Υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητική εκπρόσωπος (πρώτη γυναίκα με όλες τις συνέπειες που μου «εξασφάλισε» αυτή η πρωτιά) γνώρισα στο πετσί μου την αγριότητα εκείνων των τελευταίων οκτώ μηνών, όταν οι δημαγωγοί, αυτοί που μας αποκαλούσαν «γερμανοτσολιάδες» και «Τσολάκογλου» που «δεν μιλούν ελληνικά», πραγματοποιούσαν την έφοδό τους προς την εξουσία.
Μαζί με τους Σαμαροβενιζέλους, έπεσα κι’ εγώ στη φωτιά εκείνου του πολέμου, ενός πολέμου που δεν θυμόμουν να είχα ζήσει ως δημοσιογράφος πρώτης γραμμής στα πιο αιματηρά μέτωπα των ανταποκρίσεών μου. Και ήταν λογικό. Γιατί εκείνος ο πόλεμος είχε τα βαθιά διχαστικά χαρακτηριστικά ενός εμφυλίου πολέμου.
Καθημερινές επιθέσεις μίσους, με προσωπικά χαρακτηριστικά, χυδαίες αναρτήσεις, συκοφαντικά δημοσιεύματα, αγωγές και μηνύσεις, εμπλοκή της οικογένειας και με την Ελλάδα να γεμίζει αφίσες με την φωτογραφία μου.
Τα παρέβλεπα, ωστόσο, όλα αυτά γιατί σ’ εκείνη την κοινή προσπάθεια να υψωθεί ένα τείχος ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στην πολιτική και στη δημαγωγία, έβλεπα τον εαυτό μου ως κομμάτι ενός συλλογικού αγώνα και ως αναγκαίο ανάχωμα και θύμα. Αυτή άλλωστε είναι η κοινή μοίρα των κυβερνητικών εκπροσώπων. Ατσαλάκωτος δεν βγαίνεις. Για την ακρίβεια, δεν πρέπει να βγεις ατσαλάκωτος από μία τόσο σφοδρή σύγκρουση.
Εκείνη την περίοδο, το συναίσθημα που επικρατούσε ήταν η οργή και η αγανάκτηση. Οργή για τα ψέματα όλων εκείνων που διακήρυσσαν πως θα έσχιζαν τα μνημόνια και θα ήταν ντάλα μεσημέρι, πως θα έδιωχναν τους τροϊκανούς με τις κλωτσιές, πως θα νικούσαν την Ευρώπη και θα άλλαζαν τους συσχετισμούς, πως θα μοίραζαν στον λαό τα λεφτά από το ΤΧΣ, θα καταργούσαν τον ΕΝΦΙΑ, θα χάριζαν τα δάνεια, θα εθνικοποιούσαν τις τράπεζες.
Έβλεπα, βλέπαμε, πως ένα μεγάλο τμήμα του λαού εμφανιζόταν έτοιμο να τα πιστέψει όλα αυτά και όλο και πιο συχνά ακούγαμε την (μοιρολατρική τελικά) φράση «ας δοκιμάσουμε, τι άλλο έχουμε να χάσουμε;».
Αποστολή εξετελέσθη!
Είχαμε! Όπως αποδείχθηκε – κατά την εφαρμογή ενός εγκαίρως και προσεκτικά καταρτισθέντος προπαγανδιστικού σχεδίου – ο σκοπός ήταν να μην βγούμε από τα μνημόνια χωρίς προηγουμένως να έχει παραδοθεί στο υπερταμείο το σύνολο της δημόσιας περιουσίας, τα δάνεια των Ελλήνων (εξυπηρετούμενα και μη) στα ξένα funds, η Μακεδονία στους Σλάβους. Και χωρίς προηγουμένως να μετατραπεί η χώρα σε έναν απέραντο καταυλισμό μεταναστών.
Για να συμβούν όλα αυτά, έπρεπε να κυβερνήσουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Που «πολεμούσαν» οπισθοχωρώντας, για να οδηγήσουν τελικά τη χώρα σε ένα τρίτο αχρείαστο μνημόνιο, να κλείσουν οι τράπεζες – πόσα πυρά είχα δεχθεί (και φίλια) όταν το προανήγγειλα – να επιβληθούν τα capital control και να αρχίσει ένας χορός συμπληρωματικών μνημονίων που εξουθένωσαν τη χώρα και οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην κατάργηση του ΕΚΑΣ και των συντάξεων που λάμβαναν οι χήρες. Αλλά και να έλθουν ξαφνικά ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες, που πρώτα λιάζονταν και μετά εξαφανίζονταν, με αποτέλεσμα να μας κλείσουν τα βόρεια σύνορα, εξαιτίας της πρώτης κυβέρνησης που προκάλεσε τον αυτοεγκλωβισμό της χώρας – και γι’ αυτό είχα λοιδορηθεί όταν το προέβλεψα.
Σήμερα, που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιστρέψει στον παλιό του εαυτό, που μιλάει πάλι για συσσίτια και λιποθυμίες, που διαδηλώνει πάλι για την ΔΕΗ και την Cosco και υποδέχεται ξανά με λουλούδια τους μετανάστες στο λιμάνι του Πειραιά – σα να μην πέρασε μια μέρα – σήμερα, που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίζει τις συμβάσεις για τους υδρογονάνθρακες που υπέγραψε, ούτε τη συμφωνία για τις αμερικανικές Βάσεις που διαπραγματεύτηκε, ούτε τον νόμο για την πολιτική προστασία που τον είχε, λέει, έτοιμο από τον Αύγουστο του 2018, λίγες μέρες μετά την καταστροφή στο Μάτι, αλλά τον έβαλε στη διαβούλευση τον Μάιο του 2019, δεν τον ψήφισε ποτέ και τελικά τον κατέθεσε ως… αντιπολίτευση, σήμερα η οργή του 2014 έχει δώσει τη θέση της σε ένα άλλο συναίσθημα.
Είναι μια αηδία, ένα ανακάτωμα στο στομάχι, μια αναγούλα μπροστά σε μια γλοιώδη πολιτική συμπεριφορά που πρέπει να ανατρέξει κανείς ως την εποχή του Δηλιγιάννη για να σταθεί δυνατόν να γίνει κάποια σύγκριση.
Ναι, η οργή του 2014 και η χαρμολύπη της επιβεβαίωσης του 2015, τώρα έχουν δώσει τη θέση τους στην αηδία.
Με αυτό το αίσθημα ναυτίας παρακολουθώ αυτούς τους μήνες την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση.
Από την κλάψα στο θράσος
Τους παρακολουθώ να εφαρμόζουν ένα προπαγανδιστικό πρωτόκολλο με τον πιο απαρέγκλιτο τρόπο:
Όταν πρέπει να απαντήσουν για θέματα που σχετίζονται με αδιαμφισβήτητες καταστροφές (καταστροφή της οικονομίας, φυγή καταθέσεων, μνημόνια, υπερταμείο και τα λοιπά), αρχίζουν την κλάψα: Δεν φταίμε, νομίζαμε, είχαμε αυταπάτες, μας εκβίασαν, ηττηθήκαμε, θυσιαστήκαμε για τον λαό.
Όταν πρέπει να απαντήσουν για την ανικανότητα που οδήγησε σε εθνικές τραγωδίες όπως οι φονικές πυρκαγιές στο Μάτι, λένε (το είπε ο Τσίπρας) πως θύμωσαν με την διάλυση του κρατικού μηχανισμού. Και πάλι κλάψα – ήμασταν άτυχοι, έτυχε μια στραβή στη βάρδιά μας και άλλα τέτοια.
Αλλά πολύ γρήγορα από το ψοφοδεές ύφος περνούν στο θράσος. Βρίσκουν του κόσμου τα προσχήματα για να μην ψηφίζουν αυτά που είχαν προετοιμάσει, κατηγορούν, καταγγέλλουν, διακηρύσσουν πως αυτοί θα τα έκαναν καλύτερα και πως όλα τα είχαν έτοιμα στα συρτάρια τους, πλην όμως ο λαός έκανε το… λάθος να τους πετάξει από τις καρέκλες τους.
Όπλο τους και πάλι το ψέμα και η προπαγάνδα. Βέβαιοι ότι ο λαός, βυθισμένος στα προβλήματά του, δεν πολυθυμάται λεπτομέρειες:
Με τον πιο αδίστακτο τρόπο, ο Τσίπρας καταγγέλλει τον Μητσοτάκη ότι δεν εφάρμοσε τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας που, όπως ψευδώς λέει, ο ίδιος είχε εξασφαλίσει τον Ιούνιο του 2019. Ψέμα ελεεινό, διότι δεν είχε εξασφαλίσει κυρώσεις, αλλά «πρόσκληση για υιοθέτηση στοχοθετημένων μέτρων» και πάντως όχι για την Ελλάδα, αλλά για την Κύπρο.
Με θράσος καταγγέλλει ότι η κυβέρνηση δεν εξασφάλισε σαφή στήριξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από τις ΗΠΑ και ότι ο ίδιος «μίλησε» μπροστά στον Τραμπ, ενώ στην πραγματικότητα ο Αμερικανός Πρόεδρος ούτε τότε είχε πει λέξη για την προκλητικότητα της Τουρκίας και στην συνέντευξη Τύπου επίσης οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι βρήκαν την ευκαιρία να ρωτήσουν για θέματα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, με κυρίαρχο το ζήτημα της κατάργησης του Obamacare, δηλαδή του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος που είχε εφαρμόσει ο Ομπάμα.
Με έπαρση διαφημίζει ότι είχε κληθεί σε μια διάσκεψη για την Λιβύη στο Παλέρμο, κατηγορώντας την κυβέρνηση για την απουσία της από την αποτυχία του Βερολίνου – μιας διάσκεψης στην οποία συμμετείχαν μόνο όσοι εμπλέκονται στον εμφύλιο σ’ αυτή τη χώρα με στρατούς, μισθοφόρους και όπλα – την ώρα που εκείνος απουσίαζε από αυτό που κυρίως ενδιέφερε την Ελλάδα, δηλαδή την Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το μεταναστευτικό.
Ας παν’ στο καλό τα παλιά…
Με τον πιο προκλητικό τρόπο παρουσιάζει έκρυθμες καταστάσεις του παρόντος ως εάν αυτές να μην είχαν ξανασυμβεί επί των ημερών του.
Γίνονται επεισόδια με τους μετανάστες στα νησιά; Τα καταγγέλλουν ως πρωτοφανή. Λες και δεν υπήρχαν επί των ημερών τους συμπλοκές, μαχαιρώματα, άγριες συγκρούσεις, εμπρησμοί, μάχες με τους αστυνομικούς, τραυματισμοί αστυνομικών, σοκάκια πλημμυρισμένα με αίματα, καταστροφές περιουσιών και καμένοι ελαιώνες.
Και βέβαια, καταγγέλλουν την αναλγησία σε βάρος των προσφύγων, όταν επί των ημερών τους έχασαν τη ζωή τους πάνω από τριακόσιοι άνθρωποι.
Αλλά, σου λέει, ποιος τα θυμάται όλα αυτά μπροστά στις φρέσκιες εικόνες;
Υπάρχει πρόβλημα με το ποδόσφαιρο; Σπεύδει ο κ. Τσίπρας να καταγγείλει την κυβέρνηση για ανικανότητα. Λες και επί των ημερών του δεν διακόπηκαν το Κύπελλο Ελλάδας, το 2016 και το Πρωτάθλημα, το 2018.
Αλλά, σου λέει, ποιος τα θυμάται όλα αυτά μπροστά στα φρέσκα κουλούρια;
Λιποθυμάει ένα κοριτσάκι επειδή, όπως αναφέρθηκε, η οικογένειά του δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της;
Νάσου ο Τσίπρας με ανάρτηση να παριστάνει τον υποστηρικτή των αδυνάτων και των συσσιτίων – λέγοντας ψέματα, βέβαια, διότι τίποτε δεν άλλαξε (το αντίθετο) ως προς τα σχολικά γεύματα και σίγουρα ο ΕΝΦΙΑ ήταν φέτος χαμηλότερος από τον ΕΝΦΙΑ που πληρώναμε επί των ημερών του.
Πουλάει δηλαδή ανθρωπισμό και εμφανίζεται ως μέγας ανθρωπιστής, πατώντας πάνω στο δράμα των κατοίκων των νησιών και των προσφύγων, αλλά και πάνω σε δραματικές προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες.
Αυτό, όμως, δεν είναι ούτε πολιτική, ούτε πολιτική αντιπαράθεση. Είναι παλιανθρωπιά!
Μα, θα πείτε, είναι παλιάνθρωποι όλοι οι πολιτικοί, οι βουλευτές και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ;
Όχι, βέβαια. Οι περισσότεροι, σε ατομικό επίπεδο, είναι καλοί άνθρωποι – αν εξαιρέσουμε μερικούς πορωμένους και κάτι ακαλλιέργητα αγρίμια.
Και εδώ είναι το πρόβλημα: Ο κ. Τσίπρας, βαθιά αμοραλιστής, κατάφερε να δημιουργήσει έναν «συλλογικό παλιάνθρωπο» - ανθρώπους δηλαδή που ιδιωτικώς συμπεριφέρονται κανονικά και δημοσίως μιμούνται τον αρχηγό τους σε επιθετικότητα, μίσος και αλαζονεία.
Δύσκολη εξίσωση; Περίεργο ψυχογράφημα; Πιθανόν.
Αλλά τώρα πια που όλες οι αυταπάτες διαλύθηκαν και η πραγματικότητα έγινε κοινό κτήμα, ο εχθρός της χώρας είναι αυτός ο «συλλογικός παλιάνθρωπος»…
elzoni.gr