Παγκοσμίως έως τις 30 Μαρτίου έχουν επιβεβαιωθεί 722.350 κρούσματα του κορωνοϊού και, από αυτά, τα 33.980 έχουν αποβεί θανατηφόρα
Ποια είναι τελικά η θνητότητα (fatality rate) της νόσου Covid-19
που προκαλείται από το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2, με άλλα λόγια ποιο
ποσοστό των νοσούντων πεθαίνει; Σήμερα το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 4,7%, καθώς παγκοσμίως έως τις 30 Μαρτίου έχουν επιβεβαιωθεί 722.350 κρούσματα και, από αυτά, τα 33.980 έχουν αποβεί θανατηφόρα.
Στην Ελλάδα, με 1.156 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 39 θανάτους, η θνητότητα προσεγγίζει το 3,4%, αρκετά κάτω από το μέσο όρο παγκοσμίως.
Στην Ιταλία, τη χώρα με τους περισσότερους νεκρούς (10.779) έως τώρα και με 97.689 διαγνωσμένα κρούσματα, η θνητότητα εμφανίζεται περίπου στο 11%.
Όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι τα πραγματικά κρούσματα είναι πολύ περισσότερα από τα επιβεβαιωμένα. Από το πόσο περισσότερα είναι, με άλλα λόγια από το πόσο εξαπλωμένη είναι η νόσος στον πληθυσμό, θα λυθεί και το μεγάλο ζητούμενο της πραγματικής θνητότητας, η οποία ασφαλώς θα είναι μικρότερη.
Αλλά οι επιστήμονες διεθνώς, όντας στην πραγματικότητα εν μέρει «τυφλοί» σε σχέση με την εξάπλωση της νόσου, αφού αρκετοί ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί ή έχουν ελαφριά συμπτώματα, διαφωνούν για το πόσο μικρότερη είναι η πραγματική θνητότητα της Covid-19 και κατά πόσο είναι μεγαλύτερη ή όχι από τη θνητότητα της εποχικής γρίπης, η οποία είναι γύρω στο 0,1% (δηλαδή ένας θάνατος ανά χίλιους νοσούντες με γρίπη).
Ένας διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας της διασποράς, ο καθηγητής επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια Γιάννης Ιωαννίδης, είναι ανάμεσα σε αυτούς που τονίζουν ότι τα έως τώρα στατιστικά στοιχεία για την Covid-19 δεν είναι αξιόπιστα, καθώς κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσα περισσότερα είναι τα πραγματικά κρούσματα σε σχέση με τα επιβεβαιωμένα. Ο ίδιος δεν αποκλείει η θνητότητα του κορωνοϊού να αποδειχτεί περίπου ίδια με εκείνη της γρίπης.
Από το πού θα κάτσει τελικά η «μπίλια» σε σχέση με τη θνητότητα της Covid-19, θα εξαρτηθεί και η θνησιμότητα (mortality) της νόσου, δηλαδή ποιο ποσοστό του πληθυσμού -υγιών και αρρώστων- θα σκοτώσει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ενός έτους). Ο βασικός τρόπος να ριχτεί φως στη θνητότητα της Covid-19 είναι κάποια στιγμή να γίνουν μαζικά τεστ αντισωμάτων στον πληθυσμό.
Σήμερα υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές από χώρα σε χώρα. Η Ιταλία έχει 178 θύματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού και η Ισπανία 146, ενώ π.χ. η Γερμανία έχει έξι ανά εκατομμύριο, η Πολωνία μόνο 0,6 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων και η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ έχουν 0,5. Η Ελλάδα έχει περίπου τέσσερις θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, λίγο κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο (4,4). Συμπτωματικά, η χώρα μας είναι αυτή που σήμερα βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη στο μέσο όρο της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι διαφορές αυτές μεταξύ των χωρών, έχουν πολλές αιτίες: ποια ομάδα του πληθυσμού μολύνεται περισσότερο σε μία χώρα (όσο πιο ηλικιωμένοι, τόσο μεγαλώνει η θνητότητα), σε ποιο στάδιο της επιδημικής καμπύλης βρίσκεται κάθε χώρα, πόσα τεστ έχει κάνει, πώς ανταποκρίνεται το κάθε εθνικό σύστημα υγείας κ.α.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Στην Ελλάδα, με 1.156 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 39 θανάτους, η θνητότητα προσεγγίζει το 3,4%, αρκετά κάτω από το μέσο όρο παγκοσμίως.
Στην Ιταλία, τη χώρα με τους περισσότερους νεκρούς (10.779) έως τώρα και με 97.689 διαγνωσμένα κρούσματα, η θνητότητα εμφανίζεται περίπου στο 11%.
Όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι τα πραγματικά κρούσματα είναι πολύ περισσότερα από τα επιβεβαιωμένα. Από το πόσο περισσότερα είναι, με άλλα λόγια από το πόσο εξαπλωμένη είναι η νόσος στον πληθυσμό, θα λυθεί και το μεγάλο ζητούμενο της πραγματικής θνητότητας, η οποία ασφαλώς θα είναι μικρότερη.
Αλλά οι επιστήμονες διεθνώς, όντας στην πραγματικότητα εν μέρει «τυφλοί» σε σχέση με την εξάπλωση της νόσου, αφού αρκετοί ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί ή έχουν ελαφριά συμπτώματα, διαφωνούν για το πόσο μικρότερη είναι η πραγματική θνητότητα της Covid-19 και κατά πόσο είναι μεγαλύτερη ή όχι από τη θνητότητα της εποχικής γρίπης, η οποία είναι γύρω στο 0,1% (δηλαδή ένας θάνατος ανά χίλιους νοσούντες με γρίπη).
Ένας διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας της διασποράς, ο καθηγητής επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια Γιάννης Ιωαννίδης, είναι ανάμεσα σε αυτούς που τονίζουν ότι τα έως τώρα στατιστικά στοιχεία για την Covid-19 δεν είναι αξιόπιστα, καθώς κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσα περισσότερα είναι τα πραγματικά κρούσματα σε σχέση με τα επιβεβαιωμένα. Ο ίδιος δεν αποκλείει η θνητότητα του κορωνοϊού να αποδειχτεί περίπου ίδια με εκείνη της γρίπης.
Από το πού θα κάτσει τελικά η «μπίλια» σε σχέση με τη θνητότητα της Covid-19, θα εξαρτηθεί και η θνησιμότητα (mortality) της νόσου, δηλαδή ποιο ποσοστό του πληθυσμού -υγιών και αρρώστων- θα σκοτώσει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ενός έτους). Ο βασικός τρόπος να ριχτεί φως στη θνητότητα της Covid-19 είναι κάποια στιγμή να γίνουν μαζικά τεστ αντισωμάτων στον πληθυσμό.
Σήμερα υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές από χώρα σε χώρα. Η Ιταλία έχει 178 θύματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού και η Ισπανία 146, ενώ π.χ. η Γερμανία έχει έξι ανά εκατομμύριο, η Πολωνία μόνο 0,6 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων και η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ έχουν 0,5. Η Ελλάδα έχει περίπου τέσσερις θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, λίγο κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο (4,4). Συμπτωματικά, η χώρα μας είναι αυτή που σήμερα βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη στο μέσο όρο της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι διαφορές αυτές μεταξύ των χωρών, έχουν πολλές αιτίες: ποια ομάδα του πληθυσμού μολύνεται περισσότερο σε μία χώρα (όσο πιο ηλικιωμένοι, τόσο μεγαλώνει η θνητότητα), σε ποιο στάδιο της επιδημικής καμπύλης βρίσκεται κάθε χώρα, πόσα τεστ έχει κάνει, πώς ανταποκρίνεται το κάθε εθνικό σύστημα υγείας κ.α.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ