Η υπόθεση Παπαχρήστου, σύνθετη και περίπλοκη εκ φύσεως, δυο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διογκώνονται λόγω της προφανούς άγνοιας των περισσότερων από εκείνους που ασχολήθηκαν με το θέμα, αναφορικά με τις ενδογενείς ιδιαιτερότητες του κοινωνικού φαινομένου του αθλητισμού, και του συμπεριφορικού κώδικα των social media, κυρίως του περισσότερο «εγκεφαλικού» twitter, άνοιξε και πάλι τη συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή.
Και την Ελλάδα των άκρων, όπως τουλάχιστον εκδηλώνεται αυτή μέσω του αντίστοιχου αυτοπροσδιορισμού συμπολιτών μας οι οποίοι επιλέγουν να τοποθετηθούν κάθε άλλο παρά με μετριοπάθεια, στον δημόσιο διάλογο.
Η συζήτηση μοιάζει να αποτελεί πλέον γονιδιακό συμπλήρωμα της εθνικής και κοινωνικής καθημερινότητας που βιώνει η χώρα. Με προφανείς πολιτικές προεκτάσεις, και παραμέτρους που χρίζουν πολύ πιο σοβαρής προσέγγισης και ανάλυσης, από την επιδερμική και απαξιωτική διάθεση που διακρίνει τους περισσότερους από εμάς.
Ο επιμέρους σχολιασμός των γεγονότων, θα μπορούσε να έχει πληθυντικές ραχοκοκαλιές. Ίσως όμως, κανείς δεν έχει τοποθετηθεί επί του θέματος, με την καθαρή ματιά και τον χωρίς κομπιάσματα ρεαλιστικό λόγο του Νικολά Σαρκοζί.
Πριν ακόμη από τις προεδρικές εκλογές του 2007, τότε που το πολιτικό άστρο του πρώην πλέον Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας είχε αρχίσει να λάμπει… εκνευριστικά για τους αντιπάλους του, ακόμη και εν μέσω ερρειπίων στα προάστια του Παρισιού, εκεί όπου εντόπισε «καθάρματα», τα ονομάτισε τόσο ακραία, και κέρδισε τις εντυπώσεις, μαζί με την καρδιά των Γάλλων, ο Νικολά Σαρκοζί είχε εξηγήσει στο συνέδριο του UMP, τη συμπεριφορά όσων συμπατριωτών του ψήφιζαν τα άκρα.
Ο πολιτικός που ενταφίασε τον σιρακισμό λοιπόν, είχε υποστηρίξει ότι εκείνοι που επιλέγουν να ψηφίσουν κάποιο από τα κόμματα των άκρων στη Γαλλία, είτε το Εθνικό Μέτωπο της… οικογένειας Λεπέν, είτε τη μη κοινοβουλευτική Αριστερά, δεν το έκαναν επειδή είχαν ακραία ιδεολογικά πιστεύω. Το έκαναν για να τραβήξουν την προσοχή, ενός πολιτικού συστήματος εφησυχασμένου, που τους αγνοούσε επιδεικτικά, παραδωμένου στη μακαριότητά του. Και να ζητήσουν απαντήσεις για τα προβλήματά τους.
Πέντε χρόνια μετά, εκείνη η ρήση του Σαρκοζί μοιάζει πιο κοντά στην αλήθεια από κάθε άλλη. Όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα και αλλού. Εκεί όπου τα άκρα βρίσκουν χώρο έκφρασης, όχι ως μόνιμο λιμάνι υποδοχής κοινωνικής δυσαρέσκειας και οργής. Αλλά ως χώροι προσωρινής στάθμευσης εθνικής απογοήτευσης. Όσο πιο κατανοητή γίνει η παραπάνω εξίσωση, τόσο πιο εύκολο θα είναι να αφοπλίσουμε τα άκρα. Και να τα αφήσουμε «ορφανά» από ακροατήριο.
statesmen.gr
Και την Ελλάδα των άκρων, όπως τουλάχιστον εκδηλώνεται αυτή μέσω του αντίστοιχου αυτοπροσδιορισμού συμπολιτών μας οι οποίοι επιλέγουν να τοποθετηθούν κάθε άλλο παρά με μετριοπάθεια, στον δημόσιο διάλογο.
Η συζήτηση μοιάζει να αποτελεί πλέον γονιδιακό συμπλήρωμα της εθνικής και κοινωνικής καθημερινότητας που βιώνει η χώρα. Με προφανείς πολιτικές προεκτάσεις, και παραμέτρους που χρίζουν πολύ πιο σοβαρής προσέγγισης και ανάλυσης, από την επιδερμική και απαξιωτική διάθεση που διακρίνει τους περισσότερους από εμάς.
Ο επιμέρους σχολιασμός των γεγονότων, θα μπορούσε να έχει πληθυντικές ραχοκοκαλιές. Ίσως όμως, κανείς δεν έχει τοποθετηθεί επί του θέματος, με την καθαρή ματιά και τον χωρίς κομπιάσματα ρεαλιστικό λόγο του Νικολά Σαρκοζί.
Πριν ακόμη από τις προεδρικές εκλογές του 2007, τότε που το πολιτικό άστρο του πρώην πλέον Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας είχε αρχίσει να λάμπει… εκνευριστικά για τους αντιπάλους του, ακόμη και εν μέσω ερρειπίων στα προάστια του Παρισιού, εκεί όπου εντόπισε «καθάρματα», τα ονομάτισε τόσο ακραία, και κέρδισε τις εντυπώσεις, μαζί με την καρδιά των Γάλλων, ο Νικολά Σαρκοζί είχε εξηγήσει στο συνέδριο του UMP, τη συμπεριφορά όσων συμπατριωτών του ψήφιζαν τα άκρα.
Ο πολιτικός που ενταφίασε τον σιρακισμό λοιπόν, είχε υποστηρίξει ότι εκείνοι που επιλέγουν να ψηφίσουν κάποιο από τα κόμματα των άκρων στη Γαλλία, είτε το Εθνικό Μέτωπο της… οικογένειας Λεπέν, είτε τη μη κοινοβουλευτική Αριστερά, δεν το έκαναν επειδή είχαν ακραία ιδεολογικά πιστεύω. Το έκαναν για να τραβήξουν την προσοχή, ενός πολιτικού συστήματος εφησυχασμένου, που τους αγνοούσε επιδεικτικά, παραδωμένου στη μακαριότητά του. Και να ζητήσουν απαντήσεις για τα προβλήματά τους.
Πέντε χρόνια μετά, εκείνη η ρήση του Σαρκοζί μοιάζει πιο κοντά στην αλήθεια από κάθε άλλη. Όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα και αλλού. Εκεί όπου τα άκρα βρίσκουν χώρο έκφρασης, όχι ως μόνιμο λιμάνι υποδοχής κοινωνικής δυσαρέσκειας και οργής. Αλλά ως χώροι προσωρινής στάθμευσης εθνικής απογοήτευσης. Όσο πιο κατανοητή γίνει η παραπάνω εξίσωση, τόσο πιο εύκολο θα είναι να αφοπλίσουμε τα άκρα. Και να τα αφήσουμε «ορφανά» από ακροατήριο.
statesmen.gr