Στην Ελλάδα ζούμε άρα, είτε ζούμε σε μεγαλούπολη είτε όχι, είναι πολύ πιθανό να καταγόμαστε από κάποιο χωριό. Ακόμα όμως κι αν είμαστε βέροι πρωτευουσιάνοι, στις διακοπές ή σε διάφορες εκδρομές, σίγουρα θα έχουμε πετύχει στο δρόμο βοσκούς με τα κοπάδια τους και θα έχουμε ακούσει πώς φωνάζουν τα ζώα, ή την περίεργη «διάλεκτο» που μιλούν μεταξύ τους.
Κάποιες λέξεις του ποιμενικού λεξιλογίου τις καταλαβαίνουμε, κάποιες άλλες τις έχουμε ξανακούσει, αλλά σε άλλη χρήση, ενώ κάποιες άλλες μάς είναι παντελώς
άγνωστες. Τι λέτε λοιπόν για ένα γρήγορο μάθημα …”τσοπάνικων”;
Υπάρχουν λοιπόν ορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, όπως για παράδειγμα η γάστρα. Γάστρα στα “τσοπάνικα” σημαίνει σιδερένιο θολωτό σκέπασμα, κάτω από το οποίο ψηνόταν το ψωμί, ή ακόμα και ολόκληρα αρνιά και κατσίκια. Έχει λοιπόν κάποια διαφορά από το σκεύος της γάστρας που χρησιμοποιούμε σήμερα. Επίσης, όλοι ξέρουμε την γκλίτσα, τη μαγκούρα του τσοπάνη. Αυτό που δεν ξέρουμε όμως είναι ότι μπορούμε να τη συναντήσουμε και ως αγκούτσα. Τα ζωντανά (ή ζα) ξέρουμε ότι είναι γενικότερα τα ζώα, η καλύβα το μέρος που κοιμάται ο τσοπάνης (το καλοκαιρινό του κατάλυμα λέγεται κονάκι) και η καρδάρα το ξύλινο δοχείο για το γάλα που αρμέγεται. Ξέρουμε το παγούρι, όπου βάζουμε νερό ή κρασί, τη στρούγκα, ένα πρόχειρο μαντρί όπου αρμέγονται τα ζώα, το τσαρδί, που είναι μια πρόχειρη καλύβα, τα τσαρούχια και τα τσουράπια, τα παπούτσια δηλαδή και τις μάλλινες κάλτσες του τσοπάνη.
Υπάρχουν όμως και μερικές λέξεις που σημαίνουν άλλο πράγμα στη δική μας καθημερινότητα και άλλο πράγμα στη γλώσσα των τσοπάνων: Πάρτε για παράδειγμα το κλωτσοτύρι. Εμείς χρησιμοποιούμε τη λέξη ως το όνομα του τυριού που παράγεται στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Πριν φτάσουμε όμως στο τυρί, κλωτσοτύρι είναι, για τους τσοπάνηδες, το τυρόγαλο που μένει από το πήξιμο του τυριού, αυτό που όταν βράζεται γίνεται το γνωστό τυρί. Πολλοί γνωρίζουν την Κουρούτα, τη μαγευτική παραλία της Ηλείας. Αν όμως πεις “κουρούτα” σε έναν τσοπάνη, θα καταλάβει πως μιλάς για μια κατσίκα του που είναι παρδαλή ή ασπρόμαυρη και με κέρατα. Ξέρουμε όλοι τον αρχαίο Κούρο, το μεγάλο μαρμάρινο άγαλμα ανδρικής μορφής. Μαθαίνουμε όμως τώρα και τον κούρο (από την αρχαία «κουρά») που δεν είναι άλλο από το κούρεμα των γιδοπροβάτων. Έτσι κάπως μπερδεύουμε και την Κύπρο με τον...κύπρο, που είναι ένα μεγάλο κουδούνι από μπρούτζο, σαν καμπάνα, για το κοπάδι.
Γνωστή είναι και η πυτιά (τουλάχιστον στους τυρολάτρεις), το ένζυμο που χρησιμοποιούμε για να πήξουμε το τυρί, αλλά πόσοι ξέρουν ότι είναι, στην πραγματικότητα, ονομασία για το στομάχι των κατσικιών; Αν ακούτε ραβανί, και σκέφτεστε γλυκό φαίνεται λογικό. Αλλά στα τσοπάνικα, ραβανί είναι η ασπρόμαυρη κατσίκα! Το Ταλαγάνι, πριν γίνει γνωστό κι αγαπημένο τυρί για σχάρα, ήταν (και παραμένει) το μάλλινο πανωφόρι των τσοπάνηδων. Αν ακούσετε για ψαριά, μην πάει ο νους σας αμέσως στη θάλασσα...Γιατί ψαριά ονομάζεται η γκρίζα γίδα (με το ψαρό μαλλί). Κι αν τυχαίνει κι έχετε μια φίλη που τη λένε Φλώρα, εξηγήστε της πως το όνομά της, στην ποιμενική διάλεκτο, σημαίνει άσπρη γίδα. Όσο για το, όχι και τόσο ευγενικό, γκιόσα…ε αυτή είναι μια μαύρη γίδα και λευκή κοιλιά!
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα λέξεων που χρησιμοποιούν οι τσοπάνηδες στην καθημερινότητά τους. Κάποιες από αυτές μας είναι οικείες, κάποιες άλλες τελείως ξένες. Παραμένουν όμως κι αυτές λέξεις της ελληνικής γλώσσας (ανεξάρτητα από τη ρίζα τους) έστω και αν ακούγονται...εξωτικές! Γιατί ποιος θα φανταζόταν ότι μια ρούτα ρούσα μπορεί να είναι μια προβατίνα, ξανθοκόκκινη με κοντό μαλλί;