες και πολλούς μαθητές, λέγοντάς σας ότι η γελοιογραφία είναι ένας παμπάλαιος τρόπος να απεικονίζονται με κάπως πιο ελεύθερο, ίσως και ασύδοτο ενίοτε τρόπο τα αισθήματά μας. Υπάρχουν προϊστορικές γελοιογραφίες, όπου ο προϊστορικός άνθρωπος, ζωγραφίζοντας πάνω σε οστά, κορόιδευε, διακωμωδούσε πρόσωπα που ήθελε να μειώσει, να δείξει ότι τους κάνει κριτική. Και σε αυτά τα πρόσωπα που είναι ζωγραφισμένα πάνω σε προϊστορικά οστά από τον προϊστορικό άνθρωπο δεν τους δίνει κεφάλι ανθρώπινο, τους δίνει κεφάλι ζώου. Άρα είχε πάντα την ανάγκη ο άνθρωπος, μέσω του γέλιου, του χιούμορ, του σαρκασμού, να εκφράζει τα συναισθήματά του. Στα βουνά της Ηπείρου και εν συνεχεία της Βορείου Ηπείρου, γράφτηκε αυτό το απίστευτο Έπος του ’40, το οποίο ξεκίνησε από μια επίθεση, για να θυμηθώ άλλους κομπασμούς που γίνονται σήμερα κατά της Ελλάδος. Αυτή η επίθεση ξεκίνησε 5 η ώρα τα ξημερώματα. Τέλη Οκτωβρίου στην Ήπειρο είναι νύχτα 5 η ώρα τα ξημερώματα. Αυτή η επίθεση που αποκρούσαμε έγινε νύχτα και την αποκρούσαμε πανηγυρικά, νικηφόρα και προκαλέσαμε έναν τεράστιο θαυμασμό. Ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει τον νέο ανθυπολοχαγό του ’40: «Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε σκύψανε τα βουνά για να φανεί στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε». Όπως το σχολείο Αλίμου υποκλίθηκε στο ακροατήριο που το χειροκροτούσε, έτσι και τα βουνά υποκλίθηκαν στον ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, στον Έλληνα ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, του υποκλίθηκαν την πρώτη μέρα που γεννήθηκε, του υποκλίθηκαν την 28η Οκτωβρίου, και από τον Νοέμβριο του ’40 έως το Δεκέμβριο του ’41, 41 από τις μεγαλύτερες βρετανικές εφημερίδες, μέσα από τις γελοιογραφίες τους, υποκλίθηκαν στο Έπος του ’40!
Σας καλώ να τις χαρούμε. Σας ευχαριστώ.