Αύριο 23/4/2017, Κυριακή του Θωμά, μνήμη του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου
του Τροπαιοφόρου. πανηγυρίζει η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού.
Κατά την παράδοση η παλαιά Μονή «κείται εις
ερείπια μεταξύ του χωρίου Καλύβια και της εν ενεργεία Μονής του Αγίου
Γεωργίου» και ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από κάποιον µοναχό, ο οποίος
καταγόταν από τα Καλάβρυτα.
Στο
εσωτερικό του ναού, ακριβώς πάνω από την είσοδο, μια άλλη ανορθόγραφη
επιγραφή μαρτυρεί ότι το τέμπλο φιλοτεχνήθηκε το 1762 και επιχρυσώθηκε
το 1768: «Ανεκενοίσθη εκ θεμελίου ο θύος ούτος και πάνσεπτος να(ός) του
Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου δια συνδρομής των τότε
ευρισκομένων προεστών κυρ Παγκρατίου, Ανθύμου, Παρθενίου και Ανανίου,
ιγουμενεύωντος του Πανοσιοτάτου κυρ Δοσιθέου. Έγινεν έξοδος εις την
οικοδομήν του ναού των αριθμών γρόσια 1000 σκαλισθέν δε και το ιερόν
τέμπελον κατά το 1762 έγινεν και εις το σκάλισμα έξοδος γρόσια 552
ιστορίθη ο αυτός ναός χρυσωθέν ομού και το ιερόν τέμπλεων ιγουμενεύοντος
του πανοσιοτάτου κυρ Μητροφάνους ετελιόθισαν κατά του 1768 Οκτωβρίου 6
δια χυρός καμού Παναγιότου του εξ Ιωαννίνων έγινεν έξοδος εις την
ιστορίαν και χρίσωμα του τεμπλέου γρόσια 1334».[4]
Προηγουμένως, το
1754, είχε αγιογραφηθεί ο ναός από τον εξ Ιωαννίνων ζωγράφο Παναγιώτη.
Πράγματι κατά κατά το β΄ήμισυ του 18ου αιώνα η Μονή απέκτησε δύναμη και
πλήθος μοναχών συνέρρευσαν συγκροτώντας ισχυρή μοναχική αδελφότητα.
Χριστιανοί από τη Νεμέα, την Επίδαυρο, τη Γαστούνη Ηλείας, την Πάτρα,
την Άκρατα κλπ. με «ομολογίες» τους αφιέρωναν τα κτήματά τους σε αυτήν.
Αλλά και ή Μονή ανταπέδωσε με τον καλύτερο τρόπο την προσφορά. Έχοντας
αρκετούς μορφωμένους μεταξύ των μοναχών της, «υπήρξε το κέντρον εν τη
ορεινή Κορινθία ένθα προπαρεσκευάσθη ή περιοχή αύτη διά την
Επανάστασιν».
Η Μονή υπήρξε όχι μόνο θεματοφύλακας των θρησκευτικών και
εθνικών παραδόσεων στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, αλλά μεγάλο
επαναστατικό κέντρο στα χρόνια του μεγάλου Αγώνα. Κατά την οθωμανική
κυριαρχία διατηρούσε «Κρυφό Σχολειό». Ο τότε ηγούμενος Ναθαναήλ, αλλά
και πολλοί μοναχοί, μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και προετοίμασαν με
συστηματικό τρόπο την Επανάσταση στην περιοχή. Ο Παπαφλέσσας και άλλοι
οπλαρχηγοί φιλοξενήθηκαν πολλές φορές στη Μονή, όπου οργανώθηκαν
μυστικές συσκέψεις σχετικά με την πορεία του Αγώνα. Η Μονή προσέφερε
στους αγωνιστές του 1821 9500 γρόσια, 15 οκάδες ασήμι, 500 γιδοπρόβατα,
σιτάρι, κρασί και πολλά άλλα.
Ο Φωτάκος αναφέρει στους «Βίους
Πελοποννησίων ανδρών», για τον ηγούμενο Ναθαναήλ ότι ήταν μεγαλόψυχος
και παρακολουθούσε διαρκώς τον στρατηγό Νικήτα. Η Μονή είχε πάντοτε
τρεις οπλοφόρους μοναχούς και διέθεσε όλα τα υπάρχοντα της στον Αγώνα.
Οι αδελφοί της Μονής έτρεχαν στα στρατόπεδα και διένεμαν τροφές και άλλα
χρήσιμα υπάρχοντα στους αγωνιστές.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και τη
δημιουργία του πρώτου Ελληνικού Κράτους, η Μονή, καθώς και τα άλλα
Μοναστήρια της περιοχής, έλαβαν αυτοβούλως την απόφαση (1829) να
προσφέρουν το απαιτούμενο ποσό για την ίδρυση και την ετήσια λειτουργία
στην Κόρινθο του Ελληνομουσείου (σχολείου), με σκοπό τη μόρφωση των
ελληνόπουλων.
Η Μητρόπολη Κορινθίας
καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για τη συντήρησή της και η κατάστασή της
από πλευράς υποδομών έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια
σημαντικά. Σήμερα προβάλλει επιβλητικό, το τριώροφο και εντυπωσιακό
οικοδόμημα που δεσπόζει πάνω από τη λίμνη. Στο κέντρο έχει ανοικοδομηθεί
το Καθολικό, το οποίο αφιερωμένο στη μνήμη του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου
του Τροπαιοφόρου.
Πρόκειται για βασιλική μετά τρούλου. Οι τοιχογραφίες
του, Καθολικού είναι έργο του αγιογράφου Παναγιώτη, με σαφείς επιρροές
από την Κρητική σχολή. Είναι «εκφραστικές, ζωντανές, μορφές απαλλαγμένες
από το βάρος και την έννοια της επίγειας ζωής και δοσμένες με
παραστατικότητα». Εντυπωσιακός είναι ο Παντοκράτωρας στον τρούλο, από
τον όποιο κρέμεται εξαιρετικής τεχνικής ξύλινος χορός (πολυέλεος) με
μινιατούρες, κατά την αντίστοιχη αθωνική μορφή. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο
φέρει εικόνες και παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη,
διπλό δωδεκάορτο, καθώς και το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου. Στο Καθολικό
είναι αποθησαυρισμένα τίμια λείψανα των αγίων Γεωργίου, Παντελεήμονος,
Βλασίου, Παρασκευής, Μαρίνης και Θεοδώρου.
Στην ψευδοροφή του πρόναου
λειτουργούσε στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας κρυφό σχολειό, το οποίο
ανέγγιχτο διασώζεται μέχρι σήμερα. Πρόναος και κυρίως ναός επικοινωνούν
με τρεις αψιδωτές θύρες. Περιμετρικά του Καθολικού έχουν ανοικοδομηθεί
τα διώροφα ή τριώροφα κελλιά, με «ξύλινα πατώματα και κάγκελα συνεχόμενα
με κεραμιδένιο στέγαστρο». Ακολουθούν οι ξενώνες και η τράπεζα. Από τα
σημαντικότερα κτίσματα του συγκροτήματος είναι το πανύψηλο πέτρινο
καμπαναριό, στη δυτική πλευρά των κελλιών.
Στη Βιβλιοθήκη της Μονής
φυλάσσονται αρκετά παλαιά βιβλία. Οι μοναχοί της ασχολούνται με τα
καθιερωμένα διακονήματα, τη συντήρηση και ανακαίνιση της ιστορικής Μονής
και την φιλοξενία των επισκεπτών που αφιερώνουν τον λιγοστό χρόνο για
να βιώσουν την πνευματική γαλήνη και την ανάταση που αναδύουν από την
ιερότητα του χώρου και το μεγαλείο της φύσης.