Αλλά η «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση ήλθε αποφασισμένη να ελέγξει την ενημέρωση.
Και αυτό δεν μπορούσε να συμβεί παρά με την μετατροπή του αρμόδιου υπουργού Επικρατείας σε «ιδιοκτήτη» των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και σε «καναλάρχη» όσον αφορά στα ιδιωτικά μέσα.
Η αρχή έγινε από την… αρχή: Όταν τον Μάρτιο του 2015 η κυβέρνηση με τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο κατήργησε το Εποπτικό Συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ.
Τον Απρίλιο του 2015, με την ψήφιση του νομοσχεδίου για την «επαναλειτουργία» της ΕΡΤ (βαφτίσια για την ακρίβεια) καταργήθηκε και επίσημα το Εποπτικό Συμβούλιο, ο θεσμός του Μεσολαβητή και η τριμελής Επιτροπή Δεοντολογίας. Ο διορισμός του Δ.Σ. της ΕΡΤ (μετά τη… βάφτιση), ανατίθεται και πάλι στον υπουργό Επικρατείας και επιτυγχάνεται μετά από μια fast track διαδικασία πρόσκλησης ενδιαφέροντος.
Τον Οκτώβριο, με τροπολογία που μάλιστα κατατέθηκε με την μορφή… νομοτεχνικής βελτίωσης, λήγει πρόωρα η θητεία των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών.
Λίγο αργότερα, με τον νόμο για την αδειοδότηση των καναλιών, ο έλεγχος φεύγει από το ΕΣΡ και περνά επίσης στον υπουργό Επικρατείας, ο οποίος είναι πλέον ο μόνος αρμόδιος να ορίζει τον αριθμό των αδειών και το τίμημα.
Πρόκειται, βέβαια, για την απόλυτη χειραγώγηση, καθώς το κράτος γίνεται ο τροχονόμος της διαπλοκής και αναμιγνύεται σε θέματα με τα οποία δεν πρέπει να έχει καμιά δουλειά, καθώς αυτή, σε όλες τις δημοκρατικές χώρες και σε όλη την Ευρώπη, έχει ανατεθεί σε ανεξάρτητη Αρχή.
Παράλληλα, με τον ίδιο νόμο, ιδρύθηκε και Συμβούλιο Εθνικής Επικοινωνιακής Πολιτικής, η οποία ανατίθεται στο υπουργικό συμβούλιο. Ιδρύθηκε δηλαδή ένα επίσημο κέντρο προπαγάνδας!
Όπως προβλέπεται, η «Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική» καθορίζεται από την κυβέρνηση και τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα και εφαρμόζεται από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, η οποία υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό και εποπτεύεται από υπουργό Επικρατείας, στον οποίο ανατίθεται η σχετική αρμοδιότητα»!
Εξαιτίας αυτού του νόμου και της εν γένει συμπεριφοράς της κυβέρνησης, η Ελλάδα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με τα ευρωπαϊκά όργανα και το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του λεγόμενου «μηχανισμού Κράτους Δικαίου», ο οποίος δημιουργήθηκε το 2014 και είναι μια διαδικασία που επιβάλλεται στις χώρες όπου παρατηρούνται «συστημικοί κίνδυνοι κατά του κράτους δικαίου».
Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί με τις προτάσεις για αλλαγές που διατυπώνει η Επιτροπή, η τελευταία μπορεί να θέσει σε εφαρμογή μια «διαδικασία για προσβολή των θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών».
Οι κυρώσεις μπορούν να φθάσουν μέχρι την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου της συγκεκριμένης χώρας στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δηλαδή στην λεγόμενη «πυρηνική επιλογή». (Άρθρο 7 της Συνθήκης της ΕΕ). Ο μηχανισμός δημιουργήθηκε εν μέσω ανησυχιών για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σε δύο άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη-μέλη, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται στην ίδια μοίρα με την Πολωνία.
Και η «πρώτη φορά αριστεροδεξιά» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ δεν διαφέρει σε τίποτε από το υπερσυντηρητικό και ευρωσκεπτικιστικό κυβερνών πολωνικό κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS), που στις 31 Δεκεμβρίου πέρασε από τη Βουλή και την Γερουσία τον αμφιλεγόμενο νόμο βάσει του οποίου εξέπνευσαν άμεσα οι θητείες των μελών των διευθύνσεων και των εποπτικών συμβουλίων της δημόσιας ραδιοτηλεόραση και η αρμοδιότητα να διορίζει και να ανακαλεί τους επικεφαλής των πολωνικών δημόσιων μέσων ενημέρωσης είναι πλέον ο υπουργός των Οικονομικών. Σύμφωνα με το νόμο, η δημόσια ραδιοτηλεόραση, καθώς και το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων PAP, που ήσαν εταιρείες ιδιωτικού δικαίου εποπτευόμενες από το κράτος, θα μετατραπούν σε «πολιτιστικούς εθνικούς οργανισμούς» υπό την εποπτεία ενός Συμβουλίου Εθνικών Μέσων Ενημέρωσης.
Έκαναν δηλαδή ό,τι και ο κ. Παππάς, που κατήργησε το Εποπτικό Συμβούλιο της δημόσιας τηλεόρασης και αποφάσισε να διορίζει ο ίδιος το Διοικητικό της Συμβούλιο, αλλά και να συστήσει Συμβούλιο Εθνικής Επικοινωνιακής Πολιτικής.
Την επομένη, το πρώτο κανάλι της δημόσιας πολωνικής ραδιοφωνίας Jedynka άρχισε να μεταδίδει κάθε ώρα εναλλάξ τον πολωνικό εθνικό ύμνο και τον ευρωπαϊκό ύμνο, προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή στον πλουραλισμό και την ελευθερία του λόγου που απειλούνται. Πολλές οργανώσεις μέσων ενημέρωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση Ραδιοτηλεόρασης (UER/EBU), η Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (AEJ) και οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF), αλλά και ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Νιλς Μούζνιεκς εξέφρασαν την αγανάκτησή τους γι' αυτές τις διατάξεις και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς ζήτησε εξηγήσεις από τη Βαρσοβία.
Στις 2 Ιανουαρίου 2016, οι διευθυντές των καναλιών της πολωνικής δημόσιας τηλεόρασης TVP υπέβαλαν τις παραιτήσεις του. Τις παραιτήσεις τους είχαν δώσει από την παραμονή της πρωτοχρονιάς και οι διευθυντές των καναλιών TVP1 και TVP2, καθώς και οι επικεφαλής του πολιτιστικού καναλιού TVP Kultura, του πρακτορείου ειδήσεων TAI και των γραφείου ανθρωπίνων πόρων της TVP.
Στις 3 Ιανουαρίου, ο Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για την ψηφιακή οικονομία και την κοινωνία, ο Γερμανός Γκίντερ Έτινγκερ, απείλησε τη Βαρσοβία ότι θα θέσει σε λειτουργία τη διαδικασία για παραβίαση θεμελιωδών αξιών της ΕΕ, τον λεγόμενο «μηχανισμό κράτους δικαίου», θέτοντας την Πολωνία υπό επιτήρηση.
Στις 4 Ιανουαρίου, σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα «Bild», ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών Βίτολντ Βασικόφσκι, δηλώνει ότι η νέα πολωνική κυβέρνηση θέλει απλώς «να θεραπεύσει τη χώρα» έπειτα από 25 χρόνια «φιλελεύθερης κατήχησης». Όπως είπε, «θέλουμε απλώς να θεραπεύσουμε τη χώρα μας από ορισμένες ασθένειες ώστε να μπορέσει να ανανήψει». Ως γνωστόν το κυβερνών κόμμα είχε κάνει σαφές πως σχεδιάζει να «αποπολιτικοποιήσει» τα δημόσια μέσα ενημέρωσης και να απολύσει όποιον δημοσιογράφο έχει κατά τη γνώμη του PiS, πολιτική στράτευση.
Στις 7 Ιανουαρίου, ο Πολωνός Πρόεδρος Αντρέι Ντούντα υπέγραψε τον αμφιλεγόμενο νόμο για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης.
Στις 9 Ιανουαρίου, δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί, κρατώντας πολωνικές και ευρωπαϊκές σημαίες, βγήκαν στους δρόμους σε πολλές πόλεις της χώρας, για να διαμαρτυρηθούν για τον νέο νόμο με τον οποίο τα δημόσια μέσα ενημέρωσης της χώρας περνούν υπό τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης. Η μεγαλύτερη διαδήλωση έγινε στη Βαρσοβία όπου περίπου 20.000 άνθρωποι συμμετείχαν στη συγκέντρωση έξω από την έδρα της δημόσιας τηλεόρασης, στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Στις 13 Ιανουαρίου, το Κολλέγιο των Επιτρόπων έλαβε την απόφαση να ξεκινήσει μια προκαταρκτική έρευνα για την κατάσταση που επικρατεί στην Πολωνία αναφορικά με το κράτος δικαίου. Νωρίτερα ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς απέρριψε τις επικρίσεις της Βαρσοβίας σύμφωνα με τις οποίες η απόφαση των Βρυξελλών υποκρύπτει πολιτικά κίνητρα. «Αυτό δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με την πολιτική ή μικροπολιτικές σκοπιμότητες, είναι απλώς η ευθύνη που έχουμε με βάση τις Συνθήκες», επέμεινε ο Τίμερμανς κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε. «Η εσωτερική πολιτική της Πολωνίας δεν με απασχολεί, δεν την γνωρίζω και δεν θέλω να την μάθω, απλώς εξετάζω τα μέτρα που ελήφθησαν και το πώς συνδέονται με το κράτος δικαίου στην Πολωνία», κατέληξε.
Την ίδια μέρα, δημοσιογράφοι και εκπρόσωποι οργανώσεων υπέρ της ελευθερίας του Τύπου συγκεντρώθηκαν κοντά στην πρεσβεία της Πολωνίας στις Βρυξέλλες, για να διαμαρτυρηθούν για την απόπειρα της Βαρσοβίας να θέσει υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (ΕΟΔ).
Στις 15 Ιανουαρίου, ο κ. Γιουνκέρ δήλωσε πως ενέργειες όπως αυτές της νέας πολωνικής κυβέρνησης αφορούν πολύ και την ΕΕ, προσθέτοντας ότι πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα των συνθηκών της ΕΕ. «Είναι εντελώς λανθασμένο να λέγεται στην Πολωνία ότι αυτό είναι ένα πολωνικό νομοθετικό ζήτημα και ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις ευρωπαϊκές αρμοδιότητες», δήλωσε ο Γιουνκέρ.
Την ίδια μέρα, ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor's υποβάθμισε κατά μία βαθμίδα το κρατικό αξιόχρεο της Πολωνίας, στο BBB+, εκτιμώντας ότι διάφοροι νόμοι που εγκρίθηκαν από τη συντηρητική κυβέρνηση οδηγούν στην «εξασθένιση θεσμών-κλειδιών». «Η υποβάθμιση αντανακλά τη γνώμη μας ότι το σύστημα θεσμικών ελέγχων και αντίβαρων υπονομεύθηκε μετά τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2015», αναφέρεται σε ανακοίνωση του οίκου. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές μεταξύ άλλων πλήττουν τη δυνατότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να «εργάζεται με αποτελεσματικό και ανεξάρτητο τρόπο», ενώ ο οίκος επικαλείται επίσης το νέο νόμο για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, που εκχωρεί τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διορίζει τους επικεφαλής τους.
elzoni.gr