Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Π. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ”ΜΑΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ” & ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ


periklis_giannopoulos
Ο Περικλής Γιαννόπουλος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές του σύγχρονου ελληνισμού. Το πνεύμα του, επηρέασε την Ελλάδα του 20ου αιώνα, καθώς πρόκειται για τον πατέρα του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού, όπου επηρέασε τις τέχνες, την αισθητική, την φιλοσοφία την πολιτική.
Ο μεγάλος αυτός Έλλην γεννήθηκε στην Πάτρα το 1871 και απεβίωσε το 1910.

Ο Γιαννόπουλος ήταν κατά της δουλοπρέπειας, της διαφθοράς και κατηγορούσε δριμύτατα την ξενομανία. Στις ημέρες μας βέβαια η ξενομανία είναι πλέον μόδα και η αγάπη προς την ιστορία, την παράδοση και το Έθνος, αποτελεί για τους ιεραπόστολους του ”προδευτισμού” κάτι το παλιομοδίτικο, την επιστροφή στην συντήρηση, μία μορφή οπισθοδρόμησης.
Όπως αναφέραμε αποτελεί τον πατέρα του ελληνοκεντρισμού, αλλά και του ελληνικού εθνικισμού. Ο Ελληνικός εθνικισμός, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα αντίστοιχα εθνικιστικά κινήματα της Β. και Κ. Ευρώπης, ο οποίος ήταν μισαλλόδοξος και επιθετικός.
Ο Ελληνικός εθνικισμός συνδυάζει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την αγάπη προς την παράδοση, τον άνθρωπο, τον σεβασμό προς τα χρηστά ήθη και το Βυζάντιο, εκφράζει το δέος και το σέβας προς τους ήρωες του παρελθόντος.
Ο Π. Γιαννόπουλος κατηγορούσε τα κακώς κείμενα της εποχής του με τα φλεγματικά του άρθρα. Ενέπνευσε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Ιων Δραγούμης, ο οποίος έγραψε για τον Γιαννόπουλο: «…μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο… Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Τον ύμνησαν επίσης ποιητές και καλλιτέχνες, (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη … μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε…»)) και ἐμπνεύστηκαναἀπὸ αυτόν (Γ.Σεφέρης, Οδυσσέας Ἐλύτης και ολόκληρη η γενιά του ’30.
Ο Π. Γιαννόπουλος δημοσίευσε το 1906 μια συλλογή από άρθρα, τα οποία συγκέντρωσε σε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Νέον Πνεύμα». Σε αυτό κηρύσσει τη νέα ελληνική πνευματική επανάσταση και την αναγέννηση της Ελλάδος και του Ελληνισμού, η οποία «πρέπει να έχη ως Σύμβολον τελειωτικόν: Ή ΕΛΛΑΣ Ή ΤΕΦΡΑ». Στα 1907 θα κυκλοφορήσει το ευαγγέλιον του Περικλή Γιαννόπουλου που είναι η «Έκκλησις Προς Το Πανελλήνιον Κοινόν».
Ο Ίων Δραγούμης έγραψε στο περιοδικό «Νουμάς» για τον Π. Γιαννόπουλο:
«Δεν ξέρω αν λέει σωστά πράγματα ή στραβά το βιβλίον του Γιαννοπούλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμόν μου όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν τον βορριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμικους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδια καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Έλληνα που ξ έ ρ ε ι να το διαβάση και ο Έλληνας είναι τόσο ψόφιος, είναι τόσον γεμάτος βρώμα και μικροπρέπεια που σκουλικιάζει. Μπορεί να τον είπαν τρελλό εκείνον που το έγραψε και όμως είναι πιο σωστός και πιο γνωστικός από κάθε Έλληνα σημερινόν. Η «φρονημάδα» είναι των πολλών, αυτή μας έφαγε και μας τρώει. Την «τρέλλα» θέλω εγώ, αυτή με καθαρίζει από τα τρισβαριά και βρώμικα κατακαθίσματα που αφίνει μέσα μου περνώντας η σημερινή, η ταπεινωμένη ελληνική ζωή και με φαρμακώνει. Η τρέλλα έχει μάτια και βλέπει. Η «φρονιμάδα» είναι τύφλα. Τρελλοί ήταν οι προφήτες και γνωστικά τα ξεπεσμένα πλήθη. Τον Ασυμβίβαστο ζητώ και τον Σκληρό, γυρεύω τον Τρελλό, τον Σιδερένιο, τον Αλύγιστο. Α υ το ύ τα μάτια και τα λόγια και την κίνηση και τη σιωπή ακολουθώ. Σ’ α υ τ ο ύ τον ρυθμό τη ζωή μου Τό ύφος τών άρθρων του ήταν πάντα επιθετικό. Κεντούσε καί ξυπνούσε ναρκωμένες συνειδήσεις, αλλά κυρίως απέπνεε “Ελλάδα”. Γιά τά έργα του έγραψε ο Παλαμάς: “Μιά πνοή πνέει μέσα τους πλατειά συνθετική. Ανοίγει παράθυρα, δείχνει ορίζοντες, σπέρνει στοχασμούς, υποβάλλει ιδέες, κηρύχνει αλήθειες, ξυπνάει τήν Ιστορία, γαργαλίζει τήν περιέργεια, τεντώνει τά μάτια τής Κριτικής. Η ρητορική του είναι καί η Αρετή του καί η Αμαρτία του”.
Ο Γιαννόπουλος οραματίστηκε ένα σύστημα Ελληνικής Κοσμοθεωρήσεως καί Βιοθεωρήσεως τό οποίο αγκαλιάζει κι εξετάζει κάθε πτυχή τού Ελληνικού Βίου – Πνευματική, Ηθική, Αισθητική, Πολιτική, ακόμη καί Μεταφυσική – καί χαράζει κατευθύνσεις εξελίξεων στό Μέλλον.
Το όραμα του μεγάλου διανοητή βασιζόταν στο ότι η νεοελληνική αναγέννηση πρέπει να γίνει, το συντομότερο και σε τέλειο βαθμό, για να μπορέσει το Έθνος να προχωρήσει έπειτα στην εκπλήρωση του προορισμού του, του καθήκοντος πού αιώνες τώρα και θεϊκά του έχει ανατεθεί: τον εξανθρωπισμο της οικουμένης.
Για τον Γιαννόπουλο ο Έλληνας μπορεί να είναι μόνο εθνικιστής και όχι σωβινιστής. Και αυτό διότι ο Ελληνικός Εθνικισμός με σκοπό την πνευματική αναγέννηση του Έλληνα και προορισμό τη μεταβολή του σε φωτιστή και δάσκαλο του κόσμου όλου, είναι ευεργετικός για την Οικουμένη και επιθυμητός απ’ όλους τούς λαούς, αυτός πού την έξαρσή του αποζητά όλη ή ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα.
Αυτός ο τόσο μεγάλος πατριώτης έχει ξεχαστεί πλήρως από το ελληνικό κράτος, όχι όμως και από τους Έλληνες πατριώτες. Εχει επηρεάσει τον τρόπο ζωής και την σκέψη χιλιάδων ανθρώπων. Θα έλεγα πως ο Π. Γιαννόπουλος με επηρέασε -αν μου επιτρέπετε και τη προσωπική μου μαρτυρία – στο μέγιστο βαθμό. Όταν στην ηλικία των 16 ξεκίνησα να μαθαίνω για την μεγάλη αυτή μορφή, άλλαξα σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης μου.
Δυστυχώς η σημερινή νεολαία γνωρίζει ελάχιστα, αν όχι τίποτα για τον Π. Γιαννόπουλο. Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια ουδείς τον αναφέρει. Περισπούδαστοι καθηγητάδες, αργυρώνητοι δάσκαλοι προσπαθούν να πείσουν τους Ελληνες πως η η Λαϊκή Παράδοση, η Ιστορία μας, τα κατορθώματα των προγόνων μας, αποτελούν κάτι σαν ”εθνικιστικό παραλήρημα”. Αιδώς Αργείοι!!
Σε αυτό το σημείο ας δούμε πολύ συνοπτικά ορισμένα σημαντικά κείμενα του Π. Γιαννόπουλου, σύμφωνα με το http://pheidias.antibaro.gr, το οποίο έχει κάνει εκτεταμένη έρευνα για τον μεγάλο αυτό Ελληνα
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλή, Ἱστορία καὶ Πολιτισμό:
Χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο ὡς τὸν τελειότερο καρπὸ τῆς Φύσεως: «Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.»
Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Κατακεραυνώνει τοὺς δυτικούς: «Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο: «Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. […] Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ.»
Ἡ δὲ ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος ἦταν καὶ εἶναι ὁ «ἐξανθρωπισμὸς τῆς οἰκουμένης». («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Γιὰ τὴν Φύσι, τοὺς Νέους, τὸ Μέλλον:
Για τὴν Φύσι: «Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι: «Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Ὁ ἑλληνολάτρης καὶ ἀρχαιολάτρης Γιαννόπουλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος μαστιγωτὴς τῆς στείρας ἀρχαιοπληξίας, τοῦ δασκαλισμοῦ, τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὑμνεῖ τὴν νεότητα, τὸν ἔρωτα -καὶ τὸν φυσικό, σωματικὸ ἔρωτα, τότε!-, τὸ κάλλος.
«Μνήσθητί μου ΝΕΕ ὅταν θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Ἑλληνικήν Σου Βασιλείαν.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Ξενομανία – Ἑλλὰς καὶ Δύσις
Ἡ ξενομανία εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο το χειρότερο κακό τῆς ἐποχῆς του, αὐτὸ ποὺ πρὸ πάντων πρέπει νὰ καταπολεμηθῇ:
«Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα. Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος. Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.» («Ἡ ξενομανία», 1903)
Καὶ μάλιστα ἡ δουλοπρέπεια πρὸς τὴν Δύσι, ὁ «φραγκοραγιαδισμός» [20]. Ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν Δύσι εἶναι σφοδρή. Ἀναφέρεται στὴν Δύσι γενικῶς μὲ τὸν ὅρο «Φράγκοι», καὶ χαρακτηρίζει τοὺς δυτικοὺς «ἀγριογουρουνικοὺς λαούς», «θηριόφραγκους», «γουρουνόφραγκους», «φραγκοχοίρους», «σκυλόφραγκους», «φραγκοπιθήκους», «φραγκοκανιβάλους» κ.ἄ., κτήνη ποὺ ἐπιφανειακῶς μόνον ἐξανθρωπίσθησαν ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο [21]. (Ἀντιδυτικός, καίτοι πρῶτα ἀρχαιολάτρης καὶ μετὰ ὀρθόδοξος, καίτοι, σὲ ἐποχὴ κορυφώσεως τοῦ Πανσλαβισμοῦ καὶ τοῦ βουλγαρικοῦ κινδύνου, ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν σλαβικὴ ἀνατολὴ εἶναι αὐτονοήτως ἐπίσης σφοδρή.) Ἡ ἀντίθεσις ὅμως αὐτὴ πρὸς τὴν Δύσι δὲν εἶναι συναισθηματικὴ ἢ πολιτική. Προκύπτει κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ βαθυτάτη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς βορειοευρωπαϊκῆς φύσεως (βλ. π.χ. «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904) καὶ τὸ συμπέρασμα τῆς ἀσυμβατότητός των [22]. Σημειώνει («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα (ἀποσπάσµατα)
Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται—ὅπως ἡ ζέστη—σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθέριαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων, περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄϋλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας αἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊᾶς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἱκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑελινὸν πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑελινον πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζαντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ.

Demosthenes Konstantatos