Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Η Επανάσταση του 1821 | Προδημοσίευση του δ΄ τόμου

 

Αγαπητοί φίλοι του εκδοτικού οίκου και συμπολίτες,

Η τωρινή γενιά ζει πρωτόγνωρες συνθήκες. Εμείς οι παλιότεροι έχουμε περάσει, δυστυχώς, και άλλες μεγάλες μπόρες. Ευχόμαστε να βγούμε όλοι υγιείς από αυτή τη λαίλαπα και σοφότεροι.

Ως εκδοτικός οίκος, οφείλουμε να συνεχίσουμε με τις εσωτερικές εργασίες για την εξυπηρέτηση των συνεργατών μας και των πελατών μας από το τηλέφωνο και το διαδίκτυο τηρώντας ευλαβικά τα μέτρα υγειονομικής προστασίας. Επίσης

ετοιμάζουμε επτά νέες εκδόσεις, που περιλαμβάνουν τον 4ο και τελευταίο τόμο της Επανάστασης του 1821 του Δημήτρη Φωτιάδη. Επ' ευκαιρία της επετείου, προδημοσιεύουμε τον ιστορικό επίλογο του Φωτιάδη για το τετράτομο έργο του, που μας διαφωτίζει για τον τρόπο που εργάστηκε ως ιστορικός αλλά και για τα συμπεράσματα που έβγαλε από όλη αυτή τη γνώση.

Πιστεύω πως θα σας συγκλονίσει όπως συγκλόνισε και εμένα.

Έρρωσθε,

Σταύρος Ζαχαρόπουλος

  
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΤΡΑΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

ΜΑΚΡΥΣ στάθηκε ο δρόμος. Ξεκινήσαμε από το πάρσιμο της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή και τελειώσαμε με την ανεξαρτησία της Ελλάδας· 1453–1831. Τρακόσια εβδομηνταοχτώ χρόνια… Πικρά, μαύρα, άραχλα. Η δύστηνη Ρωμιοσύνη, η καταφρονεμένη από τους Φράγκους και ποδοπατημένη από τους Τούρκους, μάταια γύρευε να γίνει ο πόνος της ελπίδα. Μα η πολύχρονη σκλαβιά δεν ήταν παθητική. Πήρε μόνιμες μορφές ενεργητικής αντίστασης, με πιο σημαντικές την κλεφτουριά και το διαφωτισμό.

Δε στάθηκαν σπάνιες και οι εξεγέρσεις, που εύκολα όμως πνίγονταν από τον καταχτητή, όπως ακόμα δεν είχε γίνει καθολική συνείδηση η αλήθεια πως η λευτεριά δε χαρίζεται, μα καταχτιέται.
Με τη Γαλλική Επανάσταση ο διαφωτισμός γίνηκε κι αυτός επαναστατικός. Ιεροφάντης του ο Ρήγας. Η θυσία του αποκρυστάλλωσε τη δέηση για λευτεριά σε μυστική εθνεγερτική οργάνωση• τη Φιλική Εταιρία. Κι αυτή οδήγησε το Έθνος στο μεγάλο σηκωμό.
ΑΝ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ είναι εκείνος που άνοιξε το δρόμο προς την επανάσταση, αυτή τότε μονάχα μπόρεσε να πραγματοποιηθεί όταν την εγκολπώθηκαν οι λαϊκές μάζες, όπως αυτές είναι εκείνες που κατά κανόνα αποζητάνε τις ακραίες λύσεις. Το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ εκφράζει αυτή ακριβώς την ασυμβίβαστη αγωνιστική θέληση της γενιάς του Εικοσιένα. Δίχως μια τέτοια απόφαση δε θα μπορούσαν ν’ αντιβγούν, εννιά σχεδόν χρόνια, οι λίγοι εκείνοι Έλληνες στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κι όταν άρχισε ο αγώνας, από την «απελπισία» αντλούσε την πιο δυνατή παρόρμησή του. Αυτή μετάτρεψε τους απόλεμους χωριάτες του Μοριά σε στράτευμα θαυμαστό στα Δερβενάκια. Αυτή κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά στο φράχτη του Μεσολογγίου τις στρατιές της Τουρκίας και της Αιγύπτου. Αυτή έφτιασε τους μαρινάρους μας μπουρλοτιέρηδες  –  «μισούς θεούς», όπως τους ονομάζει ο Μακρυγιάννης.

Πίσω από τους αγωνιστές του Εικοσιένα η κόλαση της σκλαβιάς. Μπροστά τους η πύρινη τάφρος. Δεν τους απόμενε άλλο παρά να τη διαβούν. Και τη διάβηκαν.
ΜΕΡΙΚΟΙ υποστηρίζουν πως η επανάσταση για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας ξέσπασε πρόωρα. Το έθνος, λένε, έπρεπε πριν να μορφωθεί. Με ποιον όμως τρόπο η μόρφωση μπορούσε να γίνει λαϊκή – γιατί τότε βέβαια θ’ αποχτούσε τη δυνατότητα να μετατραπεί σ’ αποφασιστικό παράγοντα –  είναι για μας κάτι το αδιανόητο, όταν σκεφτούμε πως ένα τέτοιο θαύμα μάθησης θα ’χε υπόβαθρό του το σκοτάδι της Τουρκοκρατίας.

Σωστό στέκεται πως η εποχή δεν ήταν ευνοϊκή, μια κι ο σηκωμός γίνηκε όταν οι μονάρχες ύψωναν επάνω στην Ευρώπη το σκιάχτρο της πιο μαύρης αντίδρασης, την Ιερή Συμμαχία. Ας μην ξεχνάμε, όμως, πως η υπερνίκηση αυτής της αντιξοότητας είναι εκείνη που στεφάνωσε το Εικοσιένα μ’ ακατάλυτη δόξα. Από ζήτημα τοπικό κι ασήμαντο στην αρχή, βρέθηκε για χρόνια στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων της Ευρώπης. Το Εικοσιένα είναι το δεύτερο μεγάλο ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα. Επισκιάζεται μονάχα από τη Ναπολεόντεια περιπέτεια. Υπόσκαψε τα θεμέλια της Ιερής Συμμαχίας και προκάλεσε τον πιο σύντομο θάνατό της.
ΑΛΛΟΙ πάλι υποστήριξαν πως το τίμημα που πλερώσαμε για ν’ αποχτήσουμε την εθνική μας ελευθερία στάθηκε πολύ ακριβό. Αν περιμέναμε, λένε, θα βρίσκαμε πιο κατάλληλες ευκαιρίες. Ποιες μπορούσαν να ’ταν αυτές; Τάχα ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853; Ασφαλώς όχι. Τότε η Αγγλία και η Γαλλία συμμάχησαν με την Τουρκία ενάντια στη Ρωσία. Κι όταν το, ανεξάρτητο πια, έθνος γύρεψε να εκμεταλλευτεί την αναταραχή για ν’ απελευθερώσει την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά και πιάσαν τα πλοία του στόλου μας.

Μήπως ο ρωσοτουρκικός πόλεμος 1877–1878; Αυτός ναι. Στο συνέδριο του Βερολίνου που ακολούθησε αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, η συγκρότηση αυτόνομης κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου Βουλγαρικής ηγεμονίας και αργότερα, με τη συνδιάσκεψη του Βερολίνου του 1880 και της Κωνσταντινούπολης του 1881, μας παραχωρήθηκε μικρό μέρος της Ηπείρου και η Θεσσαλία. Θα έπρεπε δηλαδή να περιμένουμε περισσότερο από μισό αιώνα για να λευτερωθούμε.

Ανεξάρτητα όμως από το πόσα χρόνια ακόμα σκλαβιά θα ζούσε το έθνος και το πόσο «άκοπα» θ’ αποχτούσαμε την ελευθερία μας, νομίζω πως το τίμημα του Εικοσιένα, όσο ακριβό κι αν ήταν, άξιζε να πληρωθεί. Δίχως το έπος εκείνου του ανεπανάληπτου αγώνα, η νέα Ελλάδα δε θα ’χε ρίζες βαθιές. Θα ’μενε «μικρή», αν όχι σ’ έκταση, μα σα λαός και σαν ιστορία. Χωρίς το Εικοσιένα η συνείδηση του έθνους δε θα ’ξερε από πού ν’ αντλήσει πεποίθηση και δύναμη. Αν ίσαμε τώρα πιστεύουμε, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, πως κάποτε θα φτιάσουμε μια καλύτερη Ελλάδα, το χρωστάμε, περισσότερο από καθετί άλλο, στο Εικοσιένα.
ΣΚΟΠΟΣ της ιστορίας είναι μόνο να μας διδάσκει; Όχι βέβαια. Σύγχρονα πρέπει, συναρπάζοντάς μας, να μας κάνει καλύτερους και σαν άτομα και σα σύνολο. Να πλουτίσει και τις γνώσεις μας και τα αισθήματά μας. Δεν μπορεί λοιπόν να είναι ξερή αφήγηση γεγονότων. Πρέπει να μας δίνει και την ατμόσφαιρα της εποχής με τέτοιον τρόπο που να μας την κάνει προσιτή και οικεία. Να την αναπλάθει έτσι που να βοηθά την προσδεκτικότητά μας να πλησιάζει άκοπα το χτες, να το κατανοεί και να το αφομοιώνει.
ΜΙΑ κι άλλοι δημιουργούν την ιστορία κι άλλοι τη γράφουν, οι τελευταίοι είναι υποχρεωμένοι, είτε το θέλουν είτε όχι, να προσαρμόσουν τον υποκειμενικό τους κόσμο προς την αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής που ανιστορούν. Κι αυτό θα το κατορθώσουν όχι αν σταθούν αδιάφοροι, αμέτοχοι, ασυγκίνητοι προς τα περασμένα, παρά μονάχα αν συμμεθέξουν σ’ αυτά. Έτσι μονάχα θα μπορέσουν κάπως να τα ξαναζωντανέψουν.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ που έχει να κάνει ένας ιστορικός είναι να γνωρίσει, μ’ εξαντλητική έρευνα, το θέμα του. Όταν πια πιστέψει πως το κατέχει, χρειάζεται ν’ αξιολογήσει τα στοιχεία του. Να ξεχωρίσει ποιο είναι περιττό και ποιο απαραίτητο. Αλίμονο όμως αν σταθεί ως εκεί, συσσωρεύοντας μονάχα γεγονότα, χρονολογίες, αριθμούς, ονόματα τόπων και ανθρώπων. Το περισσότερο που θα πετύχει είναι να γράψει χρονικό. Μ’ αυτό δεν είναι με κανένα τρόπο ιστορία.

Η χρονικογραφική αφήγηση των γεγονότων, που ήκμασε ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, είναι δείγμα παρακμής της ιστορίας. Χωρίς τη φιλοσοφική ενατένιση, τη γνώση του βίου των λαών, των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων που τους διέπουν, και δίχως την έντεχνη λογοτεχνική σύνθεση δεν μπορεί να υπάρξει έργο άξιο να ονομαστεί ιστορία.

Ιστορικός είναι εκείνος που, αφού σωστά εκθέσει τα γεγονότα, τα κρίνει. Παίρνει μ’ άλλα λόγια θέση εγκρίνοντάς τα ή καταδικάζοντάς τα. Ξέρουμε όμως πως δίχως πάθος ή πόνο, δίχως αγάπη ή μίσος δεν υπάρχει δημιουργία. Κι όπως έντεχνος λόγος είναι και η ιστορία, η ψυχρή αναπαράστασή της υφαίνει το σάβανό της. Η ιστορία διαθέτει πλούσια όλα τα στοιχεία να γίνει το πιο συναρπαστικό ανάγνωσμα, καθώς για θέμα της έχει όχι τις περιπέτειες, τους αγώνες και το δράμα ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων, παρά ολόκληρων λαών.

Δε φτάνει να μας περιγράψει ο ιστορικός τα γεγονότα. Πρέπει να μας δώσει την ατμόσφαιρα της εποχής. Το ιστορικό γίγνεσθαι• τα ήθη, τα έθιμα, τις οικονομικές συνθήκες, τις αντιθέσεις των τάξεων, τις αρετές και τις ικανότητες ή τις ελλείψεις και τις κακίες των πρωταγωνιστών.

Έχει ακόμα την πρωταρχική υποχρέωση να μας αποκαλύψει την αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στα αίτια και στα γεγονότα. Ίσως το επίτευγμά του αυτό ν’ αποτελεί το κύριο κριτήριο όποιας αξίας του έργου του. Μπορεί όμως, στην τέτοια προσπάθειά του, να μείνει πάντα αλάθητος; Ασφαλώς όχι. Εκείνο που του ζητάμε είναι να σταθεί τίμια αντικρύ σ’ αυτόν που κρίνει και ειλικρινής σ’ εμάς που τον διαβάζουμε.
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ δεν υπάρχει το επιθυμητό• υπάρχει μονάχα το πραγματικό. Καλό ή κακό αυτό καθεαυτό. Εμείς – είτε ιστορικοί είμαστε είτε αναγνώστες – δεν έχομε καμιά δυνατότητα να το επηρεάσουμε. Αυτό το μπορούμε, ανεξάρτητα ως ποιο βαθμό, μονάχα για το σήμερα. Μα το σήμερα δεν είναι ποτέ ιστορία. Απόδειξη πως όσο μεγαλύτερη η χρονική απομάκρυνση από τα γεγονότα, τόσο οι προϋποθέσεις σωστά να τα ερμηνέψουμε μεγαλώνουν.
Ο ΝΟΜΟΣ των αντιθέσεων δεν είναι εξαίρεση, μα κανόνας στην ιστορία. Μια λοιπόν από τις βασικές υποχρεώσεις του ιστορικού είναι να μας παρουσιάσει, όσο γίνεται πιο ανάγλυφα, τις αντιθέσεις αυτές.
Το Εικοσιένα, καθώς είδαμε, αδιάκοπα συμπλέκεται ανάμεσα σε δυο διαμετρικά διαφορετικούς πόλους• τη θυσία και τον εγωισμό, το έξοχο και το ταπεινό, την ανθρωπιά και τη βαρβαρότητα. Ίσως λοιπόν θα ’πρεπε ο ιστορικός να μας παρουσιάσει ό,τι λαμπρό υπάρχει σ’ αυτό και ν’ αποσιωπήσει ό,τι το σκοτεινό; Αν κάνει κάτι τέτοιο, κινούμενος κι από την πιο αγνή ακόμα πρόθεση, τότε θα πρόδινε όχι μόνο τον εαυτό του – που δεν έχει και τόση σημασία – μα το ίδιο το Εικοσιένα, όπως θα το παρουσίαζε εξώκοσμο κι αγγελικό, ενώ στάθηκε ένα καμίνι που φυσομάναγαν τη φωτιά του κι ο Θεός κι ο διάβολος.
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ». Ποτέ δεν ειπώθηκε με λιγότερες λέξεις μεγαλύτερη αλήθεια απ’ αυτή του Ηράκλειτου. Μέσα στην αδιάκοπη ροή του υλικού και του επιστητού κόσμου συσσωρεύονται οι δυνάμεις για τις επαναστατικές πολιτικές, οικονομικές, ιδεολογικές κι επιστημονικές μεταβολές.
Η ιστορία δεν είναι κύκλος που περιστρέφεται γύρω από το ίδιο κέντρο. Δεν επαναλαμβάνεται. Απότοκη κάθε φορά άλλων παραγόντων, δημιουργεί νέες πάντα συνθήκες.

Η αποδοχή πως την ιστορία τη δημιουργούν οι «ήρωες», καθώς και η αντίθετη άποψη, πως ο ρόλος τους είναι μηδαμινός, είναι όμοια λαθεμένες. Οι «ήρωες», δημιουργήματα της ιστορίας, δημιουργούν κι αυτοί με τη σειρά τους ιστορία. Ο Κολοκοτρώνης δε δημιούργησε βέβαια το Εικοσιένα. Μέσα όμως σ’ αυτό οι ηγετικές ικανότητές του οδήγησαν στο πάρσιμο της Τριπολιτσάς και στην καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Έτσι ο «ήρωας» άλλαξε την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων.
ΜΙΑ από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του Εικοσιένα είναι πως η γενιά του δε στράφηκε για ν’ αντλήσει δύναμη προς το Βυζάντιο, το χρονικά πιο σιμά, παρά προς τη μακρινή αρχαία Ελλάδα. Το Βυζάντιο των Γραικορωμαίων αυτοκρατόρων, όπως τους ονομάζει ο Κοραής, δεν είχε τίποτα να της προσφέρει στον υπέρτατο για την ελευθερία αγώνα της. Ενώ ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, ο γεμάτος από υψηλές ιδέες, από απαράμιλλα έργα τέχνης και λόγου κι από γενναίες πράξεις ελεύθερων ανθρώπων, ανταποκρινόταν απόλυτα στο ιδανικό που επιζητούσε.
Η ΩΡΑ της σκλαβιάς δεν αρχίζει από τη στιγμή που ένας τύραννος, ντόπιος ή ξένος, υποδουλώνει κάποιο λαό. Αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός αυτός παύει να λογαριάζει για υπέρτατο αγαθό την ελευθερία. Και η ώρα της ελευθερίας δεν αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός ξεσηκώνεται για να συντρίψει τους τυράννους του, μ’ από τη στιγμή που παίρνει την απόφαση πως η ζωή δεν έχει αξία δίχως τη λευτεριά.

Περισσότερες πληροφορίες!

Περισσότερες πληροφορίες!