Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Προπαγάνδα και κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
 
Κάθε άλλο παρά τυχαία ακούμε τελευταία και ιδέες περί κυβερνήσεων μειοψηφίας από το κυβερνητικό μόρφωμα και την προπαγάνδα του.
Σκοπός τους είναι να παραμείνουν με κάθε κόστος στην εξουσία.
Και επικαλούνται διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και λοιπά.
Κι’ η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες!
Αλλά και πάλι, μην φανταστεί κανείς ότι τα πράγματα είναι ρόδινα στις χώρες που μας παρουσιάζουν ως πρότυπα. Κάθε άλλο! Και προφανώς καθόλου δημοκρατικά.

Η Πορτογαλία, στο κοινοβούλιο της οποίας το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαθέτει μόνο 86 από τις 230 έδρες, ο πρωθυπουργός Κόστα, που στη Βουλή ανέτρεψε το πρώτο κόμμα του συντηρητικού Κοέλιου, του πρωθυπουργού που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, στηρίζεται στις ψήφους του Αριστερού Μπλοκ, των Κομμουνιστών και των Πράσινων.
Με όλους αυτούς ο Κόστα έχει υπογράψει… τρεις διαφορετικές συμφωνίες! Αλλά και αυτοί συχνά δεν ψηφίζουν στη Βουλή τις προτάσεις της κυβέρνησης μειοψηφίας, με αποτέλεσμα τα νομοσχέδια να περνούν επειδή το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα επιλέγει την οδό της αποχής και βγαίνουν τα «κουκιά».
Δηλαδή, όλοι αυτοί που στήριξαν και στηρίζουν τον Κόστα και ανέτρεψαν τον Κοέλιου, κοροϊδεύουν τους ψηφοφόρους τους αλά Καμμένο, και συμμετέχουν καταψηφίζοντας.
Μάλλον δεν μοιάζει πολύ δημοκρατικό αυτό και σίγουρα ο Κόστα περνά περισσότερο χρόνο ασχολούμενος με τα καπρίτσια των εταίρων του παρά με την διακυβέρνηση της χώρας.
Στην Ισπανία πάλι, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Πέδρο Σάντσεθ (ο οποίος δεν είναι βουλευτής) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας διαθέτουν 84 βουλευτές, αλλά κυβερνούν με την ψήφο εμπιστοσύνης των 71 βουλευτών των Podemos. Αφού προηγουμένως έριξαν μέσα στη Βουλή τον Ραχόι, το κόμμα του οποίου είχε έλθει πρώτο στις εκλογές! Ένας ετερόκλητος συνασπισμός, με τη συμμετοχή των Σοσιαλιστών, των Podemos, των Καταλανών αυτονομιστών και των Βάσκων εθνικιστών.
Μετά τις εκλογές της 20ής Δεκεμβρίου 2015 - το κόμμα του Ραχόι εξέλεξε 123 βουλευτές (από τους 350 του ισπανικού κοινοβουλίου), ενώ ο Σάντσεθ με το  Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE), απέσπασε 90 έδρες – ακολούθησε χάος και ασυνεννοησία, με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές στις 25 Ιουνίου 2016.
Αυτή τη φορά το Λαϊκό Κόμμα  του Ραχόι ήλθε και πάλι πρώτο, με περισσότερες αυτή τη φορά έδρες (137), ενώ οι Podemos, με 71 έδρες, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη δεύτερη θέση. Οι «δεύτεροι», οι Σοσιαλιστές, με 85 έδρες, όπως και οι Ciudadanos, που έπεσαν στις 32 έδρες, ανακοίνωσαν αμέσως πως δεν θα στηρίξουν τον Ραχόι.
Χρειάσθηκε να φθάσουν στο Οκτώβριο του 2016, οπότε οι Σοσιαλιστές ήραν το βέτο και αποφάσισαν αποχή από την ψηφοφορία στη Βουλή, ώστε να σχηματίσει μια εύθραυστη κυβέρνηση ο Ραχόι, ο οποίος τελικά ανετράπη στη Βουλή.
Ο μύλος συνεχίστηκε. Κάθε τόσο οι Podemos καταγγέλλουν, απειλούν με αποχώρηση. Και τον Ιούλιο του 2018, οι Podemos και τα δύο καταλανικά κόμματα αποφάσισαν να απορρίψουν το προσχέδιο του προϋπολογισμού!
Με αποτέλεσμα, ο προϋπολογισμός να αλλάξει κατά τα γούστα των κυβερνητικών εταίρων και να μην εγκριθεί από την ΕΕ!
Θα άντεχε κάτι τέτοιο η Ελλάδα;
Στην Ιρλανδία πάλι, ο Λίο Βαράντκαρ, αρχηγός του κεντροδεξιού κόμματος Φίνε Γκάελ, κυβερνά με βάση μια συμφωνία που ο προκάτοχός του, Έντα Κένι, είχε συνάψει την πρωτομαγιά του 2016 με το κόμμα της αντιπολίτευσης Φιάνα Φέιλ. Με βάση τη συμφωνία αυτή, το Φιάνα Φέιλ θα απέχει από τις ψηφοφορίες στο κοινοβούλιο σε κρίσιμα ζητήματα, επιτρέποντας στο κυβερνών κόμμα να περνάει τα νομοσχέδια! Μια πολύ εύθραυστη ισορροπία που παρά λίγο να οδηγήσει στην πτώση της κυβέρνησης.
Όλα αυτά διότι, στις εκλογές του Φεβρουαρίου 2016, ο απερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός που αποτελείτο από το Φίνε Γκαέλ (κεντροδεξιά) και το Εργατικό Κόμμα, ήρθε πρώτος χωρίς ωστόσο να καταφέρει να διατηρήσει την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Έντα Κένι δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, παραιτήθηκε και χρειάστηκε να φθάσουν στον Ιούνιο του 2017, οπότε πρωθυπουργός εξελέγη ο διάδοχός του, Λίο Βαράντκαρ, που κατάφερε να εκλεγεί όταν το μεγαλύτερο αντιπολιτευόμενο κόμμα, το Φιάνα Φέιλ τήρησε – και πάλι - αποχή.

Σημειώστε ότι τον Νοέμβριο του 2017 η αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υποχρεώθηκε σε παραίτηση μετά από απαίτηση των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Το κόμμα της είχε λάβει την απόφαση να την στηρίξει (καθώς οι κατηγορίες εναντίον της κρίθηκε ότι μπορεί να ήταν και αποτέλεσμα σκευωρίας), αλλά η ίδια παραιτήθηκε για να μην υπάρξει κυβερνητική κρίση παραμονές της κρίσιμης για την Ιρλανδία συζήτησης με την ΕΕ για το Μπρέξιτ.

Και να σκεφθούμε ότι η ιρλανδική οικονομία αναπτύχθηκε με 5,2% το 2016 και το 2015 με 7,8% και η ιρλανδική οικονομία αξιολογείται με Α ήδη από τον Φεβρουάριο του 2016.
Πάμε τώρα στη Δανία, όπου πρωθυπουργός από τον Ιούνιο του 2015 είναι ο κεντροδεξιός Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, αρχηγός του κόμματος Venstre, που συγκυβερνά με τους Φιλελεύθερους και τους Συντηρητικούς. Όλοι αυτοί μαζί, όμως, διαθέτουν μόνο 53 βουλευτές από τους 179 της δανικής Βουλής. Ψήφο εμπιστοσύνης έχουν λάβει από το ακροδεξιό Κόμμα του Λαού (DF) που διαθέτει 37 βουλευτές και δεν συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Ο Ράσμουσεν εξαρτάται από την υποστήριξη άλλων κομμάτων, του DF περιλαμβανομένου, σε κάθε ψηφοφορία χωριστά!
Αποτέλεσμα: Υπό την απειλή των ακροδεξιών, η κυβέρνηση Ράσμουσεν έλαβε τον Μάιο του 2016 την απόφαση να απομονώνονται οι μετανάστες στο νησί «Lindholm». Και στις 20 Δεκεμβρίου 2018 εγκρίθηκε η χρηματοδότηση του εγχειρήματος από το κοινοβούλιο!
Τον Ιανουάριο του 2016 η Βουλή της Δανίας ενέκρινε τον αμφιλεγόμενο νόμο κατάσχεσης των τιμαλφών των προσφύγων, ενώ τον Μάιο του 2018, η Βουλή ενέκρινε νόμο με τον οποίο απαγορεύεται η χρήση τις ισλαμικής μαντήλας σε δημόσιους χώρους. Και όλα αυτά επειδή το ακροδεξιό κόμμα διαθέτει στη Βουλή έξι πολύτιμες για την κυβερνητική επιβίωση έδρες!
Έχουμε δηλαδή και στη Δανία μια… ωραία κυβέρνηση μειοψηφίας!
Στην Τσεχία πάλι, πρωθυπουργός από τον Ιούλιο του 2018 είναι ο κεντροαριστερός δισεκατομμυριούχος Αντρέι Μπάμπιτς, που συγκυβερνά με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και έχει λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης των κομμουνιστών βουλευτών της Βοημίας και της Μοραβίας, που δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση συνασπισμού.
Από τότε, η κυβέρνηση ακροβατεί ανάμεσα σε προτάσεις μομφής και κρίσιμες ψηφοφορίες.
Σε κατάσταση ακροβασίας βρίσκεται συνεχώς και η κυβέρνηση της Τερέζας Μέι στη Βρετανία, εν μέσω συνομιλιών για το Μπρέξιτ, καθώς το Συντηρητικό Κόμμα χρειάζεται τις δέκα ψήφους του κόμματος των Ιρλανδών Ενωτικών που δεν μετέχουν στην κυβέρνηση. Και είναι γνωστό ότι η Μέι αναβάλλει συνεχώς κρίσιμες ψηφοφορίες – και αυτή της συμφωνίας για το Μπρέξιτ – επειδή δεν βρίσκει πλειοψηφία στη Βουλή. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Μέι υπέστη δύο διαδοχικές ήττες στη Βουλή.
Η Σλοβενία πηγαίνει από κυβέρνηση μειοψηφίας σε κυβέρνηση μειοψηφίας και από κυβερνητική κρίση σε κυβερνητική κρίση.
Το 2013 είχαμε την διάλυση της προηγούμενης κυβέρνησης μειοψηφίας και τον Αύγουστο του 2018 σχηματίστηκε πάλι κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον κεντροαριστερό πρώην ηθοποιό Μάριαν Σάρετς, ο οποίος για να περνά τα νομοσχέδιά του ψάχνει κάθε φορά πρόθυμους μεταξύ των ανεξαρτήτων!
Στο Βέλγιο, όπου οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν τον προσεχή Μάιο, ο πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ είναι από τον περασμένο Δεκέμβριο επικεφαλής κυβέρνησης μειοψηφίας, καθώς οι Φλαμανδοί εθνικιστές με τους οποίους συνεργαζόταν αποχώρησαν μετά τη διαφωνία τους για το Σύμφωνο Μετανάστευσης του ΟΗΕ.
Ωστόσο, ο φιλελεύθερος Σαρλ Μισέλ εξακολουθεί να εξαρτάται από τους Φλαμανδούς εθνικιστές, αφού αυτοί έχουν δηλώσει ότι του λοιπού θα υπερψηφίζουν μόνο τα νομοσχέδια που περιλαμβάνονταν στην προγραμματική συμφωνία τους με τον Μισέλ.
Η κυβέρνηση μειοψηφίας Πελεγκρίνι στη Σλοβακία που βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας τον Μάρτιο του 2018 (μετά τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία δημοσιογράφου) εξαρτάται από έναν εξαιρετικά ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό – Σοσιαλιστές, Ούγγροι μειονοτικοί και Σλοβάκοι εθνικιστές, γεγονός που καθοδηγεί και τις πρωτοβουλίες της.
Και τέλος, στην Κροατία, μετά την (δεύτερη από το 2015) πτώση της κυβέρνησης Πλένκοβιτς (Δημοκρατική Ένωση) τον Απρίλιου του 2017, όταν αποχώρησε ο κυβερνητικός του εταίρος Bridge of Independent Lists (Most) – οι υπουργοί του κόμματος αυτού υπερψήφισαν την πρόταση μομφής κατά του υπουργού των Οικονομικών και αποπέμφθηκαν από τον πρωθυπουργό – ο νέος κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον Αντρέι Πλένκοβιτς διαθέτει τις 75 από τις 151 έδρες της κροατικής Βουλής.
Κατά περίπτωση, αναζητεί συμμάχους σε άλλα κόμματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προώθηση του κυβερνητικού έργου και των προεκλογικών δεσμεύσεων.
Και για να μην ξεχνιόμαστε: Τον Νοέμβριο του 2017, όταν στην Γερμανία πάσχιζαν για σχηματισμό κυβέρνησης – και ο Τσίπρας είχε τηλεφωνήσει στον Σουλτς για να του ζητήσει να… συνεργαστεί με την Μέρκελ – η καγκελάριος είχε δηλώσει ότι θα ήταν προτιμότερη νέα προσφυγή στις κάλπες από μια κυβέρνηση μειοψηφίας…

*Βουλευτής Β΄ Αθηνών, πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητική εκπρόσωπος, δημοσιογράφος

 elzoni.gr