Στις συνομιλίες των τελευταίων χρόνων βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Λευκωσίας, αλλά τελευταίο στην ατζέντα της τουρκοκυπριακής πλευράς – και, βέβαια, της Άγκυρας.
Όπως γνωρίζουμε η Συμφωνία της Ζυρίχης οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, ενώ απαγορεύτηκε τόσο η Ένωση με την Ελλάδα, όσο και η διχοτόμηση της νήσου.
Η συμφωνία προέβλεπε την διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου μέσω μιας Συνθήκης Εγγυήσεως, στην οποία συμβαλλόμενες ήσαν οι τρεις εγγυήτριες χώρες, καθώς και η Κυπριακή Δημοκρατία που μόλις είχε γεννηθεί.
Εάν κάποιος εξωτερικός παράγων απειλούσε την ασφάλεια της νεογέννητης Δημοκρατίας, οι τρεις αυτές δυνάμεις, πάντα σύμφωνα με τη Συμφωνία της Ζυρίχης, όφειλαν από κοινού να αποκαταστήσουν την τάξη. Αν πάλι μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις παραβίαζε τη Συμφωνία, προβλεπόταν και μονομερής δράση, ώστε να αποκατασταθεί η κυριαρχία της Κύπρου.
Με το πραξικόπημα του Ιουλίου 1974, η χούντα των Αθηνών παραβίασε τη Συμφωνία της Ζυρίχης και έδωσε στην Τουρκία την αναγκαία πρόφαση για μια μονομερή επέμβαση.
Ωστόσο, η επέμβαση δεν ήταν μόνο εντελώς μονομερής (δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή της Βρετανίας, τρίτης εγγυήτριας δύναμης), αλλά είχε και σοβαρά στοιχεία που οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι τελικά η στιγμιαία και προδοτική παραβίαση εκ μέρους της χούντας αποτέλεσε απλώς την αφορμή για να παραβιάζει η Τουρκία τη Συμφωνία της Ζυρίχης επί 42 συναπτά έτη.
Όχι μόνο επειδή οι τρεις χώρες, ως μέλη του ΟΗΕ, δεν είχαν το δικαίωμα ένοπλης επέμβασης, δεσμευόμενες από τον Καταστατικό Χάρτη που Οργανισμού, που επιτρέπει χρήση βίας μόνο για αμυντικούς σκοπούς, αλλά και επειδή η Τουρκία δεν λειτούργησε ως εγγυήτρια δύναμη, αλλά ως δύναμη Κατοχής. Η Άγκυρα χρησιμοποίησε ως όχημα την «Ζυρίχη» για να την καταστρατηγήσει και όχι για να την εφαρμόσει.
Δηλαδή, η Άγκυρα δεν αποχώρησε μετά την αποκατάσταση της τάξης, αλλά κατέλαβε το βόρειο τμήμα του νησιού, διατήρησε στην περιοχή κατοχικά στρατεύματα και μετέφερε εποίκους (ως γνωστόν ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα πολέμου).
Δημιουργήθηκε επομένως στην Κύπρο μια κατάσταση διαρκούς παρανομίας και τετελεσμένων.
Αλλά 42 χρόνια είναι πολλά.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί λύση – διαφορετικά επί θύραις δεν βρίσκεται μόνο η διχοτόμηση, αλλά και η προσάρτηση από την Τουρκία.
Αν μάλιστα θελήσει να κάνει κανείς μια πιο προσεκτική ανάλυση του θέματος, θα χρειαστεί να βάλει στο τραπέζι και τα τελευταία γεγονότα στην Τουρκία, προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα «αν ο Ερντογάν θα χρησιμοποιούσε το Κυπριακό για να αποδώσει στο τουρκικό στράτευμα την χαμένη του αξιοπρέπεια».
Εδώ, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Ερντογάν ήδη πριν από το αποτυχημένο πραξικόπημα, είχε φροντίσει να κλείσει τα μέτωπα με τη Ρωσία και το Ισραήλ.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι άλλωστε ότι την περασμένη Κυριακή, ο Κύπριος Πρόεδρος κ. Αναστασιάδης ταξίδεψε στο Ισραήλ για να ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με το θέμα.
Όπως κατέστη σαφές, η Λευκωσία κινείται πιστή στη γνωστή ρήση, «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους.
Αυτό σημαίνει (και αποτελεί δίδαγμα και για την Ελλάδα) πως όταν αναφύεται ένα πρόβλημα δεν το βάζεις κάτω από το χαλί, αλλά το αναδεικνύεις και το ξεκαθαρίζεις.
Η Αθήνα, όμως, αρέσκεται όλα αυτά τα θέματα να τα βάζει κάτω από το χαλί.
Επί του θέματος των εγγυήσεων η κυπριακή ηγεσία είναι ξεκάθαρη: Ζητά τον τερματισμό τους, καθώς όπως αναφέρει, το ζήτημα της ασφάλειας δεν λύνεται με εγγυήτριες χώρες.
Τόσο ο Ακιντζί, όσο και ο Τσαβούσογλου, όμως, τονίζουν σε όλους τους τόνους πως το θέμα της ασφάλειας και οι εγγυήσεις θα συζητηθούν στο τέλος, γιατί αυτό, όπως λένε, είναι προς το συμφέρον, όχι μόνο των δυο πλευρών στην Κύπρο, αλλά και των τριών εγγυητριών χωρών.
Ήδη από πέρσι, ο Τσαβούσογλου επιμένει πως «δεν είναι η ώρα για συζήτηση του θέματος των εγγυήσεων», υποστηρίζοντας πως επ’ αυτού πρέπει, στο τέλος των διαπραγματεύσεων, να συγκληθεί πενταμερής διάσκεψη.
Είναι σαφές ότι το πάνε πίσω παραπίσω, έως ότου βρεθεί τρόπος να συντηρηθεί αυτή η πραγματικά αναχρονιστική κατάσταση για μια χώρα-μέλος της ΕΕ.
Ωστόσο, το τέλος των εγγυήσεων δεν είναι τελευταίο, αλλά δεν είναι και πρώτο. Η κατάργησή τους πρέπει να συνδυαστεί με τη λύση, την επανένωση της νήσου, την εφαρμογή σε όλη της την έκταση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, την απομάκρυνση των στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων (πλην αυτών που έχουν στο μεταξύ αποκτήσει σοβαρές αξιώσεις παραμονής, όπως ο γάμος).
Η Αθήνα, δια του υπουργού των Εξωτερικών κ. Κοτζιά – και δια της μονότονης εκ μέρους του αναφοράς μόνο στο θέμα των εγγυήσεων και με το θέμα της αποχώρησης του στρατού κατοχής να έπεται – δίνει την εντύπωση ότι σπεύδει να αποκτήσει το στάτους της «οριστικά απερχόμενης» χώρας, όπως φέρεται ειπών ο κ. Κοτζιάς κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Κύπριο ομόλογό του κ. Κασουλίδη.
Λοιπόν, για να εξηγούμαστε: Η Αθήνα – και όχι μόνο εκ των υποχρεώσεών της έναντι της Κύπρου που απορρέουν από τις Συνθήκες, αλλά και εκ των εθνικών υποχρεώσεών της, αλλά και ως στάση έναντι της Τουρκίας, η οποία αναμιγνύεται συνεχώς στην υπόθεση και έχει τον πρώτο λόγο – οφείλει να είναι πολύ προσεκτική και να μην βάζει συνεχώς την κασέτα των εγγυήσεων και του άνευ όρων τερματισμού τους.
Την ώρα που η Άγκυρα δηλώνει ότι δεν φεύγει, η Αθήνα δεν μπορεί να δηλώνει ότι φεύγει τρέχοντας.
Εδώ έχει σημασία και ο τρόπος που λέμε κάτι.
Επομένως, η Αθήνα, ο κ. Κοτζιάς, αντί να βάζει την κασέτα «να καταργηθεί το καθεστώς των εγγυήσεων και να απομακρυνθούν τα στρατεύματα κατοχής», μπορούσε να πει (αν το ήθελε, βέβαια και αν αυτό εννοεί), «να απομακρυνθούν τα στρατεύματα κατοχής ΓΙΑ να καταργηθεί το καθεστώς των εγγυήσεων».
Με τον τρόπο αυτό δηλώνεις μεν πρόθυμος να θέσεις τέρμα στις εγγυήσεις, αλλά ξεκαθαρίζεις (και εσύ) ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Πολύ περισσότερο που αυτή τη στιγμή, υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων στην Τουρκία, δεν γνωρίζεις τι σκοπούς έχει η Άγκυρα και αν θα κρατήσει το χαρτί της Κύπρου για να το παίξει στο εσωτερικό της πολιτικό σκηνικό.
Δεν γνωρίζεις επίσης αν η Άγκυρα εξακολουθεί να υποστηρίζει το δόγμα «η Κύπρος είναι η ασφάλειά μας».
Επειδή, λοιπόν, δεν τα γνωρίζεις όλα αυτά (φοβούμαι ότι δεν έχεις μπει καν στον κόπο να τα πληροφορηθείς, όπως φοβούμαι ότι οι αλλεπάλληλες συσκέψεις υπουργών υπό την προεδρία του κ. Κοτζιά για την επισκόπηση της κατάστασης πρέπει να είναι κενές περιεχομένου), βγάζεις την παλιά κασέτα και βάζεις κάποια πιο πρόσφατη.
Τέλος, επειδή το ζήτημα της ασφάλειας στην Κύπρο (και υπό το φως των τελευταίων γεγονότων και της αβεβαιότητας στην Τουρκία) είναι πολύ σοβαρό και κρίσιμο ζήτημα, πρέπει να έχεις και ένα μεταβατικό σχέδιο.
Έναν οδικό χάρτη για το πώς θα περάσεις από το καθεστώς των εγγυήσεων στο καθεστώς των μη εγγυήσεων.
Κάποιες λύσεις έχουν ακουστεί γι’ αυτή την (αναγκαία) μεταβατική περίοδο – ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, όλα μαζί…
Δείχνει πως η πιο σοβαρή μεταβατική λύση είναι να εγγυηθεί την ασφάλεια της Κύπρου η ΕΕ (είναι άλλωστε υποχρέωσή της να το κάνει για ένα κράτος-μέλος της, υποχρέωση που απορρέει από τη Συνθήκη της Λισαβόνας), με τη συμμετοχή του ΟΗΕ.
Μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «αποχωρούσα δύναμη».
Και επιτέλους, το μήνυμα που πρέπει να φύγει προς πάσα κατεύθυνση είναι πως «η Ελλάδα συμφωνεί με τον τερματισμό των εγγυήσεων, αλλά θα αποχωρήσει τελευταία»!
elzoni.gr