Με ένα αφιέρωμα στη φυσιογνωμία και την ταυτότητα του σύγχρονου πανεπιστημίου που χρειάζεται η Ελλάδα αναρτήθηκε σήμερα στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου το νέο, 46ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της Βουλής των Ελλήνων "Επί του... περιστυλίου!".
Με αφορμή την κατάθεση για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας γράφουν οι πρώην υπουργοί Παιδείας και βουλευτές Ε. Στυλιανίδης (ΝΔ), Ν. Φίλης (ΣΥΡΙΖΑ) και Α. Λοβέρδος (ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ), ο πρώην υπουργός και πρώην πρύτανης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Γ. Πανούσης, ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης
Παιδείας και πρ. πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περ. Μήτκας, ο πρύτανης του ΑΠΘ Νικ. Παπαϊωάννου, ο καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πατρών Γ. Σταμέλος και η καθηγήτρια Οικονομικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του Συλλόγου Διδασκόντων, Ευγενία Μπουρνόβα. Ειδικότερα:- Ο πρώην υπουργός Παιδείας και βουλευτής της ΝΔ Ευριπίδης Στυλιανίδης επικρίνει την αριστερά για «ιδεοληπτική εμμονή υπέρ του κρατικού μονοπωλίου», αντίληψη που –όπως υποστηρίζει– κατέστησε την Ελλάδα απομονωμένη νησίδα εκπαιδευτικού αποκλεισμού σε μια δυναμική και ραγδαία αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή και διεθνή εκπαιδευτική αγορά. Παρ’ ότι αναγνωρίζει ότι το νομοσχέδιο «αποτελεί ένα ολιστικό βήμα προς μια ανοιχτή και ευέλικτη ανώτατη εκπαίδευση και προς ένα πανεπιστήμιο που θα συνομιλεί με τον κόσμο που έρχεται», επιμένει πως αυτό δεν μπορεί να καλύψει το κενό που δημιουργεί το κρατικό μονοπώλιο, το οποίο ουσιαστικά «ακυρώνει το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα του πολιτισμού μας, που δεν είναι άλλο από την παιδεία, γιατί όλα είναι θέμα παιδείας».
- Σε αντιδιαστολή, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο «σκοτεινών οριζόντων» υπογραμμίζοντας την καθολική απόρριψή του από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας. Υποστηρίζει ότι στόχος των ρυθμίσεων «είναι ένα πανεπιστήμιο που θα ζει υπό καθεστώς περιορισμένης δημοκρατίας και ασφυκτικό αστυνομικό έλεγχο, δεμένο με μορφές ‘‘δεξιοτήτων και τεχνικών’’ που θα εξυπηρετούν ένα υποβαθμισμένο παραγωγικό μοντέλο, με έντονα μεταπρατικά και παρασιτικά στοιχεία, με εντεινόμενη την απόκλιση από τον ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό πυρήνα. Με χαμηλή προστιθέμενη αξία και επιμονή σε δραστηριότητες του τριτογενή τομέα, όπως τουρισμός, real estate, καζινοποίηση, γεγονός που θα φέρει την Ελλάδα ουραγό στα επιτεύγματα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης».
- «Ποιος φοβάται την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση;» αναρωτιέται ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και πρώην υπουργός Παιδείας Ανδρέας Λοβέρδος, για να απαντήσει: «Πολλοί από τους εμπλεκόμενους παράγοντες, μπρος στα συμφέροντα της κάθε ομάδας, επιλέγοντας το εύκολο συνδράμουν από κοινού στο τέλμα». Αναγνωρίζει ότι η μεταρρύθμιση που επιχειρεί η σημερινή υπουργός Παιδείας έχει ορισμένα καλά στοιχεία, αλλά επισημαίνει ότι «για ανεξήγητους λόγους τα έκρυψε πίσω από μια αμφιλεγόμενη, αν όχι απαράδεκτη, διαδικασία ανάδειξης των πανεπιστημιακών αρχών που την καταγγέλλουν οι πιο σημαντικοί μεταρρυθμιστές του χώρου».
- Ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης και τέως πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περικλής Μήτκας, αποφαίνεται ότι «το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο χρειάζεται δύο πράγματα για να κινείται σε τροχιά ποιοτικής ανάπτυξης: βαθμούς ελευθερίας και σταθερό θεσμικό πλαίσιο. Το σχέδιο νόμου προσφέρει αρκετά νέα στοιχεία αυτόνομης και συνδυαστικής δράσης στα ΑΕΙ και επιτρέπει ενέργειες που μέχρι τώρα κινούνταν στη σφαίρα της νεοελληνικής ουτοπίας. Στον αντίποδα, οι πολλές μικρές και μεγάλες αλλαγές, ιδίως σε κρίσιμα στοιχεία του διοικητικού πλαισίου, θα δημιουργήσουν πολλές δυσκολίες και ερωτήματα ως προς την εφαρμογή τους και θα απαιτήσουν νομοθετικές προσαρμογές για τουλάχιστον δύο χρόνια».
- Ο πρώην υπουργός και πρύτανης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Γιάννης Πανούσης, πιστεύει ότι «δεν είναι η νομοθεσία που θα αλλάξει τα πράγματα στα πανεπιστήμια αλλά η συνειδητοποίηση όλων των εμπλεκομένων παραγόντων ότι έχουν φτάσει τα ακραία όρια συνταγματικής τάξης» και προτείνει «να καλέσουμε τα πανεπιστήμια να αποδείξουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους και την κοινωνική τους αποστολή, αποβάλλοντας όλους αυτούς που αμαυρώνουν τον ρόλο και την εικόνα τους, και την πολιτεία να ορίσει το 2023 ως έτος πανεπιστημιακής διαφάνειας».
- «Είναι χιλιοειπωμένη η κουβέντα ότι στην Παιδεία και την Υγεία δεν υπάρχει χώρος για αντιπαράθεση» υπενθυμίζει με νόημα ο νυν πρύτανης του ΑΠΘ Νίκος Παπαϊωάννου και προσθέτει: «Η συναίνεση όμως, και δη σε ζητήματα εθνικής σημασίας, δεν προκύπτει από τη συμφωνία στη διαπίστωση της αναγκαιότητας για συναίνεση, αλλά μέσα από κοινοβουλευτικές επιτροπές και διαδικασίες, μέσα από την υπεύθυνη τοποθέτηση, τη δημιουργική κριτική, την ξεκάθαρη στάση των εκπροσώπων του λαού απέναντι στη νέα γενιά και τις ανάγκες της, ώστε να μπορέσει η ίδια να συνεισφέρει στην πρόοδο και ευημερία της πατρίδας μας».
- «Αν οι άνθρωποι του πεδίου είναι καθοριστικός παράγοντας στην εφαρμογή ενός νόμου, τότε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο χώρο της παιδείας δεν έχει στις μέρες μας μεγάλες πιθανότητες να βρει τη στήριξή τους» υπογραμμίζει μεταξύ άλλων από την πλευρά του ο καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, Γιώργος Σταμέλλος, επικαλούμενος τη δυσθυμία που επικρατεί στην πανεπιστημιακή κοινότητα λόγω του ότι δεν άκουσαν κάτι θετικό για το μισθολόγιό τους τα τελευταία πολλά χρόνια.
- Η με μακρόχρονη συνδικαλιστική εμπειρία στην ΠΟΣΔΕΠ και καθηγήτρια Οικονομικής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Ευγενία Μπουρνόβα, χαρακτηρίζει τις προτεινόμενες αλλαγές «ψευδώνυμη μεταρρύθμιση, αφού έγινε χωρίς διάλογο, χωρίς συναίνεση, χωρίς κανείς να ξέρει ποια μείζονα δυσλειτουργία του συστήματος έρχεται να θεραπεύσει». Εισφέρει στο διάλογο έξι βασικές προτάσεις, αλλά προειδοποιεί: «Η ιστορία των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων στην εκπαίδευση έδειξε ότι χωρίς ουσιαστικό διάλογο και συγκλίσεις οι νόμοι του/της εκάστοτε υπουργού Παιδείας διαρκούν όσο και η θητεία του/της».
Στο αφιέρωμα περιέχεται και αναλυτική παρουσίαση του μοντέλου διοίκησης των πανεπιστημίων που εφαρμόζεται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το οποίο συντάχθηκε από τους φοιτητές της Νομικής Σχολής Αθηνών Γ. Αδαμαντίδη, Θ. Γεωργούντζου και Δ. Φωτοπούλου.