Πριν από λίγες ημέρες η κυβέρνηση παρουσίασε την πρόταση για το ασφαλιστικό. Είναι δεδομένο ότι το τελικό κείμενο θα διαφέρει σημαντικά από το σημερινό. Ωστόσο, και ανεξάρτητα από την τελική μορφή που θα έχει το σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί στην Βουλή, μια σειρά από συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν με ασφάλεια. Η πρόταση της κυβέρνησης είναι διαγενεακά άδικη, μη βιώσιμη και χαρακτηρίζεται από πολιτικό τακτικισμό. Είναι διαγενεακά άδικη γιατί μεταφέρει τα βάρη σε νυν εργοδότες, εργαζόμενους και μελλοντικούς συνταξιούχους. Όσοι εργάζονται σήμερα θα κληθούν να καταβάλλουν πολύ μεγαλύτερες ασφαλιστικές εισφορές για σημαντικά χαμηλότερες συντάξεις. Είναι ένα ασφαλιστικό σύστημα που δημιουργεί ανασφάλεια παρά ασφάλεια. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα πάρει τελικά σύνταξη. Το αποτέλεσμα:
πολλοί θα καταφύγουν σε ιδιωτική ασφάλεια και εισφοροδιαφυγή δημιουργώντας επιπρόσθετα ελλείμματα. Είναι μη βιώσιμη γιατί δεν εξασφαλίζει ότι δεν θα χρειαστούν νέοι πόροι. Έχουν μελετηθεί οι υφεσιακές επιπτώσεις της αύξησης των εισφορών αλλά και στην εισφοροδιαφυγή; Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι θα ενισχυθεί η ανασφάλιστη εργασία. Τέλος, χαρακτηρίζεται από τακτικισμό, γιατί ελπίζοντας ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα προσελκύσει μέρος των 2,5 εκατομμυρίων συνταξιούχων, θυσιάζει όλους του υπόλοιπους και υπονομεύει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες οι επιπτώσεις θα είναι πρωτοφανείς. Φυσικά, η κυβέρνηση αποκρύβει επιμελώς ότι ακόμα και οι νυν συνταξιούχοι θα έχουν σημαντικές απώλειες από το 2018 και έπειτα. Η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία. Η κυβέρνηση όμως είναι ανειλικρινής στους λόγους που επικαλείται για την αναγκαιότητα της. Ισχυρίζεται ότι οι μειώσεις που θα επέφερε η πλήρης εφαρμογή του ν. 3863/2010 του ΠΑΣΟΚ θα ήταν μεγαλύτερες, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος ενός νέου ασφαλιστικού νόμου, όταν θα μπορούσε απλώς να εφαρμόσει έναν που έχει ήδη ψηφιστεί. Η πραγματική αιτία είναι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της τελευταίας χρονιάς, που οδήγησε σε μείωση των εσόδων από εισφορές. Τώρα πληρώνουμε το κόστος του κλεισίματος των τραπεζών και την συνεπακόλουθη ζημιά στην οικονομία. Εάν προσθέσουμε και την στείρα άρνηση της κυβέρνησης να εφαρμόσει τον 3863, η μη υλοποίηση του οποίου οδήγησε στην αύξηση των ελλειμμάτων πέρα από τα όρια της σχετικής αναλογιστικής μελέτης με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έτσι η ανάγκη για επιπρόσθετες μειώσεις στις συντάξεις. Η υποκρισία της κυβέρνησης προκύπτει και από το γεγονός ότι ενώ σήμερα θεώρει αναγκαία τη δική της μεταρρύθμιση, έχει διαχρονικά αντισταθεί σε όλες τις προσπάθειες βελτίωσης της βιωσιμότητας του συστήματος. Φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν ήταν απαραίτητες. Ούτε και αυτό είναι αλήθεια. Σήμερα το πρόβλημα του ασφαλιστικού, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, είναι μικρότερο ως προς το μέγεθος του από εκείνο του 2009. Ουσιαστικά σήμερα το πρόβλημα είναι δημοσιονομικής φύσεως ενώ το 2009 ήταν αρχιτεκτονικής ανισορροπίας. Για το 2015, η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη ανήλθε σε 28,5 δισ. ευρώ ενώ το 2009 καταβάλαμε 32 δισ. ευρώ. Αν είχαμε συνεχίσει με τους προηγούμενους ρυθμούς, σήμερα η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη θα ανερχόταν σε 48 δισ. ευρώ. Το κράτος επιδοτούσε τις συντάξεις το 2009 με 18,5 δισ. ευρώ ενώ σήμερα τις επιδοτεί με 10,5 δισ. Ευρώ. Παρά την διαχρονική διγλωσσία η κυβέρνηση φαίνεται να επιζητεί συναίνεση. Ζητά δηλαδή αυτό που η ίδια δεν προσέφερε σε πολύ πιο κρίσιμες στιγμές. Η συναίνεση όμως είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης: δεν μπορεί να είναι ούτε αποσπασματική ούτε και να επιζητείται εκβιαστικά. Συναίνεση σε ένα τόσο κεφαλαιώδες ζήτημα, όπως το ασφαλιστικό, δεν προκύπτει με λογικές «δεχτείτε το ή απορρίψτε το» αλλά είναι αποτέλεσμα ευρύτερων διαδικασιών και εκτεταμένου κοινωνικού διαλόγου. Πότε έγιναν όλα αυτά για να ζητεί ξαφνικά και μετ’ επιτάσεως συναίνεση η κυβέρνηση; Δυστυχώς το 2001 με την μεταρρύθμιση Γιαννίτση χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία για τον εξορθολογισμό του συστήματος. Εάν η τότε προσπάθεια είχε ολοκληρωθεί, είναι σίγουρο ότι σήμερα θα απαιτούνταν πολύ λιγότεροι πόροι για την στήριξη του. Είναι επίσης σίγουρο ότι η κρίση χρέους θα είχε πιο ήπια χαρακτηριστικά και μικρότερη χρονική διάρκεια. Η σταθεροποίηση της συνεισφοράς του προϋπολογισμού στα επίπεδα του 2001 θα είχε εξοικονομήσει 75 δις. μέχρι το 2009 ή περίπου το ¼ του χρέους. Αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα που δεν πρέπει να ξεχνάμε και η οποία αναγνωρίζεται σήμερα ακόμα και με δημόσιες συγγνώμες από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Όπως δεν πρέπει να ξεχνάμε και ποιοί ήταν απέναντι σ’ αυτήν την προσπάθεια μεταρρύθμισης τότε και σε ποιους κομματικούς χώρους βρίσκονται σήμερα. Από τη πλευρά μας εμείς οφείλουμε να εξετάσουμε αναλυτικά το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης όταν αυτό καταρτιστεί και κατατεθεί στη βουλή. Να αναδείξουμε τα προβληματικά του σημεία, να καταγγείλουμε τον τυχοδιωκτισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και να προσυπογράψουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές που προβλέπονταν και στον νόμο του 2010 καθώς και όσες άλλες θεωρούμε ότι είναι αναγκαίες με βάση τα σημερινά δεδομένα. Παράλληλα, πρέπει να πούμε όχι στο δημοσιονομικό σκέλος το οποίο αποτελεί αποτέλεσμα της καταστροφικής διαπραγμάτευσης Τσίπρα, Βαρουφάκη και Καμμένου. Η θέση αυτή δεν αποτελεί στήριξη του σημερινού κυβερνητικού σχήματος αλλά στάση συνέπειας λόγων και πράξεων για την παράταξη.