«Όταν ήμουν Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης για πρώτη φορά κάναμε έναν ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων για το ελληνικό δημόσιο. Είχαμε θέσει τότε σε απόλυτη προτεραιότητα την στοχευμένη ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών με καλά καταρτισμένο προσωπικό ώστε να μπορούν να επιτελούν πραγματικά το καθήκον τους όπως ορίζει το Σύνταγμα. Αυτός ο προγραμματισμός, δυστυχώς, παραδόθηκε στην Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ουδέποτε όμως υλοποιήθηκε. Αντ΄ αυτού σήμερα το ελληνικό δημόσιο αντί να προσλαμβάνει καταρτισμένους επιστήμονες, προσλαμβάνει κατά πλειοψηφία υπαλλήλους υποχρεωτικής εκπαίδευσης», ανέφερε σε ομιλία του ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στο 11ο Συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος».
Αναλυτικά όσα είπε:
«Όπως και σχεδόν κάθε χρόνο, είμαι και φέτος πάλι εδώ μαζί σας στο ετήσιο συνέδριό σας. Δεν το κάνω μόνο για να τιμήσω με αυτόν τον τρόπο το εξαιρετικά σημαντικό έργο σας, αλλά γιατί συμμερίζομαι απόλυτα τους σκοπούς της Διεθνούς Διαφάνειας.
Θεωρώ πραγματικά σημαντική -τολμώ να πω καθοριστική- τη συνδρομή της στη διαχρονική, επίπονη, κουραστική, δύσκολη προσπάθειά για την αναβάθμιση των θεσμών μας αλλά και για την κάθαρση της δημόσιας ζωής. Αυτά είναι πεδία κρίσιμα για την Ελλάδα. Ξέρετε καλά πως όλα αυτά για μένα δεν είναι μόνο λόγια. Είναι η συνέχεια και η συνέπεια λόγων και πράξεων.
Ξέρετε ότι από το ξεκίνημα της πολιτικής μου διαδρομής, νέος Βουλευτής τότε το 2006, είχα πάρει τη πρωτοβουλία να προτείνω την αλλαγή του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης Υπουργών. Θα θυμάται καλά και ο κ. Σούρλας, ο οποίος έχει διαχρονικά επιδείξει ένα πολύ σπουδαίο έργο στην προσπάθεια ενίσχυσης των θεσμών. Θυμάμαι ότι είχα στείλει μια επιστολή σε όλους τους βουλευτές τους ελληνικού Κοινοβουλίου, ζητώντας τους να συνυπογράψουν την πρόταση μου να κριθεί αναθεωρητέο το άρθρο 86, το οποίο δεν είχε κριθεί αναθεωρητέο ούτε από τη Νέα Δημοκρατία τότε ούτε από το ΠΑΣΟΚ. Δυστυχώς τότε δεν είχα βρει την απαραίτητη ανταπόκριση από τους συναδέλφους μου Βουλευτές. Ήταν η εποχή εκείνη που τα θέματα της διαφάνειας δεν ήταν ακόμη πολύ ψηλά στην ατζέντα του δημόσιου διαλόγου. Πίστευα πάντα και εξακολουθώ να πιστεύω, -και αυτή είναι και η πρόταση που έχουμε καταθέσει τώρα- ότι το άρθρο 86 πρέπει να αλλάξει διότι δεν δικαιολογείται οι πολιτικοί να έχουν μια σκανδαλωδώς προνομιακή νομική μεταχείριση σε σχέση με τους απλούς πολίτες. Είναι ζήτημα δημόσιας ηθικής τάξης. Ήμασταν από τότε με τη Διεθνή διαφάνεια μαζί, στην ίδια όχθη. Και από τότε το ποτάμι κύλησε πολύ. Όμως οι μάχες που καλούμαστε να δώσουμε παραμένουν οι ίδιες. Απλώς αυτοί που κάποτε παρίσταναν ότι είναι εναντίον της ασυλίας βουλευτών και υπουργών, σήμερα κρύβονται πίσω ακριβώς από αυτή την ασυλία. Μάλλον αισθάνονται ανακούφιση που υπάρχει -ίσως τη νιώθουν ως μια ασπίδα. Την ίδια ώρα έχουν το θράσος να διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για να γίνει πιο χαλαρό το πλαίσιο που διέπει τη βουλευτική ασυλία.
Έτσι όμως ούτε η ελληνική πολιτική ούτε, βέβαια, η Ελλάδα, θα πάει ποτέ μπροστά. Ασφαλώς και φορτίζει αυτόν τον γόνιμο προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου σας μια πολύ δυσμενής επικαιρότητα η οποία δυστυχώς μας περιβάλλει: Γύρω μας, η κυβερνητική προπαγάνδα περί δήθεν τέλους των μνημονίων προσκρούει στη σκληρή πραγματικότητα μιας χώρας που είναι εκτός αγορών, μιας χώρα η οποία παραμένει πολιορκημένη από φόρους και εισφορές. Η εικονική πραγματικότητα ενός σοβαρού και αξιόπιστου κράτους πότε προσκρούει στους κατεστραμμένους servers του Υπουργείου των Εξωτερικών, πότε χάνεται στην καθημερινή ανασφάλεια του πολίτη, πότε βυθίζεται στα θολά νερά των κομματικών διορισμών.
Όλα αυτά, ενώ η κοινή γνώμη ασφυκτιά ανάμεσα σε εθνικές ταπεινώσεις και οικονομικά αδιέξοδα. Όλα αυτά, όταν η ίδια η κοινωνία απογοητεύεται, βλέποντας τη Δικαιοσύνη να πλαγιοκοπείται, τους θεσμούς -το ίδιο το Σύνταγμα, την Εκκλησία- να αντιμετωπίζονται ως πολυ-εργαλεία για πελατειακές μεθοδεύσεις. Δυστυχώς στη χώρα του ΣΥΡΙΖΑ αγνοούνται θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Το τεκμήριο της αθωότητας, το κράτος Δικαίου, η έγκαιρη απονομή της Δικαιοσύνης, τείνουν να γίνουν, δυστυχώς, άγνωστες λέξεις.
Ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος -επιτρέψτε μου εδώ αυτήν την παρέμβαση που σχετίζεται με τα θέματα της επικαιρότητας, αλλά σχετίζεται, με τον τρόπο της και με το αντικείμενο του Συνεδρίου σας- έχει ανάγκη από μια ριζική και τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση που θα οδηγήσει στο νέο Καταστατικό Χάρτη της χώρας. Έχουμε καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση η οποία αναφέρεται εκτενώς και στα ζητήματα της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Αλλά δυστυχώς η κυβερνητική πλειοψηφία αρνείται να προσυπογράψει την πρόταση μας, για μια σειρά από άρθρα τα οποία πρέπει -επιβάλλεται- να κριθούν αναθεωρητέα. Με σημαντικότερο την αναθεώρηση του Άρθρου 16. Η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα στην οποία δεν επιτρέπεται η ίδρυση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών και ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Επιτρέπεται ακόμη και στην Κούβα, επιτρέπεται και στη Βόρειο Κορέα.
Θα ήθελα από το συνέδριο σας να απευθυνθώ στην κυβερνητική πλειοψηφία. Η Ελλάδα δεν έχει τη πολυτέλεια να παραπέμψει στις συνταγματικές καλένδες την αλλαγή αυτού του κρίσιμου άρθρου. Δεν αντέχουμε να περιμένουμε άλλα 10 χρόνια εγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες όταν ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με τόσο γρήγορους ρυθμούς. Ας κριθεί λοιπόν αναθεωρητέο το άρθρο 16 έστω και με 151 βουλευτές σε αυτήν τη Βουλή ώστε να έρθει η επόμενη βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών, να προσδιορίσει το περιεχόμενο της. Και απευθύνομαι προσωπικά στον κ. Τσίπρα. Σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα ας βάλει επιτέλους το καλό της χώρας πάνω από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του κόμματός του.
Σε μία τέτοια ατμόσφαιρα καλούμαστε, λοιπόν, σήμερα να συζητήσουμε το θέμα του 11ου συνεδρίου σας. Διαβάζω τον τίτλο, ο οποίος πράγματι είναι αρκετά τεχνικός: «Οι καθαρές δημόσιες συμβάσεις όχημα βιώσιμης ανάπτυξης και ανταγωνιστικής οικονομίας». Σύμφωνοι. Αλλά, σε ποια χώρα και με ποιες προϋποθέσεις; Μιλάμε για «όχημα ανάπτυξης» στην Ελλάδα του 2018. Στο κράτος, δηλαδή, το οποίο μόλις πρόσφατα η Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας «Doing Business» κατέταξε μόλις στην 72η θέση –πέντε επίπεδα κάτω από πέρσι και έντεκα θέσεις πιο πίσω από εκεί που είχε υποχωρήσει το 2016. Μιλάμε, για «όχημα ανταγωνιστικής οικονομίας» με μια διακυβέρνηση που μας υποβίβασε, φέτος, στην 57η θέση του Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Τέσσερις βαθμίδες ακόμη πιο κάτω από εκεί που είχαμε κατρακυλήσει το 2017. Τέλος, μιλάμε για «καθαρές δημόσιες συμβάσεις», αλλά ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μιλάμε γι’ αυτές τις «καθαρές δημόσιες συμβάσεις»; Με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού να παρεμβαίνει και να σώζει 800 εκατομμύρια του Δημοσίου, -επαναλαμβάνω, 800 εκατομμύρια του Δημοσίου- που η κυβέρνηση στην ουσία χάριζε στους παραχωρησιούχους του «Ελ. Βενιζέλος»; Με τον αρμόδιο υπουργό να αλλάζει, εκ των υστέρων, όρους διαγωνισμού για το Θριάσιο ώστε να ευνοηθούν συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα; Αυτές είναι πολιτικές πράξεις τις οποίες έχουμε στηλιτεύσει στη Βουλή. Και με μια Κυβέρνηση, βέβαια, -μιας και και μιλάμε για ανταγωνιστικές δημόσιες συμβάσεις- που τις απευθείας αναθέσεις, που θα έπρεπε να είναι η εξαίρεση, στο προσφυγικό τουλάχιστον τις έχει ανάγει σε κανόνα;
Συνεπώς, το ίδιο το αντικείμενο του προβληματισμού μας σήμερα παραπέμπει σε μία ευρύτερη ανταλλαγή απόψεων η οποία πρέπει να έχει θεσμικό προσανατολισμό, πρέπει να έχει τεχνοκρατικές όψεις αλλά πρέπει να έχει και μια βαθύτερη πολιτική και ιδεολογική ουσία. Αυτό επιτάσσει, άλλωστε, και η ίδια η πραγματικότητα διότι δεν γίνεται να έχουμε υγιείς δημόσιες συμβάσεις από ένα γραφειοκρατικό-κομματικό κράτος το οποίο δεν αξιολογείται, δεν λογοδοτεί και δεν λειτουργεί με κανόνες διαφάνειας. Όπως είναι αδιανόητη η «βιώσιμη ανάπτυξη» σε μία χώρα-ουραγό στις επενδύσεις, σε μια χώρα όπου ακόμη και οι δημόσιες επενδύσεις του προγράμματος Δημοσίων επενδύσεων υπολείπεται κατά πολύ τους στόχους.
Μπορεί όλες οι πτυχές του θέματος που εξετάζουμε σήμερα να φέρουν το στίγμα μιας συγκεκριμένης αντίληψης για τη διαχείριση της εξουσίας. Είμαι, ωστόσο, ο τελευταίος που θα αρνηθεί τα διαχρονικά οργανωτικά προβλήματα του ελληνικού κράτους. Τις παθογένειες μιας γερά δομημένης γραφειοκρατίας. Όπως και τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και όταν μιλώ για «κανονικότητα», δεν εννοώ την προ κρίσης κατάσταση. Αρνούμαι το κακό παρόν, αλλά δεν υπερασπίζομαι το προβληματικό παρελθόν. Το μέτριο δεν χωρά, πλέον, στις αποσκευές του ταξιδιού που καλείται να κάνει η χώρα. Αυτό που ονομάζουμε «παλαιοκομματισμός» αποτελεί, δυστυχώς ένα οριζόντιο νήμα που διαπερνά-επηρεάζει όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Κι αν ασκώ αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση είναι διότι ανέσυρε, αναβίωσε, επέβαλε αυτόν τον «παλαιοκομματισμό» στη χειρότερη μορφή του. Όπως συμβαίνει, δυστυχώς, και με τα φαινόμενα διαφθοράς στο Δημόσιο -τα οποία, ασφαλώς, έχουν το δικό τους παρελθόν. Γιατί ξέρετε όταν μιλάμε για διαφθορά δεν θέλω να αναφέρομαι μόνο σε σκάνδαλα. Διότι η διαφθορά απλώνεται τελικά και στην «ευνοιοκορατία» η οποία βολεύει ημετέρους, στερώντας ευκαιρίες δουλειάς σε νέους αξιους πτυχιούχους. Και η διαφθορά κλιμακώνεται με αυταρχικές βολές εναντίον των θεσμών και επιθέσεις λάσπης κατά των πολιτικών αντιπάλων. Με άλλα λόγια, αυτό το οποίο ονομάζουμε ηθικό πλεονέκτημα δεν είναι κάτι το οποίο προκύπτει από αυτάρεσκους αυτοπροσδιορισμούς, αλλά από ένα σύνολο στάσεων. Δεν είναι ένα εύκολο σύνθημα, είναι μια δύσκολη πράξη, που παράγει παράδειγμα. Είναι, δηλαδή αυτό το οποίο θα αποκαλούσαμε το «ευ πολιτεύεσθαι» της αρχαίας Αθήνας. Γι’ αυτό και η αποκατάσταση του κύρους της πολιτικής σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου θα είναι πρώτη προτεραιότητα μου.
Στους δύο πρώτους κύκλους του συνεδρίου σας, είμαι σίγουρος ότι μεταφέρθηκαν πολλές εμπειρίες, ακούστηκαν σοβαροί προβληματισμοί διατυπώθηκαν ενδιαφέρουσες προτάσεις. Έγιναν αναφορές σε βέλτιστα παραδείγματα, χρησιμοποιήθηκε η τεχνογνωσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρουσιάστηκαν οι προσπάθειες των Ανεξάρτητων Αρχών, αλλά και της Δικαιοσύνης. Και, θα ήταν λάθος να υποτιμηθούν τα πολύ σημαντικά βήματα που έγιναν με την συμβολή τους. Όμως η απόσταση από το σημείο στο οποίο οφείλει να φτάσει η χώρα είναι, δυστυχώς, ακόμα πολύ μεγάλη. Απαιτούνται πολύ πιο τολμηρές προσεγγίσεις, γρηγορότεροι ρυθμοί και πιο σύγχρονα εργαλεία. Διότι, αλλιώς,, οι «καθαρές δημόσιες συμβάσεις» του συνεδρίου σας θα μείνουν θολές συμφωνίες καχυποψίας. Και αντί για «οχήματα ανάπτυξης» θα γίνουν εργαλεία στασιμότητας και οπισθοδρόμησης. Σε μία χώρα όχι «ανταγωνιστικής οικονομίας», αλλά καθηλωμένης εσωστρέφειας και αποεπένδυσης
Θα έχουμε, δηλαδή, πρακτικά, ό,τι ισχύει σε ένα βαθμό και τώρα: προβληματικές συμβάσεις που θα ακροβατούν για καιρό, θα αφορούν όλο και λιγότερα παραγωγικά έργα. Απέναντι σε αυτήν την ζοφερή πραγματικότητα των 400 και πλέον νομοθετημάτων που κυκλώνουν και πνίγουν τις δημόσιες συμβάσεις, απέναντι σε έναν κεντρικό νόμο, τον 4412/2016 ο οποίος έχει ήδη τροποποιηθεί πάρα πολλές φορές, πάνω από 200 -εντυπωσιακό, μέσα σε μόλις 2 χρόνια. Ας δώσουμε λοιπόν πέντε σαφείς απαντήσεις για το ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι μας, στο πλαίσιο αυτό:
- Ενοποίηση και απλοποίηση του νομικού πλαισίου. Καλύτερη αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας.
- Απόλυτη ψηφιοποίηση των διαγωνιστικών διαδικασιών. Να γίνονται αποκλειστικά ηλεκτρονικά ώστε να μειωθεί ή να αποκλειστεί κάθε ανθρώπινη παρέμβαση.
- Περαιτέρω ενίσχυση και εξοπλισμός με τεχνικά μέσα των Ανεξάρτητων Αρχών και του ελεγκτικού μηχανισμού.
Ανοίγω μια παρένθεση εδώ. Όταν ήμουν Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης για πρώτη φορά κάναμε έναν ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων για το ελληνικό δημόσιο. Είχαμε θέσει τότε σε απόλυτη προτεραιότητα την στοχευμένη ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών με καλά καταρτισμένο προσωπικό ώστε να μπορούν να επιτελούν πραγματικά το καθήκον τους όπως ορίζει το Σύνταγμα. Αυτός ο προγραμματισμός, δυστυχώς, παραδόθηκε στην Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ουδέποτε όμως υλοποιήθηκε. Αντ΄ αυτού σήμερα το ελληνικό δημόσιο αντί να προσλαμβάνει καταρτισμένους επιστήμονες, προσλαμβάνει κατά πλειοψηφία υπαλλήλους υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αν δείτε την ετήσια έκθεση του ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις του περασμένου έτους θα διαπιστώσετε ότι το προσωπικό με υψηλά προσόντα το οποίο προσελήφθη τον περασμένο χρόνο είναι μόλις το 11% των προσλήψεων. Αυτό λοιπόν οριοθετεί με τον καλύτερο τρόπο ποιες είναι οι πραγματικές προτεραιότητες της σημερινής Κυβέρνησης για την αναβάθμιση του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, ειδικά εκεί που χρειάζεται υψηλή κατάρτιση και εξειδικευμένες γνώσεις. Ποιοι υπηρετούν πελατειακές λογικές και ποιοι θέλουν να βλέπουν πραγματικά μια δημόσια διοίκηση η οποία θα μπορεί να δίνει στις Ανεξάρτητες Αρχές και στους ευαίσθητους φορείς που διαχειρίζονται ειδικά κρίσιμα χαρτοφυλάκια τη δυνατότητα να επιτελούν το έργο τους.
- Αυτό συνδέεται βέβαια και με την αναβάθμιση των δημοσίων υπαλλήλων και την πριμοδότησή τους με βάση στοχοθεσίες και χρονοδιαγράμματα.
- Επιμένω πολύ στη σύσταση ενός κυβερνητικού χαρτοφυλακίου το οποίο θα έχει την ευθύνη οριζόντιας ψηφιακής πολιτικής. Ώστε να μπορεί να παρακολουθούνται όλες οι διαδικασίες που αφορούν επενδύσεις και σε περίπτωση γραφειοκρατικής εμπλοκής η υπόθεση να μπορεί να επιλύεται αμέσως σε υψηλότερο πολιτικό επίπεδο.
Έχω πει πολλές φορές ότι αντιμετωπίζω την πολιτική ως ένα σύνολο πράξεων που πρέπει να φέρουν αποτελέσματα αλλά θα πρέπει και να προβάλλουν και ένα πρότυπο δράσης. Είμαι σίγουρος, λοιπόν, ότι και σε αυτόν τον εξαιρετικά κρίσιμο τομέα τον οποίο πραγματεύεστε σήμερα στο Συνέδριο σας θα μπορούν οι πρωτοβουλίες μας να ενεργοποιήσουν πολύτιμες δυνάμεις και να αφυπνίσουν αξίες της ελληνικής κοινωνίας: Θα μπορέσουμε να κινητοποιήσουμε άξιους επιχειρηματίες οι οποίοι, είναι μακριά από κρατικές «διασυνδέσεις» και μακριά από τη λογική του εύκολου κέρδους. Θα επενδύσουν στη μεγάλη ευκαιρία της ίδιας της πατρίδας μας. Με σχέδιο, με αισιοδοξία θα ανταγωνιστούν, αλλά θα ανταγωνιστούν με κανόνες. Να αναπτυχθούν οι εταιρείες τους, και φυσικά να κερδίσουν και οι εργαζόμενοι σε αυτές. Θα μπορέσουμε να κινητοποιήσουμε ικανά και ταλαντούχα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης που θα αξιοποιήσουν με παραγωγικό τρόπο τις ικανότητές τους. Οι λειτουργοί αυτοί θα αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες χωρίς να υπόκεινται σε πιέσεις -ενδοϋπηρεσιακές ή άλλες. Θα είναι υπερήφανοι, για την προσφορά στον τόπο τους.
Και βέβαια, το πολιτικό παράδειγμα αυτό θα κινητοποιήσει ολόκληρη την κοινωνία. Διότι, ο πολίτης θα εμπιστευθεί ξανά το κράτος μόνο όταν αντιληφθεί ότι αυτό τίθεται, τελικά, στη δική του υπηρεσία, όταν παράγει έργο προς όφελος όλων. Θα ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη του στους θεσμούς, όταν θα πάρει ο ίδιος τη θέση που του αξίζει στη νέα, αισιόδοξη πραγματικότητα. Μην έχετε καμία αμφιβολία ότι, απέναντι σε αυτή την προσπάθεια, τη δική μας, τη δική σας, ως Διεθνής Διαφάνεια θα υψωθούν τείχη. Το ξέρετε εξάλλου καλά, έχετε αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες στο παρελθόν. Παλιές συνήθειες, παθογένειες, αλλά και συμφέροντα κάθε είδους θα προσπαθήσουν να την υπονομεύσουν. Και οι δυνάμεις που τρέφονται από την καθήλωση θα αντιδράσουν σε κάθε απόπειρα προοδευτικής κινητικότητας. Όμως δεν έχουμε άλλα περιθώρια. Πρέπει να βαδίσουμε μπροστά με καθαρή ματιά στις αδυναμίες μας, με ανοιχτό μυαλό στις λύσεις. Χωρίς να κρύβουμε τα προβλήματα, αλλά επιμένοντας στην υπέρβασή τους. Χωρίς να φοβόμαστε τις συγκρούσεις, όπου αυτές μπορεί να είναι αναγκαίες.
Πέρσι, το αντίστοιχο συνέδριό σας για την εμπιστοσύνη και την αναβάθμιση των θεσμών, προσέφερε εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα και έναν ευρύ προβληματισμό. Η Νέα Δημοκρατία ενσωμάτωσε πολλά από τα συμπεράσματα σας στην δική μας πολιτική πρόταση. Το ίδιο ευελπιστώ να γίνει και φέτος σε ένα πιο τεχνικό, πιο εξειδικευμένο θέμα. Γι’ αυτό και περιμένω με πολύ ενδιαφέρον τα τελικά σας συμπεράσματα. Γιατί εμείς στη Νέα Δημοκρατία είμαστε ένα κόμμα ανοιχτό, έτοιμο να ενσωματώσει κάθε γόνιμη ιδέα, χωρίς να μας νοιάζει, κατ’ ανάγκη, από πού προέρχεται. Γιατί πιστεύουμε -πιστεύω- ότι η ένταση των προβλημάτων, η βαθιά κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα, έχει ξεθωριάσει τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος.
Διαμορφώνεται σήμερα ένα σαφές δίπολο: ο ρεαλισμός της αλήθειας απέναντι στη δημαγωγία του ψέματος. Οι ουσιαστικές αλλαγές απέναντι στην παλαιοκομματική καθυστέρηση. Η προοδευτική σύνθεση -επιμένω πολύ σε αυτό- απέναντι σε έναν παρωχημένο διχασμό. Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους προσέρχομαι και φέτος στο Συνέδριο σας, όχι απλώς, ως αρχηγός μιας μεγάλης δημοκρατικής παράταξης. Αλλά -θέλω να ελπίζω- και ως εκφραστής ενός ευρύτερου ρεύματος αναγέννησης της χώρας στο οποίο να συγκλίνουν όλες οι υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου. Ελπίζω ότι αυτό το κίνημα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα θα έρθει σύντομα στα πράγματα. Και ιδέες όπως αυτές της Διεθνούς Διαφάνειας, θα είναι πάντα πυξίδα για την πορείας μας. Γι’ αυτό είμαι εδώ, εξάλλου, όπως ήμουν μαζί σας και σε πολλά προηγούμενα Συνέδρια σας.
Εννοείται ότι θα συνεχίσω, προσωπικά, αλλά και με την ιδιότητα μου να είμαι αρωγός στο έργο σας. Και εύχομαι του χρόνου να σας παρουσιάσω εδώ και τα πρώτα δείγματα γραφής της δουλειάς μας»