Συγκλονισμένο είναι το πανελλήνιο μετά την πολύνεκρη σύγκρουση τρένων στα Τέμπη τα μεσάνυχτα της Τρίτης (28/2).
Η σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, είναι η πιο πολύνεκρη στη χώρα μας καθώς σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση από την Πυροσβεστική (λίγο μετά τις 14.00) έχει στοιχίσει τη ζωή σε 40 ανθρώπους, ωστόσο ο τραγικός απολογισμός αναμένεται να αυξηθεί.
Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Δερβένι Κορινθίας στις 30/9/1968 είχε στοιχίσει τη ζωή σε 34 ανθρώπους ενώ η σύγκρουση δύο τρένων μεταξύ Ορφανών και Δοξαρά Λάρισας στις 16/1/1972 άφησε πίσω της 21 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.
Το τραγικό δυστύχημα στο Δερβένι (30/9/1968)
Τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 1968 δύο αμαξοστοιχίες ξεκίνησαν από την Κυπαρισσία για την Αθήνα με μιάμιση ώρα διαφορά μεταξύ τους και 2.500 επιβάτες η καθεμία. Επρόκειτο στη συντριπτική τους πλειοψηφία για ψηφοφόρους, που είχαν πάει να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα της Ελλάδας, το οποίο είχε διεξαχθεί την προηγούμενη μέρα. Θυμίζουμε ότι πρόκειται για «δημοψήφισμα», που έγινε από τη χούντα των Συνταγματαρχών η οποία βρισκόταν τότε στην εξουσία.
Στις 15.15 η πρώτη αμαξοστοιχία, η 304 αναχώρησε ,από την Πάτρα και στις 18.20 περίπου βρισκόταν ένα χιλιόμετρο μετά από το Δερβένι Κορινθίας. Η αμαξοστοιχία αυτή ήταν ταχεία και σταματούσε σε όλους τους σταθμούς.
Η δεύτερη αμαξοστοιχία, η 306 ξεκίνησε από την Πάτρα στις 16.24. Επρόκειτο για υπερταχεία, η οποία σταματούσε μόνο στους μεγάλους σταθμούς. Ενώ λοιπόν η 304 βρισκόταν κοντά στο Δερβένι ξαφνικά κάποια ή κάποιος τράβηξε τον μοχλό του σήματος κινδύνου. Ο μηχανοδηγός ελάττωσε ταχύτητα και το τρένο ακινητοποιήθηκε.
Ποιος όμως «τράβηξε» το σήμα κινδύνου; Γράφτηκαν διάφορα στον τύπο της εποχής. Ένας ναύτης λιποθύμησε και πανικόβλητη μια γυναίκα τράβηξε το σήμα κινδύνου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα λιποθύμησε κι ένας επιβάτης έσυρε τη λαβή του κινδύνου. Μια ετοιμόγεννη γυναίκα λόγω του συνωστισμού λιποθύμησε και ένας ναύτης προκάλεσε την ακινητοποίηση της αμαξοστοιχίας. Κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η πραγματικότητα από όλα αυτά. Όπως και να ‘χει , το τρένο σταμάτησε. Οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι κατέβηκαν και αφού τοποθέτησαν προειδοποιητικό σήμα στο πίσω μέρος του τρένου για να ενημερώσουν τον μηχανοδηγό της 306, προσπάθησαν να δουν τι ακριβώς είχε γίνει με το σήμα κινδύνου.
Στο μεταξύ η αμαξοστοιχία 306 πλησίαζε. Μαζί με τον μηχανοδηγό και τον βοηθό του στον χώρο της μηχανής βρισκόταν ένας ακόμη μηχανοδηγός, που είχε ανεβεί στην Πάτρα, και ο οποίος, αν και αδειούχος, ανέλαβε να οδηγήσει το τρένο για να ξεκουράσει τον συνάδελφό του καθώς και ένας ακόμα σιδηροδρομικός.
Όπως έγραψε η εφημερίδα «Πελοπόννησος» οι 4 σιδηροδρομικοί είχαν πιάσει την κουβέντα και η 306 κινούνταν με ταχύτητα μεγαλύτερη των 50 χιλιομέτρων. Έτσι ήταν αναμενόμενο να μην δουν το προειδοποιητικό σήμα που είχαν τοποθετήσει οι αρμόδιοι της 304. Όταν οι μηχανοδηγοί της 306 αντιλήφθηκαν την ακινητοποιημένη αμαξοστοιχία ήταν πολύ αργά. Οι αγωνιώδεις προσπάθειές τους να ακινητοποιήσουν το τρένο απέτυχαν. Η μηχανή της 306 έπεσε πάνω στο τελευταίο βαγόνι της 304, το οποίο μεταβλήθηκε σε μια άμορφη μάζα, ενώ τρία ακόμα βαγόνια εκτροχιάστηκαν.
Οι κάτοικοι του Δερβενίου άκουσαν ένα εκκωφαντικό θόρυβο και ουρλιαχτά. Νόμισαν ότι κάποιο τρένο έπεσε στον ποταμό Ζαχολίτικο και έσπευσαν να βοηθήσουν. Οι εικόνες που αντίκρισαν ήταν εφιαλτικές. Προσπάθησαν με κάθε τρόπο, αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ να βοηθήσουν τους επιβάτες του τρένου. Σύντομα στρατιώτες του Μηχανικού από το Λουτράκι, αστυνομικοί, γιατροί και νοσηλευτές έφτασαν στο σημείο της τραγωδίας.
Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 34 νεκροί και περισσότεροι από 150 τραυματίες.
Μια απίστευτη ιστορία ξεκινά μέσα από τα συντρίμμια
Η σιδηροδρομική αυτή τραγωδία είχε όμως, κατά κάποιο τρόπο και συνέχεια. Ανάμεσα στους επιβάτες του τρένου ήταν ο 14χρονος τότε Γιάννης Τσούτσικος και η 3χρονη ετεροθαλής αδελφή του Έλενα. Μαζί με τη μητέρα τους και τον πατριό του Τούτσικου και πατέρα της Έλενας, Γιάννη Χαραλαμπόπουλο είχαν μεταβεί στο χωριό τους στην Πελοπόννησο για να ψηφίσουν οι γονείς τους. Ξαφνικά ο Γιάννης είδε την αμαξοστοιχία 306 να έρχεται «αφρενάριστη» κατά πάνω τους. Ενστικτωδώς ο 14χρονος πήρε στην αγκαλιά του την μικρή Έλενα και πήδηξε από το βαγόνι. Τα δύο παιδιά γλίτωσαν με ελαφρά τραύματα, όμως η μητέρα τους και ο πατέρας της Έλενας, πατριός του Τσούτσικου, σκοτώθηκαν.
Η επόμενη μέρα ήταν πολύ δύσκολη για τα δύο παιδιά. Ο πατέρας του Γιάννη είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια. Έτσι φιλοξενήθηκε αρχικά σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο, ενώ η Έλενα υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών.
Σύντομα ο Γιάννης έφυγε από τον Πύργο και ήρθε στην Αθήνα, όπου όμως η παραβατική του συμπεριφορά (μικροκλοπές) τον οδήγησε στο αναμορφωτήριο. Βγαίνοντας από το ίδρυμα, ο νεαρός άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος. Σύντομα όμως οδηγήθηκε πάλι στην παρανομία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών για κλοπές.
Η Έλενα όταν έγινε 13 ετών ενημερώθηκε από τους γονείς της για το τι είχε συμβεί πριν 10 χρόνια. Μην μπορώντας να διαχειριστεί τις τραγικές αποκαλύψεις, έφυγε από το σπίτι της. Οι αναζητήσεις την οδήγησαν στον αδελφό της. Ο 24χρονος πλέον Τσούτσικος ερωτεύτηκε παράφορα την ετεροθαλή αδελφή του. Η σχέση τους σύντομα έγινε ερωτική. Τα επόμενα η Έλενα που είχε να αντιμετωπίσει πλέον και τις σφοδρές αντιδράσεις των θετών γονιών της ζητούσε επανειλημμένα από τον ετεροθαλή αδελφό της να διακόψουν την αρρωστημένη σχέση τους.
Το μοιραίο ραντεβού
Στις αρχές του 1983 η Έλενα ζήτησε από τον Γιάννη να χωρίσουν οριστικά
και να σεβαστεί τις επιλογές της. Στις 11 Φεβρουαρίου 1983, αφού
συναντήθηκαν στην Ομόνοια, πήγαν με τη μηχανή του Τσούτσικου στον δρόμο
που οδηγεί από την Καισαριανή στα Γλυκά Νερά.
Η Έλενα, αρνήθηκε κατηγορηματικά να συνεχίσουν τη σχέση τους. Τότε, ο
Τσούτσικος τη στραγγάλισε με το καλσόν και τη ζώνη της και τη χτύπησε με
μία πέτρα στο κεφάλι. Ακολούθως έφυγε, χωρίς καν να κοιτάξει το άψυχο
σώμα της αδελφής του… Ένας οικοδόμος που περνούσε από την περιοχή
μερικές ώρες αργότερα, είδε το πτώμα της νεαρής γυναίκας. Η Αστυνομία
που ειδοποιήθηκε, έφτασε στο σημείο. Η ιατροδικαστική έρευνα, απέκλεισε
το ενδεχόμενο να επρόκειτο για σεξουαλικό έγκλημα, ενώ η Αστυνομία
έβγαλε το συμπέρασμα ότι δράστης και θύμα γνωρίζονταν.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1983, συνελήφθη ο Γιάννης Τσούτσικος, ο οποίος
ομολόγησε το έγκλημά του. Σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για τη
δολοφονία της αδελφής του, αλλά και για αιμομιξία κατ' εξακολούθηση. Το
Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Τον Δεκέμβριο του 1990, δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό. Οι δικαστές του
αναγνώρισαν το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας.
Τα ισόβια «έσπασαν» και μετατράπηκαν σε κάθειρξη 21 ετών.
Η τρομερή αυτή ιστορία, μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη δύο φορές. Στην
«Ανατομία Ενός Εγκλήματος», με τον τίτλο «Σχέσεις Αίματος» και στη «10η
Εντολή», με τίτλο «Ένοχο Μυστικό». Όπως μάλιστα αποκάλυψε σε συνέντευξή
του ο δημιουργός της «10ης Εντολής» και σκηνοθέτης πολλών επεισοδίων της
«Ανατομίας Ενός Εγκλήματος» Πάνος Κοκκινόπουλος, η ηθοποιός Καρυοφυλλιά
Καραμπέτη, επιβιβάστηκε μία μέρα σε ταξί που οδηγούσε ο Γιάννης
Τσούτσικος. Είχε αποφυλακιστεί και εργαζόταν ως ταξιτζής. «Ξέρεις ποιος
είμαι εγώ;», της είπε. «Εκείνος που κάνατε την ιστορία του επεισόδιο»
(!), αφήνοντάς την έκπληκτη και κατατρομαγμένη. Η Κ. Καραμπέτη, δεν είχε
πρωταγωνιστήσει στο συγκεκριμένο επεισόδιο της «Ανατομίας Ενός
Εγκλήματος», αλλά σε πολλά άλλα…
Το τραγικό δυστύχημα στον Δοξαρά Λάρισας (16/1/1972)
Λίγα χρόνια αργότερα, στη Θεσσαλία, από τη μετωπική σύγκρουση
δύο τρένων, μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών του Δοξαρά (Λάρισας) και
των Ορφανών (Καρδίτσας), 21 (ή 19 σύμφωνα με άλλες πηγές) άνθρωποι
έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν.
Το ένα τρένο είχε ξεκινήσει στις 13.30 από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό
την Αθήνα, ενώ το άλλο, στις 9:30 από τον Πειραιά με προορισμό τη
συμπρωτεύουσα. Δύο Πειραιώτες μηχανοδηγοί, οι Πολίτης και Σταματίου
παρέλαβαν τη ντιζελάμαξα ALCO.A323 και κατευθύνθηκαν στον σιδηροδρομικό
σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Εκεί, η Α323, μπαίνει επικεφαλής του τρένου που πριν λίγο είχε φτάσει
με μικρή καθυστέρηση από το Μόναχο. Τελικός προορισμός για την
υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας «Ακρόπολις Εξπρές», ήταν η Αθήνα.
Στις 13.30, το «Ακρόπολις», ξεκίνησε από τη συμπρωτεύουσα. Με σχετικά
μεγάλη καθυστέρηση, το «Ακρόπολις» έφτασε στη Λάρισα, όπου έκανε μία
σύντομη στάση και συνέχισε την πορεία του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου, δίνει εντολή
αναχώρησης στην αμαξοστοιχία 121, Πειραιά-Θεσσαλονίκης, γνωστότερη σαν
«πόστα».
Επρόκειτο για ένα τρένο που έκανε στάση σε όλους τους σταθμούς. Πίσω
από την ντιζελομηχανή της, βρισκόταν ένα βαγόνι-ταχυδρομείο ιταλικής
κατασκευής, δύο επίκουρες κλειστές φορτάμαξες και δύο επιβατάμαξες. Στη
μία από αυτές, επέβαιναν 30 στρατιώτες του Πυροβολικού, που από τη Θήβα
πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας.
Η διασταύρωση των δύο τρένων, προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό
των Ορφανών, είτε στον σταθμό του Δοξαρά. Οι δύο σταθμάρχες, Νικόλαος
Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφωνούσαν
μεταξύ τους, καθώς ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στον σταθμό του
άλλου. Τη διαφωνία τους κλήθηκε να επιλύσει ο ρυθμιστής κίνησης των
τρένων Γεώργιος Χαλιώτης, από την Αθήνα.
Οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ, δεν είχαν
αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας. Το
«Ακρόπολις», πέρασε κανονικά από τον Δοξαρά, χωρίς να σταματήσει, καθώς
είχε προτεραιότητα, ενώ και ο Γκέκας έδωσε εντολή να ξεκινήσει η «πόστα»
από τα Ορφανά!
Τα δύο τρένα πλέον, μόνο με ένα θαύμα δεν θα συγκρούονταν. Στο μεταξύ, ο
βοηθός μηχανοδηγός τις 121 Σακελλαρίου, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον
προϊστάμενο της «πόστας», ότι υπήρχε πρόβλημα θέρμανσης, άφησε τη θέση
του και πήγε στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι, ο
μηχανοδηγός Σύρμας, που καθόταν δεξιά, δεν είχε ορατότητα προς τα
αριστερά, απ' όπου ερχόταν η υπερταχεία.
Έχει γραφτεί, ότι οι μηχανοδηγοί της Α323, άκουγαν στο ραδιόφωνο την
αναμετάδοση του αγώνα ποδοσφαίρου Πανιώνιου-Ολυμπιακού, που διεξαγόταν
εκείνη τη μέρα και πιθανότατα ήταν απορροφημένοι. Ένας βοσκός, από ένα
γειτονικό ύψωμα βλέποντας τα δύο τρένα να πλησιάζουν το ένα το άλλο,
έβγαλε την κάπα του και έκανε νόημα στους μηχανοδηγούς του «Ακρόπολις».
Αυτοί νόμισαν ότι τους χαιρετάει και ανταπέδωσαν τον
χαιρετισμό! Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «Ακρόπολις», με ταχύτητα
100 km/h, και η Α121 συγκρούστηκαν μετωπικά. Η ντιζελομηχανή του
«Ακρόπολις» συνέθλιψε τη μηχανή της «πόστας», ενώ και τα τρία πρώτα
βαγόνια της, έγιναν συντρίμμια. Στον παγωμένο θεσσαλικό κάμπο,μέσα στο
χιονόνερο,21 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή και περισσότεροι
από 40 τραυματίστηκαν. Η νέα σιδηροδρομική τραγωδία,συγκλόνισε ολόκληρη
τη χώρα.
Η δίκη των υπευθύνων
Οι πρώτοι που έσπευσαν στον τόπο της τραγωδίας, ήταν βοσκοί και
κάτοικοι των γύρω χωριών. Οι μαρτυρίες των διασωθέντων (υπάρχει και ένα
εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για το δυστύχημα στο διαδίκτυο), ήταν
συγκλονιστικές.
Ως υπαίτιοι του δυστυχήματος, οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη οι δύο
σταθμάρχες και ο Χαλιώτης, κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονίες εξ αμελείας
και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών.
Η δίκη σε πρώτο βαθμό, έγινε τον Νοέμβριο του 1972 και οι τρεις
καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από 3 έως 5 έτη χωρίς αναστολή. Στο Εφετείο,
τον Ιανουάριο του 1973, ο Γκίκας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών
και οδηγήθηκε στη φυλακή, ενώ οι άλλοι δύο αθωώθηκαν.
Θορυβημένη η κυβέρνηση της χούντας από το δεύτερο πολύνεκρο
σιδηροδρομικό δυστύχημα, μετά το Δερβένι, ανακοίνωσε δια του
αντιπροέδρου της Στυλιανού Παττακού, τον εξοπλισμό των τρένων με
ραδιοτηλέφωνα.
Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στον Δοξαρά, έγινε αφορμή, ο Γιάννης Ρίτσος
να γράψει το ποίημα «Άιντε και ντε», το οποίο μελοποίησε ο αξέχαστος
Νίκος Μαμαγκάκης και ερμήνευσε μοναδικά ο Γιάννης Πουλόπουλος.