ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ
Η ΠΡΟΒΑ
της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Προς τι το ξάφνιασμα;
Σε μερικά χρόνια θα μετράμε δυο αιώνες μετά το 1821. Από τα διαβάσματα και τις εμπειρίες μου είχα διαμορφώσει την εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας τη θεωρούσαν πάντα χωράφι τους.
Έτσι, ο πρωθυπουργός της παρούσας κυβέρνησης, διά στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου, αποφάσισε ότι η ΕΡΤ είναι ένα κομμάτι αυτού του χωραφιού, που μπορεί να το νοικιάσει, να το πουλήσει, να το αφήσει χέρσο, ή οτιδήποτε άλλο.
Εξάλλου, υπάρχει η κοινή έκφραση: δικό μου είναι και το κάνω ό,τι θέλω. Βάζω φωτιά και το καίω.
Από την Τρίτη 12 Ιουνίου, μπορεί να ονομαστεί Μαύρη Τρίτη, θυμάμαι διαρκώς τον Πολ Νορ (δυο φορές στερημένο από την ελληνική του ιθαγένεια, την πρώτη φορά από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936 και τη δεύτερη από τη στρατιωτική χούντα τον Απρίλη του 1967), σατιρικό ποιητή, θεατρικό συγγραφέα, συνεργάτη της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Σπύρου Σκούρα, σύντροφος της ζωής του οποίου υπήρξε η ηθοποιός Αλίκη, κόρη της Κυβέλης.
Η 21η Απριλίου 1967 με είχε βρει στην Αθήνα.
Στο σπίτι οι δικοί μου είχαν καλεσμένους φίλους. Έφυγαν τα μεσάνυχτα ευχόμενοι να ξανασυναντηθούμε σύντομα.
Μια ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Οι φίλοι μάς ειδοποιούσαν ότι στους δρόμους της Αθήνας κυλούσαν τανκς και περιπολούσαν ένοπλοι στρατιώτες, αλλά πριν τελειώσει η συνδιάλεξη και μας πουν περισσότερα, το τηλέφωνο βουβάθηκε.
Θυμάμαι επίσης τον άνδρα της αδελφής μου που έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά τους, έπεσε διαγώνια στο κρεβάτι, έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του και κλαίγοντας έλεγε «έγινε δικτατορία, σκότωσαν τη δημοκρατία».
Η μαμά μας είχε παγώσει στην καρέκλα, δίνοντάς μας εντολή να διαφυλάξουμε τον εγγονό της, μαθητή του δημοτικού.
Η αδελφή μου, κίτρινη, μέσα σε μια απρόβλεπτη και θαμπή ατμόσφαιρα, προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της.
Ύστερα από τα γεγονότα στο Ισραήλ, στις 6 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, έφυγα για τη Νέα Υόρκη. Από τότε και μετά συναντούσα, σχεδόν καθημερινά, τον Πολ Νορ και την Αλίκη.
Ανάμεσα στις συζητήσεις μας για την Ελλάδα, τις φυλακές και τις εξορίες, υπήρχε πάντα και κάποια για το βιβλίο, το θέατρο, τον κινηματογράφο, ή κάτι παρόμοιο.
Τυχαία, είχαν κατέβει ένα ή δυο έργα στο Μπρόντγουεϊ, ύστερα από πολύ λίγες παραστάσεις, και τον είχα ρωτήσει: πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ο σκηνοθέτης, οι πρωταγωνιστές, όλοι, τέλος πάντων, οι συντελεστές δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι το θέατρο θα έκλεινε;
«Όχι, γιατί κανένας δεν μπορεί να προβλέψει την αντίδραση του κοινού».
«Δηλαδή;»
«Ο λαός ξέρει», μου απάντησε, κάπως τελεσίδικα.
Τον κοίταξα δύσπιστα.
«Κάποτε τα κατεβάζουν και οι ίδιοι οι χρηματοδότες. Απλώς κάνουν μια πρόβα να δουν αν τους συμφέρει. Αλλά αυτοί δε θέλουν να παραδεχτούν ότι ο λαός ξέρει».
Μου ακούγονταν μπερδεμένα.
Μετά το μαύρο που έπεσε στην ΕΡΤ, που σήμαινε πένθος για μια απώλεια που είχε εκτελέσει η κυβέρνηση, παρακολουθούσα στο διαδίκτυο αυτά που συνέβαιναν μέρα και νύχτα στο προαύλιο, τη στήριξη λαού και καλλιτεχνών προς τους εργαζόμενους.
Παραμερίζοντας το μαύρο παρακολούθησα το σχηματισμό και την ορκωμοσία της ανασχηματισμένης κυβέρνησης και άκουσα –δεν πίστευα στ’ αυτιά μου– και διάβασα –δεν πίστευα στα μάτια μου– μια τσιριχτή φωνή που έλεγε: αν χρειαστεί να κλείσω τα νοσοκομεία, θα τα κλείσω.
Τα μάτια μου και τα αυτιά μου είναι δικά μου από τη γέννησή μου, και θα είναι μέχρι να πεθάνω, όταν θα κλείσουν φυσιολογικά, είπα και σηκώθηκα να κλείσω τα παράθυρα να μη μας ακούσουν και οι ξένοι. Αλλά και να άκουγαν, τι θα καταλάβαιναν;
Μα δικά του είναι; αναρωτήθηκα, εννοώντας τον καινούργιο υπουργό ασθενείας ως ιδιοκτήτη.
Και δικά του να είναι, απάντησα σ’ εμένα, η κυβέρνηση δεν έχει λύσει ακόμη το θέμα της ιδιοκτησίας.
Ποιανού είναι, τέλος πάντων, η ΕΡΤ και τα νοσοκομεία;
Πλησίασα τα ράφια με τα βιβλία και έψαξα για κάποιο που είχε σχέση με την ιδιοκτησία. Υπήρχαν πολλές: εθνική, κρατική, δημοτική, νομαρχιακή, κληρονομική, ατομική, θεμιτή, αθέμιτη, ολική, μερική, εξ ημισείας, ή πολλαπλών ιδιοκτητών, θανόντων και επιζώντων, κατοχυρωμένη, αμφισβητούμενη, αδιαμφισβήτητη, φορολογούμενη, αφορολόγητη, απαλλασσόμενη κατ’ επιλογήν, και διάφορες άλλες σε νομικές ιδιομορφίες ιδιοκτησίας.
Έκλεισα τα βιβλία και άρχισα να αναρωτιέμαι, τι να είναι άραγε το Μέγαρο Μουσικής, που μου έχει χαρίσει, καθώς και σε δεκάδες χιλιάδες άλλους ακροατές/θεατές, τόσες συγκινήσεις και απολαύσεις, ακουστικές και οπτικές, μου έφερε τόσο κοντά μεγάλους μαέστρους, παγκόσμια γνωστές ορχήστρες, λυρικούς και χορωδίες, όπερες και μπαλέτα; Πόσο πολλά έμαθα μέσα από τα προγράμματά τους.
Κι αν ο υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης της φτωχιάς, ξεπεσμένης νέας Ελλάδας μιμηθεί το συνάδελφό του των ασθενειών και πει «δικό μου είναι και το κάνω ό,τι θέλω»;
Άρχισα να στριφογυρίζω τα δάχτυλά μου, σημείο αμηχανίας και νευρικότητας, και να περιφέρομαι από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ενώ έτρεχαν, προτού προλάβουν να γίνουν ερινύες, τρελές σκέψεις.
Και η πιο εφιαλτική ήταν: Αν στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, που είναι ένα κομμάτι από το χωράφι ΕΛΛΑΣ, γίνει μια άλλη πρόβα και μετά πέσει μια μαύρη αυλαία, τι θα γίνει στην Αγίου Κωνσταντίνου;
Αλλά δεν ήξερα, ούτε τώρα ξέρω, σε ποιον ανήκει το Εθνικό Θέατρο.