Σύμφωνα με τον George Mounin «ο καθένας κουβαλά την ποίηση στην τσέπη του παιδικού του παντελονιού», ενώ ο Μίμης Σουλιώτης δίδασκε πως «η ποίηση γράφεται με τετριμμένες λέξεις». Και έτσι ακριβώς γράφει και ο Ιωάννης Παπουτσάκης («στις ράγες της μνήμης», βακχικόν, 2018).
Η ποίησή του είναι γραμμένη με λέξεις καθημερινές εγκαταλείποντας τις φορμαλιστικές προτροπές για ανοικείωση. Χωρίς μετωνυμίες ή εξεζητημένες μεταφορές, πλην όσων εντοπίζονται και στον προφορικό λόγο, ο Παπουτσάκης ακολουθεί τον καθημερινό λόγο μέσα σε μία αφηγηματική ροή στην οποία κυριαρχεί η λιτότητα. Οι λίγες προσωποποιήσεις
(σταγόνες σιωπής) ή μεταφορές (ομίχλη, ανάσα, στα απέραντα λιβάδια) και επαναλήψεις (παγωμένα όνειρα, πώς θα ήταν η ζωή, πόνος) -απλά ως εξαίρεση- τονίζουν διαφορικά την απέριττη αφηγηματική του γραφή. Σε μία στρουκτουραλιστική προσέγγιση η αντίθεση αυτή, σημειολογικά ως μηχανισμός παραγωγής νοήματος δια του οικείου λόγου, τονίζει την καλλιτεχνική πρόταση του δημιουργού να ποιεί μακριά από φορμαλιστικές τεχνικές.
Με αφορμή το ατομικό βίωμα ο Παπουτσάκης απλώνει την αγωνία και τον ποιητικό του αναστοχασμό στο συλλογικό (στις ράγες, αναμνήσεις ενός μεγάλου παιδιού, νυχτερινή συζήτηση με τον εαυτό μου, εν Αθήναις τη...). Ο στίχος του σε μία κειμενοκεντρική προσέγγιση αποτελεί μέρος της βιωμένης εμπειρίας και αποτυπώνει ακριβώς τη συλλογική αγωνία μέσα από το δικό του φίλτρο. Η συχνή χρήση του α' πληθυντικού προσώπου (όνειρα καλοκαίρια, μονοπάτια, άγριες νύχτες, ήλιος, στο μουράγιο) αισθητοποιεί ακριβώς τούτη τη διάσταση της ποιητικής του, καθιστώντας συμμέτοχο τον ακροατή/αναγνώστη. Τον ίδιο ρόλο παίζει και το β' ενικό γραμματικό πρόσωπο που διατηρεί μία αοριστολογική διάσταση ή άλλοτε λειτουργώντας ως μίμηση του πρωτοενικού υποκείμενου (η σκιά της σιωπής, απουσία, ταινία, πόνος, περισυλλογή, μηδέν και κάτι). Το χαμένο όνειρο (βράχοι της θάλασσας, μηδέν και κάτι, περισυλλογή) και τα ναυάγια της ζωής (ομίχλη, πλοία, ανάσα, στα απέραντα λιβάδια, σταγόνες σιωπής) τίθενται στο επίκεντρο του προβληματισμού του, ως αντιληπτικού οργάνου που παράγει συναισθήματα.
Μα μέσα στην απογοήτευση των καιρών και του σκηνικού χώρου, ο Παπουτσάκης διατηρεί αναμμένη τη σπίθα της αισιοδοξίας (μονοπάτια, άγριες νύχτες, στις γειτονιές της μνήμης, ανάσα). Συχνά το τέλος των συνθέσεων φωτίζεται από αισιόδοξες φλόγες (χειμωνιάτικο φως, όνειρα καλοκαίρια, η σκιά της σιωπής, σε θυμάμαι). Ο οπτιμισμός του εξάγεται από τον αγώνα για ζωή (μονοπάτια, πώς θα ήταν η ζωή, στο μουράγιο) και την αθωότητα του ονείρου (άγριες νύχτες, ήλιος, βράχοι της θάλασσας), ακόμα και όταν συνοδεύεται από στοιχεία ποιητικής του πένθους (ένα αόρατο χέρι, αποχαιρετισμός, ρέκβιεμ της καρδιάς, θλίψη) που συνδέονται με τη μνήμη (σε θυμάμαι, στις γειτονιές της μνήμης).
Αν και δεν αποφεύγει την πολιτική ρητορεία (πόνος, πενία, απουσία, στο μουράγιο, ήλιος) η στιχουργική του είναι βαθιά ανθρωποκεντρική. Κινούμενη μεταξύ υπαρξιακής αγωνίας (μνήμη και θάνατος) και κοινωνικής αναζήτησης δίνει μία οικουμενική διάσταση στην αγωνία του. Η ουτοπία του ακροατή/αναγνώστη βρίσκεται στη μνήμη και την παιδική αθωότητα, στο όνειρο. Σε μία αναγνωστική οπτική η ποιητική του Παπουτσάκη είναι ένας ύμνος στη ζωή και τη διαρκή πάλη για την κατάκτηση του παιδικού ονείρου. Αποτυπώνει την ανάγκη των ανθρώπων να παλέψουν κόντρα στο σκοτάδι και τον θάνατο, γιατί όσο ανάβει το καντήλι της μνήμης ο νεκρός (και το όνειρο) θα είναι ζωντανός (χάδι του ουρανού, στις ράγες), θυμίζοντας τον στίχο του Ρίτσου «ετούτος δω ο λαός δεν γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του».