«Είναι φανερό ότι αυτή η Κυβέρνηση
δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να στείλει μια ολόκληρη κοινωνία στο πτωχοκομείο ή
στο τρελοκομείο. Τα μέτρα που ανακοινώνονται κάθε εβδομάδα, ακυρώνοντας το ένα
το άλλο, έχουν βάλει τους πολίτες να τρέχουν πίσω από τις αλλοπρόσαλλες
πολιτικές του εκάστοτε Υπουργού. Είναι η τέταρτη φορά μέσα σε ένα χρόνο που αλλάζει
το θεσμικό πλαίσιο για τις αποδείξεις. Πριν ένα χρόνο, με αιχμή του δόρατος την
αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, οι φορολογούμενοι με εισόδημα άνω των 6.000 ευρώ
έπρεπε να συγκεντρώνουν αποδείξεις τουλάχιστον ίσες με το 25% του εισοδήματός
τους. Αν υπερέβαιναν αυτό το ποσοστό δικαιούνταν μπόνους. Όπως ήταν
αναμενόμενο, τα εκκαθαριστικά με επιστροφή φόρου πολλαπλασιάστηκαν και η
Κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι, αντί για το όφελος που προσδοκούσε, είχε ζημία.
Έτσι, στα μισά του οικονομικού έτους, αποφάσισε ότι η επιστροφή φόρου δεν θα
ισχύσει, αλλά οι αποδείξεις θα μετρούν μόνο για την κατοχύρωση του
αφορολόγητου. Τώρα, αφού άλλα φορομπηχτικά μέτρα απέτυχαν, μετατρέπει τη
συλλογή αποδείξεων από ένα μέτρο δήθεν για την πάταξη της φοροδιαφυγής σε ένα
ακόμη μέτρο είσπραξης.
Τρεις μήνες πριν το τέλος του
οικονομικού έτους, ο Υπουργός Οικονομικών ζητά από τους πολίτες να εξασφαλίσουν
αποδείξεις από κατανάλωση ίσες έως το 60% του μικτού τους εισοδήματος. Και
φυσικά όχι για να πάρουν μπόνους, ούτε για να κατοχυρώσουν αφορολόγητο, αλλά
για να αποφύγουν την φορο-τιμωρία του 10% επί της διαφοράς. Πολίτες που είχαν
συγκεντρώσει το απαιτούμενο 25%, πρέπει σε τρεις μήνες να τρέξουν για να
διασφαλίσουν το υπόλοιπο 25%. Νοικοκυριά που έχουν εξαντλήσει ήδη τον ετήσιο
προϋπολογισμό τους σε λογαριασμούς, τόκους δανείων, ασφάλειες, φροντιστήρια,
τώρα θα πρέπει να βρουν και περίσσευμα για να αποφύγουν επιπλέον χαράτσι. Άνεργοι
που έχασαν το εισόδημά τους ή
εργαζόμενοι με επισφαλή θέση, που προσπαθούν να κάνουν οικονομία, θα τιμωρηθούν
επειδή δεν είναι σε θέση να καταναλώσουν.
Και είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν
να καταναλώσουν. Ένας μισθωτός με 30.000 ευρώ μεικτό εισόδημα, μετά τη μείωση
του αφορολογήτου στις 5.000 ευρώ, θα πληρώσει φόρο 8.000 ευρώ. Για τις εισφορές
αλληλεγγύης και ανεργίας, θα πληρώσει ακόμη περίπου 1.000 ευρώ. Από την
κατάργηση των φοροαπαλλαγών, τις αυξήσεις στους φόρους στα ακίνητα και τα
αυτοκίνητα θα έχει επιπλέον επιβάρυνση. Όμως οι αποδείξεις που θα πρέπει να
προσκομίσει υπολογίζονται επί του μικτού εισοδήματος, είναι δηλαδή 15.000 ευρώ.
Από αυτές αποκλείονται οι αποδείξεις από ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τηλέφωνο και εισιτήρια
μεταφοράς. Οι δόσεις του στεγαστικού, το ενοίκιο, οι ιατρικές δαπάνες, τα
δίδακτρα και τα ασφάλιστρα, που καταργούνται ως φοροαπαλλαγές, κανείς να ξέρει
εάν θα συνυπολογίζονται στις αποδείξεις. Ας μας πει ο κύριος Υπουργός των
Οικονομικών πώς ένας μισθωτός με καθαρό εισόδημα 20.000 ευρώ θα κάνει τζίρο
15.000 ευρώ στην αγορά;
Αυτή η Κυβέρνηση έχει πάρει
διαζύγιο είτε από την κοινή λογική είτε από την ειλικρίνεια. Διότι είτε
ονειρεύεται ένα ξαφνικό τσουνάμι άπορων καταναλωτών να κατακλύζει τα μαγαζιά,
είτε δεν μας αποκαλύπτει τους πραγματικούς της σκοπούς, που είναι να υποχρεώσει
για μια ακόμη φορά τους έντιμους φορολογούμενους να πληρώσουν το μάρμαρο. Όλοι
καταλαβαίνουμε ότι ισχύει το δεύτερο. Αυτή η Κυβέρνηση δεν είναι αφελής, είναι
επικίνδυνη.»