Η φετινή επέτειος αποκατάστασης της Δημοκρατίας
δίνει πραγματικά αφορμή για μια ουσιαστική τοποθέτηση. Πέραν του
απολογισμού που κάνει κάθε πολιτική δύναμη ή κάθε πρόσωπο ατομικά απ’
όσους και όσες ζήσαμε όλη αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
πολύχρονη μεταπολιτευτική περίοδο, δίνει το έναυσμα για μια ουσιαστική
συζήτηση για το σήμερα.
Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα
διπλό ορόσημο το οποίο έχει εκ των πραγμάτων, επίσης, μια ιστορική
σημασία. Από τη μία η χώρα καλείται να πορευτεί μετά την τυπική έξοδο
από την οκτάχρονη περίοδο της χρεοκοπίας και των
μνημονιακών δεσμεύσεων αυτόνομα και να ανταποκριθεί τόσο στις
δραματικές ανάγκες που υπάρχουν για την επούλωση των κοινωνικών πληγών,
όσο και στην διαμόρφωση της οντότητάς της στο διεθνή και ευρωπαϊκό
περίγυρο. Από την άλλη η συζήτηση η οποία εξελίσσεται
με πάρα πολύ σοβαρές αντιπαραθέσεις στο «μεγάλο κάδρο» της Ευρώπης
καταδεικνύει τη σημασία αυτού του ορόσημου και για τη χώρα μας και για
την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για το πρώτο ζήτημα έχουν υπάρξει δημόσια και
αναπτυχθεί τα προπλάσματα ακόμα και των προεκλογικών βασικών
προγραμμάτων τόσο των νεοφιλελεύθερων, όσο και των αριστερών δυνάμεων
στη χώρα μας, εν προκειμένω για την κυβέρνηση μέσα από το πολυσέλιδο
και ουσιαστικό κείμενο για την ανάπτυξη το οποίο έχει επιδοθεί και προς
την Ε.Ε. προ διμήνου. Για το δεύτερο ζήτημα που αφορά στην πορεία της
Ε.Ε. η συζήτηση είναι ανοιχτή ακόμα, με ισχυρούς κινδύνους και
κλυδωνισμούς που μπορεί να επηρεάσουν εμμέσως και αμέσως
την ίδια την πορεία και διεθνή θέση της χώρας μας, εάν δεν βρεθούν οι
προωθητικές ισορροπίες, αλλά κι αν δεν γίνουν οι ριζικές αλλαγές που
απαιτούνται για την αναθεμελίωση της Ε.Ε.
Επ’ αυτού του ζητήματος έχει σημασία σε αυτήν την
επετειακή συζήτηση να σημειώσουμε δύο πράγματα που αφορούν εκ των
πραγμάτων και στο ίδιο το μέλλον του λαού μας, ιδιαίτερα της νεολαίας
μας, στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο και ταυτόχρονα
διάχυτο από ανισότητες και εγγενείς κινδύνους, ακόμα και πολεμικών
συγκρούσεων, κόσμο μας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ατζέντα της σχετικής
συζήτησης που ξεκίνησε πριν ενάμιση χρόνο ήταν άτολμη σε ό,τι αφορά το
μέλλον της Ε.Ε. και επιδεκτική δυστυχώς σε ρυθμίσεις προς τα «δεξιά» με
βάση και τον εκλογικό χάρτη που διαμορφώθηκε στον
εκλογικό κύκλο του 2017 στην Ευρώπη κι έτσι όπως αυτός συνεχίστηκε μέσα
στο 2018 σε Ιταλία, Σλοβενία και αλλού. Άρα πλέον οι κίνδυνοι είναι
ακόμα μεγαλύτεροι για την προσέγγιση και εξεύρεση πολιτικών λύσεων
μεσομακροπρόθεσμα πάνω σε κεντρικά ζητήματα, όπως
αυτό που αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό, όπως είναι η αλληλέγγυα
αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της, αλλά και
γενικότερα η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και η θέση της μέσα στον σύγχρονο
πολυπολικό κόσμο.
Επ’ αυτού οι δυνάμεις της Αριστεράς, με την
ευρύτερη δυνατή έννοια και διάσταση, εκαλούντο από την ίδια την ιστορία
εδώ και χρόνια να επανατοποθετηθούν. Δυστυχώς όμως κι αυτή η διαδικασία
έχει βραδύνει πάρα πολύ, με αποτέλεσμα τα περισσότερα
από τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να συνεχίσουν να
είναι παγιδευμένα στην ομηρία των νεοφιλελεύθερων απόψεων και
συνεργασιών ή να υπάρχουν διαλυτικά φαινόμενα σε αυτόν τον χώρο, όπως
στη γειτονική Ιταλία, πράγμα που μας «πονάει» ιδιαίτερα.
Είναι επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης και της
χώρας που μέσα στην κρίση έγινε δυνατόν να διαμορφωθεί η συνεργασία των
χωρών του Νότου η οποία έβαλε μια επιπλέον προοδευτική ατζέντα στη
συζήτηση, φέρνοντας στην επιφάνεια ιδιαίτερα τα κοινωνικά
ζητήματα.
Έβαλε στη συζήτηση την ανάγκη για κοινωνικές
συγκλίσεις και την αναθεμελίωση της Ευρώπης στις ιδρυτικές της αξίες
προτάσσοντας τη διαμόρφωση κοινών πολιτικών που θα φέρνουν κοινωνικές
συγκλίσεις σε ανώτερο επίπεδο: θα εξισορροπούν, έναντι
των μεγάλων ανισοτήτων που παράγει η ίδια η αρχιτεκτονική του Ευρώ, τις
τάσεις των οικονομιών και του βορρά και του νότου. Κυρίως όμως θα
λειτουργούν με περισσότερη δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα των σημερινών
υπαρχόντων τυπικών ή άτυπων θεσμών της Ε.Ε., πολιτικών
και οικονομικών θεσμών. Ταυτόχρονα, όλα αυτά δεν μπορεί παρά να έχουν
σαν προϋπόθεση έναν προϋπολογισμό ο οποίος θα είναι σοβαρότατα
ενισχυμένος, πέραν του 1% όπου επί χρόνια δίνει ελάχιστες δυνατότητες
για κοινά προγράμματα, για επενδύσεις, για αναπτυξιακούς
σκοπούς και για ενίσχυση των κοινωνικών και διαρθρωτικών ταμείων.
Επομένως, η συζήτηση αυτή είναι καίρια για τη χώρα
μας. Σημαντικό ορόσημο, επίσης, είναι η μεγάλη διεργασία που γίνεται
έτσι ώστε τα Βαλκάνια εν συνόλω, με τις διαφορετικές ταχύτητες της κάθε
χώρας, να μπουν στη νέα εποχή και να διεκδικήσουν
σημαντική θέση σε μια Ευρώπη που θα έχει μέλλον, θα έχει όραμα και
προϋποθέσεις συνανάπτυξης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η χώρα μας στο σύνορο
της Ευρώπης με δύο άλλες ηπείρους μπορεί να διαδραματίσει πολύ
σημαντικό ρόλο και ως εκ τούτου είναι ιστορικής σημασίας
η διαμορφούμενη συμφωνία με τη γείτονα χώρα, τη FYROM.
Αυτές οι σκέψεις πιστεύω ότι δίνουν ένα γόνιμο περιεχόμενο στο διάλογο
που πρέπει να γίνει το επόμενο διάστημα και που σε μεγάλο βαθμό θα
συμπυκνώνονται και στη σχετική συζήτηση
για τη συνταγματική αναθεώρηση που πρέπει να γίνει στην τελευταία
σύνοδο της παρούσης περιόδου της Βουλής.
Στη βάση των παραπάνω δεδομένων που κατά τη γνώμη
μου αποτελούν κοινό τόπο διαπιστώσεων και αναγκών για την εποχή μας,
παρότι και στο παρελθόν αρκετές φορές χρησιμοποιήθηκε η έννοια της νέας
μεταπολίτευσης, τώρα πλέον μπορούμε να μιλάμε
ουσιαστικά και ποιοτικά για μια νέα περίοδο μεταπολίτευσης μέσα στη
συνέχεια των χρόνων, αλλά και μέσα στο δραματικό διάστημα της
οκτάχρονης κρίσης, που ελπίζουμε στις 20 Αυγούστου να πάρει οριστικά
τέλος.