Τραγικές είναι οι στιγμές που ζει η περιφέρεια Μάρκε της κεντρικής Ιταλίας που πνίγηκε από τη νεροποντή και τις πλημμύρες, τη νύχτα της Πέμπτης προς την Παρασκευή.
Η Αντριάνα Πιανέλι φώναζε τα ονόματα του συζύγου και του γιου της
όταν τους είδε να παρασέρνονται από έναν χείμαρρο λάσπης, σε ένα υπόγειο
γκαράζ του Πιανέλο ντι Οστρα.
«Φώναζα: Αντρέα, Τζουζέπε! Αλλά το νερό ανέβηκε τόσο γρήγορα, τόση λάσπη, δεν είχαν καμία ελπίδα», αφηγήθηκε η γυναίκα που είδε μπροστά στα μάτια της να χάνονται ο 25χρονος γιος της και ο 65χρονος σύζυγός της. Ήθελαν να βγάλουν το αυτοκίνητό τους από το υπόγειο γκαράζ για να μην το παρασύρουν τα νερά…
«Ήταν σαν τσουνάμι. Εκείνοι βρίσκονταν εκεί και μετά εξαφανίστηκαν», είπε η Αντριάνα, που τους περίμενε στην είσοδο του γκαράζ.
Ο Πασκουάλε Αβαλόνε νόμισε ότι ήρθε το τέλος του όταν το νερό κατέκλυσε
το σπίτι του και του έφτασε μέχρι τον λαιμό. «Η πόρτα της εισόδου
ξεκόλλησε από τους μεντεσέδες και το νερό με κόλλησε στον τοίχο.
Κατάφερα να σκαρφαλώσω σε ένα ντουλάπι και περίμενα τον θάνατό μου»,
είπε ο 30χρονος άνδρας, σοκαρισμένος ακόμη από την καταστροφή που
στοίχισε τη ζωή σε δέκα ανθρώπους. Συγκρατεί με κόπο τα δάκρυά του ενώ
μαζεύει τα λασπωμένα παιχνίδια του γιου του και τα ρίχνει σε μια στοίβα
από έπιπλα, στην οδό Πιανέλο ντι Όστρα. Στον δρόμο αυτόν χάθηκαν
τέσσερις άνθρωποι.
«Δεν είχα πολλά πράγματα, τώρα δεν έχω πια τίποτα, μόνο έναν πνιγμένο παπαγάλο», συνεχίζει ο Πασκουάλε, χέρια και πόδια καλυμμένα από λάσπη.
Οι κάτοικοι με σκούπες προσπαθούν να βγάλουν τα νερά από τα σπίτια τους και να καθαρίσουν, όπως μπορούν, τα προσωπικά τους είδη. Οι μετεωρολόγοι προβλέπουν νέες βροχές και όλοι κοιτούν με ανησυχία τα σύννεφα που μαζεύονται στον ουρανό.
«Ήταν σαν ανεμοστρόβιλος», λέει ο Μπρούνο Φέρι, ένας 52χρονος που βοηθάει τη γειτόνισσά του να μαζέψει τα φουστανάκια της εξάχρονης κόρης της, η οποία πάσχει από καρκίνο. Τα φάρμακα του παιδιού ήταν το μοναδικό πράγμα που πρόλαβε να διασώσει η γυναίκα από τα νερά. «Ήταν τρομακτικό, επειδή όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ακουγόταν σαν καταρράκτης, ακούγαμε το ποτάμι να υπερχειλίζει και το νερό να ανεβαίνει», είπε η Λάουρα Μαρινέλι, μια δικηγόρος που ζει στο ισόγειο ενός κτιρίου στην Όστρα.
«Άρπαξα από το χέρι την κόρη μου, ενάμιση έτους και καταφύγαμε στους γείτονες από πάνω. Τελικά, μέλη της υπηρεσίας πολιτικής προστασίας ήρθαν και μας απομάκρυναν» από τη στέγη, αφηγείται η γυναίκα. «Χάσαμε τα πάντα, όλες τις φωτογραφίες και τα γράμματα που δεν μπορούμε να αντικαταστήσουμε. Αν είχε συμβεί λίγο αργότερα, θα κοιμόμασταν και πιθανότατα θα είχαμε πεθάνει», συνέχισε, δείχνοντας με το δάχτυλο την ταράτσα όπου ανέβηκε μαζί τον σύζυγο και την κόρη της για να γλιτώσουν από τα νερά.
Στην άκρη του δρόμου, σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο, αυτοκίνητα που παρασύρθηκαν από τα νερά. Παντού επικρατεί μια έντονη οσμή υπονόμου και καυσίμων. Δεν υπάρχει πόσιμο νερό και οι κάτοικοι δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο πέρα από το να περιμένουν τα συνεργεία διάσωσης.
«Αν δεν επέμβει γρήγορα το κράτος, θα γίνει επανάσταση», προειδοποιεί ο κουνιάδος του Πασκουάλε Αβελόνε, ο Μάρκο. Η κυβέρνηση κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης το Μάρκε και αποδέσμευσε ένα πρώτο πακέτο βοήθειας, ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ