Στον
Πρόεδρο της Βουλής κ. Νικόλαο Βούτση παρέδωσε το Πόρισμά της Ειδικής
Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη Διενέργεια Προκαταρτικής Εξέτασης κατά
του πρώην Υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου.
Εκ
μέρους του Προεδρείου της Επιτροπής, ο Πρόεδρός της κ. Νικόλαος
Παρασκευόπουλος τόνισε ότι τα μέλη της
εργάστηκαν εντατικά και
αποτελεσματικά σε «ένα εξαιρετικό πνεύμα συνεργασίας, χωρίς
το φαινόμενο άγριων αντιπαραθέσεων».
Η
πρότασή του Πορίσματος, όπως τόνισε ο κ. Παρασκευόπουλος, αφορά «στην
εξάλειψη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου των εγκλημάτων τα οποία
φαίνεται να έχουν τελεστεί ή φέρονται να έχουν τελεστεί
σε ένα πολύ απώτερο χρόνο».
Το
Πόρισμα επίσης προτείνει την αναρμοδιότητα της Βουλής για εξέταση άλλων
εγκλημάτων, όπως η νομιμοποίηση εσόδων. «Η αναρμοδιότητα αυτή, τόνισε ο
κ. Παρασκευόπουλος, οδηγεί σε μια επιτάχυνση
της απονομής της Δικαιοσύνης. Πιστεύουμε ότι η Δικαιοσύνη θα κινηθεί
με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και προσοχή ως προς τα νομικά ζητήματα,
τους όρους και τις προϋποθέσεις. Νομίζω ότι θα φτάσουμε σε ένα
αποτέλεσμα που θα τιμά τη Δικαιοσύνη της χώρας μας
με όρους κράτους δικαίου» συμπλήρωσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής.
Ο
Πρόεδρος της Βουλής παραλαμβάνοντας το πόρισμα τόνισε ότι στην αυριανή
Διάσκεψη των Προέδρων θα θέσει το θέμα ώστε να οριστεί η μέρα συζήτησης
την επόμενη εβδομάδα στην Ολομέλεια.
«Μέσα
από τη λειτουργία των Εξεταστικών Επιτροπών αναβαπτίζεται στην κοινή
γνώμη η λειτουργία της Βουλής, ως θεματοφύλακας αυτών των διαδικασιών,
οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγμα. Αυτό
είναι ανεξάρτητο από το τελικό πόρισμα που παραδίδεται και από το πόσο
γρήγορα όλη η δουλειά που έχει γίνει εδώ. Οι μαρτυρικές καταθέσεις οι
λογαριασμοί και τα υπόλοιπα στοιχεία αποδίδονται στη Δικαιοσύνη, για να
προχωρήσει πλέον στην προκείμενη περίπτωση,
του πρώην υπουργού, ως απλού πολίτη ή με όποια άλλη ιδιότητα, αυτές τις
διαδικασίες.
Πρέπει
να γνωρίζουμε ότι δεν είναι υπεύθυνη η Βουλή όταν έρχονται με
καθυστέρηση πολλών ετών και πέραν των ορίων της συνταγματικής πρόνοιας,
για παραγραφή, δικογραφίες που αφορούν σε πολιτικά
πρόσωπα. Και θα ήταν υποκρισία εάν μέναμε στο τυπικό και ουσιαστικό
βεβαίως του Συντάγματος και δεν ασχολείτο η Βουλή με τέτοια ζητήματα.
Πιστεύω ότι σωστά η Βουλή ξεκινάει, προχωράει τις διαδικασίες, μαζεύει
το υλικό, πάντοτε στο πλαίσιο των κανόνων, όπως
έγινε και σε άλλες υποθέσεις πολύ σοβαρές, ακριβώς επειδή υπάρχει και η
αντίληψη της κοινής γνώμης για την ανάγκη θεσμικής προσήλωσης. Από εκεί
και πέρα η Δικαιοσύνη έχει και την επίνευση, έχει το σήμα ότι το
πολιτικό σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να λειτουργεί
πυροσβεστικά, είτε να αποκρύπτει ζητήματα που αφορούν το πολιτικό
προσωπικό και αυτό πιστεύω ότι λειτουργεί και για τη Δικαιοσύνη θετικά
για την γρήγορη και δίκαιη σε κάθε περίπτωση ετυμηγορία της.
Και
ελπίζω την ανάγκη προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος τόσο τα
δικαστήρια της χώρας, όσο και η εκτελεστική εξουσία αλλά βεβαίως και η
νομοθετική εξουσία, η Βουλή, αυτή την ανάγκη θα πρέπει
να την υπηρετούμε με πολύ μεγάλη προσήλωση ιδιαίτερα σ’ αυτήν την εποχή
της κρίσης, είναι ένα τεκμήριο και ένα κριτήριο και για την ίδια την
απόδοση Δικαιοσύνης και για τις αποφάσεις που παίρνουν και τα
δικαστήρια, για τις αποφάσεις που παίρνουμε και εμείς
ως Βουλή, για τις αποφάσεις που παίρνουν οι Υπουργοί ως εκτελεστική
εξουσία. Δεν είναι σωστό να παραμένουμε σε μια τυπολατρία ενδεχομένως η
οποία σε μια πολύ ευαίσθητη κοινή γνώμη, μεταφράζεται σε μια αδιαφορία ή
σε έναν υποκειμενισμό ο οποίος δεν συμβάλει
στην ανόρθωση και στην εξυγίανση των θεσμών.»