Της
Ειρήνης Λεριού*
Ανάμεσα
στο μεθυστικό φως από τα πολύχρωμα λαμπιόνια του δέντρου και τις νοσταλγικές
μυρωδιές από τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα , παιδικές φωνές που
τραγουδούν τα κάλαντα ακούγονται , από
την άκρη του δρόμου μιας αθηναϊκής συνοικίας. Είναι αυτές οι παιδικές φωνές που
σε συνεπαίρνουν και σε ταξιδεύουν σε μια άλλη εποχή, σε ένα χωριό απέναντι από
τη Χίο, στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ της υπέροχης Ιωνίας και ξάφνου το βιβλίο
του Ι.Δ. Αικατερίνη για τις Χαμένες Πατρίδες, ζωντανεύει ολόκληρο.
Και
τώρα βλέπεις ολοκάθαρα μπροστά σου παρέες από μικρά παιδιά, μέσα στο σκοτάδι,
να κρατούν χαρούμενα στα χεράκια τους
γιορτινά, περίτεχνα στολισμένα
και διακοσμημένα, βαποράκια (παποράκια) και να τριγυρνούν από κατώφλι σε
κατώφλι στην Αγία Παρασκευή, τραγουδώντας τον Άη- Βασίλη. Είναι βράδυ παραμονής
πρωτοχρονιάς!
Το
μεθυστικό φως από τα λαμπιόνια του δέντρου σου, μετατρέπεται σε ένα μαγικό φως που βγαίνει από τα πολύχρωμα φαναράκια που
κοσμούν τα χειροποίητα καραβάκια των
παιδιών. Κάποια άλλα ωστόσο, κρατούν
φωτεινές ,χάρτινες εκκλησίες. Πολλές εβδομάδες πριν, τα παιδιά του χωριού ετοίμαζαν
τα βαποράκια τους και τις βυζαντινές εκκλησίες τους και τώρα επιτέλους είχε
έρθει η στιγμή να αποκαλύψουν και να μοιραστούν με άλλους τα υπέροχα έργα τους.
Κάτω από το νυχτερινό ουρανό και τη βραδινή υγρασία της θάλασσας , τα κάλαντα
της πρωτοχρονιάς ηχούν σε κάθε σπιτικό, που σφύζει στο εσωτερικό του από χαρά,
καθώς είναι η περίοδος που επιστρέφουν όλοι οι ταξιδεμένοι του.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου
δενδρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
Εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος
αρχή που βγήκε ο Χριστός σαν
άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήση και να μας
καλοκαρδίση
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες
τον κατέχετε
Από την Καισαρεία, σύ σ’
αρχόντισσα κυρία
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι, δες και με το
παλληκάρι
και το χαρτί ωμίλει άσπρε μου
χρυσέ μου ήλιε
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και δεν μας
καταδέχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις και δεν μας
εσυντυχαίνεις
από της Μάννας μ’ έρχομαι και γω
σας καταδέχομαι
και στο Σχολειό μου πάγω δεν μου
λέτε τι να κάνω
κάτσε να φας κάτσε να πγης αν μας
γαπάς να μας το πης
κάτσε να τραγουδίσης και να μας
καλοκαρδίσεις
εγώ γράμματα μάθαινα και να σας
πω τι πάθαινα
τραγούδια δεν ηξεύρω, ω
αντίκρυμου να σέβρω
κι αφού ηξεύρεις γράμματα, πόσες
φορές με κλάματα
πες μας την αλφαβήτα νάχης το θεό
βοήθεια
και στο ραβδί τ’ ακούμπησε και
δεν μας ητραγούδησε
να πη την αλφαβήτα ωσάν άγιος που
ήταν
χλωρό ραβδί ξερό ραβδί άσπρο σταφύλι
ροζακί
χλωρά βλαστάρια πέτα ροδοκόκκινη
βιολέττα
και πάνω στα βλαστάρια της και τα
περικλωνάρια της
πέρδικες κελαδούσαν, τζόγια μου
να σε ξυπνούσαν
δεν ήταν μόνον πέρδικες
γαρουφαλιές λεβέντικες
μόν’ και περιστεράκια μαύρα μου
γλυκά ματάκια
κατέβηκε η πέρδικα που περπατεί
λεβέντικα
να βρέξη τα φτερά της διατί τόση
σκληρότης
κι ήβρεξε τον αφέντη μας το Ρήγα
το λεβέντη μας
τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο
ξακουσμένο.”
Στο
χωριό τραγουδούν όμως και κάποιους Τσεσμελήδικους Άη – Βασίληδες. Επίσης τραγουδούν και μερικούς
Χιώτικους , όπως τον ακόλουθο που διαφέρει αρκετά στο
ρυθμό και στα λόγια:
“Άνοιξε πόρτα άνοιξε
χρυσοπεραντωμένη
πού σε χρυσοπεράντωσα πέρδικα
πλουμισμένη
την καλημέρα σού ’φερα έβγα να
την επάρης
με ρόδα και τριαντάφυλλα να τήνε
παραλάβης
ιδού οι χρόνοι κι οι καιροί μας
έφεραν γαλήνη
πρέπει λοιπόν να χαίρεστε με
αγαθή ειρήνη
πρέπει λοιπόν να χαίρεστε νάχετε
την υγεία σας
κι ο Άγιος Βασίλης να ’ναι
βοήθεια σας.
Άγιος Βασίλης έρχεται τώρα
ανδρειωμένος
Βαστά τουφέκι και σπαθί σφαίρες
αρματωμένος
και μια σημαία γαλανή με σφαίρες
τρυπημένη
επάνω εις το μάνλιχερ την έχει
απλωμένη
σημαία που δοξάζομε όλοι
ανδρειωμένοι
και την φιλούν με δάκρυα οι
ελευθερωμένοι.
Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρκαμε πέτρα
να μη ραΐση
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια
πολλά να ζήση
εσένα πρέπ’ αφέντη μου το σιδηρό
κοντάρι
γιατ’ έχεις μπράτσα δυνατά είσαι
και παλληκάρι
και πάλι ξαναπρέπει σου στ’ άλογο
να καθίσης
με το ’να χέρι σου να μετράς και
τ’ άλλο να δανείζης
και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκα
να κοιμάσαι
με βελουδένιο πάπλωμα να μη
κρυολογήσαι
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας
πούμε της κυράς μας
κυρά λιγνή κυρά ψηλή και
λιανοκοκκαλάτη
σου πρέπει να σε βάλουνε σε
γυάλινο παλάτι
όταν σειστής και λυγιστής και πας
στην Εκκλησιά σου
όλος ο κόσμος χαίρεται απ’ την περπατησιά
σου
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το
φεγγάρι στήθη
και του κοράκου το φτερό βάζεις
καμαροφρύδι
Πολλά ’παμε και της κυράς ας
πούμε και της κόρης
έχεις μια κόρη όμορφη το μήλα της
Ευρώπης
το μήλο της ευγένειας και της
μεγαλειότης
γραμματικός την προξενά
γραμματικός την θέλει
αν είναι και γραμματικός την
προξενά γραμματικός την θέλει
αν είναι και γραμματικός πολλά
προικιά γυρεύει
γυρεύει αμπέλι ατρύγητα χωράφια
με τα στάχυα
γυρεύει μύλους δώδεκα μέσα στους
μυλωνάδες
γυρέυει και τον κυρ βοριά ν’ αλέθη
να γυρίζη.
Και
ενώ ο νους σου ταξιδεύει και προσπαθείς μήπως και θυμηθείς το σκοπό από αυτόν
τον χιώτικο Άη-Βασίλη, η σκέψη σου διακόπτεται απότομα, καθώς το ραδιόφωνο
παίζει «Τα Σμυρναίικα Τραγούδια» . Είναι το τραγούδι αυτό που σε προετοιμάζει
για ένα δεύτερο συγκινητικό ταξίδι σε μια άλλη πρωτοχρονιά, δική σου, αυτή τη
φορά. Τότε που νήπιο ακόμα, καθόσουν δίπλα από το σερβάνι της γιαγιάς και του
παππού κι ενώ χάζευες μία τη θάλασσα και τα βαπόρια της από το παράθυρο και μία
τα πολύχρωμα λαμπιόνια του χριστουγεννιάτικου δέντρου επάνω στο σερβάνι, σου
έδωσαν να κρατήσεις για πρώτη φορά στα μικρά σου χεράκια, το βιβλίο του Ι.Δ.
Αικατερίνη.
Πηγή: Αικατερίνη, Ιωάννης (1984). Χαμένες Πατρίδες, Το χωριό μας η Αγία
Παρασκευή του Τσεσμέ (Κιόστε) 1760-1922, Σκιάθος (Σελίδες 175-190)
* Η Ειρήνη Λεριού
είναι Διδάκτωρ Οικονομίας, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια και Καθηγήτρια σε ΙΕΚ