Μεγάλη Τετάρτη: Ο Χριστός αποθεώνει τους αδύναμους και ραπίζει τους εξουσιαστές
Στο
προσωπο μιας πόρνης ο Χριστός αποθέωσε την γυναίκα, ανάγοντας την σε
κοινωνό και πομπό του κυρήγματος Του. Έπειτα έπλυνε ο ίδιος τα πόδια των
μαθητών του, κάνοντας την κοινωνική ισότητα πράξη σε όλα τα επίπεδα. Σε μία κοινωνία αδικίας και ανισότητας, όπου οι γυναικες και οι κοινωνικά αδύναμοι εθεωρούντο αντικείμενα, ο Χριστός
θέτει πάλι τον θεμέλιο λίθο του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Οι πολίτες
κρίνονται από την αρετή και την καλοσύνη τους και όχι από τον
διαχωρισμό της ισχύος και του αδίκου.
Την ίδια στιγμή το εξουσιαστικό ιερατείο ετοιμάζει την εξόντωση του οργανώνοντας την προδοσία του Ιούδα.
Ειλχε προηγηθεί το καθάρισμα του ναού από εμπόρους και τοκογλυφους, όπου ο Χριστός αποθέωσε και τα παιδιά. Μόνον τα παιδιά υμνούν την θεία χάρη.
2000 χρόνια μετά, ακόμα γυναικες λιθοβολούνται και παιδιά θεωρούνται αντικείμενα εκμετάλλευσης.
β’
Μκ 11, 15: Όταν ήρθαν πάλι στα Ιεροσόλυμα (την επόμενη μέρα), μπήκε ο
Ιησούς στον Ναό… Ιω 2, 14: Μέσα στον περίβολο του ιερού (Ναού) βρήκε
αυτούς που πουλούσαν βόδια, πρόβατα και περιστέρια για τις θυσίες, και
τους αργυραμοιβούς καθιστούς πίσω από τους πάγκους. Τότε έφτιαξε ένα
μαστίγιο από σχοινιά και τους έβγαλε όλους έξω από τον περίβολο του
Ναού, μαζί και τα πρόβατα και τα βόδια, και έριξε καταγής τα νομίσματα
των αργυραμοιβών, και αναποδογύρισε τους πάγκους. Και είπε σε αυτούς που
πουλούσαν τα περιστέρια: «Πάρτε τα αυτά από εδώ, μην κάνετε εμπορικό
κατάστημα το σπίτι του Πατέρα μου. Μτ 21, 13: …Η Γραφή λέει: Ο οίκος μου
πρέπει να είναι οίκος προσευχής (Ησαΐας 56, 7), εσείς όμως τον κάνατε
σπήλαιο ληστών». (Ιερεμίας 7, 11) Εκεί στον Ναό τον πλησίασαν κουτσοί
και τυφλοί, και τους θεράπευσε. Όταν είδαν οι αρχιερείς και οι
γραμματείς τα θαύματα που έκανε, και τα παιδιά να φωνάζουν μέσα στον Ναό
και να λένε «Δόξα στον Υιό του Δαβίδ», αγανάκτησαν και του είπαν: «Δεν
ακούς τι λένε αυτοί; » Και ο Ιησούς τους λέει: «Και βέβαια τα άκουσα.
Αλλά και εσείς δεν διαβάσατε ποτέ στην Γραφή, πως από το στόμα νηπίων
και βρεφών έκανες να βγει τέλειος ύμνος;» (Ψαλμός 8, 3) Τους άφησε και
βγήκε έξω από την πόλη, στη Βηθανία, και διανυκτέρευσε εκεί. Μκ 11, 18:
Τα πληροφορήθηκαν αυτά οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς,
και αναζητούσαν τρόπο να τον εξοντώσουν. Τον φοβούνταν όμως, γιατί ο
λαός εντυπωσιαζόταν με τη διδασκαλία του.
Γυνή, βαλοῦσα σώματι Χριστοῦ μύρον,
Τὴν Νικοδήμου προὔλαβε σμυρναλόην.
Βιογραφία
Κατά
την Μεγάλη Τετάρτη επιτελούμε ανάμνηση του γεγονότος της αλείψεως του
Κυρίου με μύρο από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται στη μνήμη μας, η
σύγκλιση του Συνεδρίου των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή Δικαστηρίου
τους, προς λήψη καταδικαστικής αποφάσεως του Κυρίου, καθώς και τα σχέδια
του Ιούδα για προδοσία του Διδασκάλου του.
Δύο
μέρες πριν το Πάσχα, καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ
βρισκόταν στο σπίτι στου λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια πόρνη γυναίκα
κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Η τιμή του ήταν γύρω στα
τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο άρωμα και γι’ αυτό οι μαθητές την επέκριναν
και περισσότερο απ’ όλους ο Ιούδας. Γνώριζαν οι μαθητές καλά πόσο μεγάλο
ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Ο
Χριστός όμως την υπερασπίσθηκε, για να μην αποτραπεί απ’ το καλό της
σκοπό. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει
τον Ιούδα από τη προδοσία, αλλά μάταια. Τότε απέδωσε στη γυναίκα την
μεγάλη τιμή να διακηρύσσεται το ενάρετο έργο της σε ολόκληρο την
οικουμένη.
Ο
Ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι δύο ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με
μύρο τον Κύριο. Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές αναφέρουν μια και την ίδια
γυναίκα, που πήρε την ονομασία πόρνη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως κάνει
λόγο για άλλη γυναίκα, αξιοθαύμαστη και σεμνή, τη Μαρία την αδελφή του
Λαζάρου, που άλειψε τα άχραντα πόδια Του σκουπίζοντας τα με τις τρίχες
των μαλλιών της.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος
ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει
γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή
μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς
βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ
Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Να,
ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ
δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος
ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο.
Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν
παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς·
σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν
Ἀγγέλων).
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ὑπὲρ
τὴν Πόρνην Ἀγαθὲ ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα, ἀλλὰ
σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχῃς, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι
Σωτήρ. Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Ἀγαθὲ
Κύριε, ἂν καὶ ἁμάρτησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν πόρνη ὅμως δέ σοῦ πρόσφερα
(ὅπως ἐκείνη) βροχὴ δακρύων μετανοίας· ἀλλὰ πέφτω στὰ πόδια σου, σιωπηλὰ
δεόμενος καὶ ἀσπαζόμενος τὰ ὁλοκάθαρα πόδια σου, νὰ μοῦ χορηγήσεις
συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτῆρα μου: Λύτρωσέ με ἀπὸ τὸν
ἠθικὸ βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καὶ σῶσε με.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Πόρνη
προσῆλθέ σοι, μύρα σὺν δάκρυσι, κατακενοῦσά σου ποσὶ Φιλάνθρωπε, καὶ
δυσωδίας τῶν κακῶν, λυτροῦται τῇ κελεύσει σου, πνέων δὲ τὴν χάριν σου,
μαθητής ὁ ἀχάριστος, ταύτην ἀποβάλλεται, καὶ βορβόρῳ συμφύρεται,
φιλαργυρίᾳ ἀπεμπολῶν σε. Δόξα Χριστὲ τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Μιὰ
πόρνη γυναίκα σὲ πλησίασε, φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ ἄδειασε στὰ πόδια σου
ἀρώματα ἀνακατεμένα μὲ δάκρυα. Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη λυτρώθηκε μὲ τὸ
πρόσταγμά σου ἀπὸ τὴ δυσωδία τῶν ἁμαρτημάτων της. Ἀντίθετα ὁ Ἰούδας, ὁ
ἀχάριστος μαθητής, ἂν καὶ ἀνέπνεε τὴν εὐωδία της χάριτός σου, ἀπέβαλε
αὐτὴ καὶ ἀναμίχτηκε μὲ τὴν ἀναθυμίαση τοῦ βορβόρου τῆς ἁμαρτίας,
πουλώντας σε ἀπὸ φιλαργυρία. Δόξα, Χριστέ, στὴν εὐσπλαχνία σου!
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἰούδας
ὁ δόλιος, φιλαργυρίας ἐρῶν, προδοῦναί σε Κύριε, τὸν θησαυρὸν τῆς ζωῆς,
δολίως ἐμελέτησεν. Ὅθεν καὶ παροινήσας, τρέχει πρὸς Ἰουδαίους, λέγει
τοῖς παρανόμοις. Τί μοι θέλετε δοῦναι, κᾀγὼ παραδώσω ὑμῖν, εἰς τὸ
σταυρῶσαι αὐτόν;
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἡ
Πόρνη ἐν κλαυθμῷ, ἀνεβόα οἰκτίρμον, ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους
σου πόδας, θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς, καὶ ἐκ βάθους στενάζουσα. Μὴ ἀπώσῃ
με, μηδὲ βδελύξῃ Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν, καὶ σῶσον, ὡς
μόνος φιλάνθρωπος.
Ὁ Οἶκος
Ἡ
πρῴην ἄσωτος Γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τὰ ἔργα, τῆς αἰσχρᾶς
ἁμαρτίας, καὶ ἡδονὰς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τὴν αἰσχύνην τὴν πολλήν,
καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι, ὧν περ πρῶτος
πέλω, καὶ πτοοῦμαι, ἀλλ’ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων, ἡ Πόρνη δὲ
γυνή, καὶ πτοηθεῖσα, καὶ σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρὸς τὸν Λυτρωτήν·
Φιλάνθρωπε καὶ οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.