Το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας, που αποκαλύφθηκε σε απομονωμένη περιοχή της Αγίας Παρασκευής Αττικής τον Φεβρουάριο του 1983, ήταν το δραματικό αποτέλεσμα μιας αδιέξοδης ερωτικής σχέσης. Κι αν αυτό είναι σύνηθες στα εγκληματολογικά χρονικά, μια «λεπτομέρεια» της υπόθεσης την καθιστά αληθινά ιδιαίτερη: ο δράστης και το θύμα ήταν αδέλφια
Το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου 1983, ο οικοδόμος Κ. Γ. είδε τυχαία από το αυτοκίνητό του, το πτώμα μιας νέας γυναίκας που βρισκόταν δίπλα στο χωματόδρομο ο οποίος οδηγεί από την Καισαριανή στα Γλυκά Νερά Παιανίας, στην περιοχή κοντά στον Σταυρό της Αγίας Παρασκευής Αττικής. Έντρομος από το θέαμα που αντίκρισε, ειδοποίησε αμέσως τις αστυνομικές αρχές.
Η νεκρή βρισκόταν σε κατάσταση ακαμψίας, κάτι που σήμαινε ότι ο θάνατος είχε επέλθει πριν από 10-24 ώρες, ενώ ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα αποφάνθηκε ότι «την στραγγάλισαν με το καλσόν και τη ζώνη της, που υπάρχουν ακόμα στον λαιμό της και της συνέτριψαν ύστερα το κεφάλι με πέτρα για να βεβαιωθούν απόλυτα για το θάνατό της. Πρόκειται για ένα έγκλημα, που έγινε με ιδιαίτερη σκληρότητα!»
Η γυναίκα βρέθηκε ανάσκελα, με το παντελόνι κατεβασμένο ως τα γόνατα, το εσώρουχό της κομματιασμένο και την μπλούζα της ανασηκωμένη ως το στήθος. Οι αστυνομικοί υπέθεσαν πως είχαν να αντιμετωπίσουν ένα σεξουαλικό έγκλημα, αλλά τα ευρήματα της νεκροψίας το απέκλεισαν. Το ρολόι του θύματος ήταν σπασμένο και σταματημένο στις 4 παρά 6 λεπτά. Με βάση την αυτοψία και τα στοιχεία που εντοπίσθηκαν στην περιοχή, οι αστυνομικοί προσανατολίστηκαν στην εκδοχή πως, πιθανότατα, ο δράστης της δολοφονίας ήταν γνωστός του θύματος.
Αμέσως μετά, οι διωκτικές αρχές αναζήτησαν την ταυτότητα της γυναίκας, αντιπαραβάλλοντας τα αποτυπώματά της με αυτά σεσημασμένων γυναικών ή των δηλωμένων εκδιδομένων γυναικών, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικώς, μερικές ημέρες αργότερα εξακριβώθηκε πως επρόκειτο για την 18χρονη Έ Μ (ή Χα), από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας, κάτοικο Ζωγράφου Αττικής. Στις 18 Φεβρουαρίου, μετά από συντονισμένες έρευνες, εντοπίστηκε και συνελήφθηκε ο δράστης. Ήταν ο 29χρονος Γ Τσ, που το τελευταίο διάστημα εργαζόταν στην Λαχαναγορά Αθηνών. Ο Γ. Τ ομολόγησε ότι στραγγάλισε την Ελ. Μ για λόγους ερωτικής αντιζηλίας. Ο Γ. Τ και η Ελ. Μ διατηρούσαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ερωτικό δεσμό, αλλά στην πραγματικότητα η σχέση τους ήταν ακόμα στενότερη: ήταν ετεροθαλή αδέλφια!
Της έσωσε τη ζωή!
Το απόγευμα της Δευτέρας, 30 Σεπτεμβρίου 1968 δύο αμαξοστοιχίες, που συγκρούσθηκαν σφοδρά έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Δερβενίου Κορινθίας, ( το γεγονός το καταγράψαμε σε προηγούμενο σημείωμά μας) με αποτέλεσμα το θάνατο 34 επιβατών και τον τραυματισμό άλλων 125. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν η κοινή μητέρα του Γ. Τ και της Έλ. Μ, καθώς επίσης και ο πατέρας της Έλενας, Γ Χ. Ο 14χρονος τότε Γ. Τ, μόλις αντιλήφθηκε ότι το δεύτερο τραίνο πλησίαζε, άρπαξε την 3χρονη αδελφή και μαζί πρόλαβαν να πηδήξουν από το βαγόνι, γλιτώνοντας με ελαφρά τραύματα.
Τις επόμενες ημέρες, μερίδα του Τύπου δημοσίευσε το περιστατικό, εξαίροντας την αυτοθυσία του μικρού Γιάννη και τονίζοντας το γεγονός πως και τα δύο παιδιά είχαν μείνει, πλέον, ορφανά. Οι πληροφορίες αυτές συγκίνησαν ένα ζευγάρι συνταξιούχων εκπαιδευτικών από την Αθήνα, οι οποίοι λίγους μήνες μετά υιοθέτησαν την Έλενα.
Ο πατέρας του Γ. Τ είχε πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα κι έτσι ο μικρός Γιάννης εγκαταστάθηκε σε συγγενικό του σπίτι, στον Πύργο Ηλείας. Αργότερα, πήγε στην Αθήνα για να εργαστεί, αλλά κλείστηκε στο αναμορφωτήριο, όταν συνελήφθη για μικροκλοπές. Βγαίνοντας, δούλεψε για ένα διάστημα ως υδραυλικός και οικοδόμος, αλλά συνελήφθη εκ νέου για κλοπές και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών
Στο μεταξύ, η Έλενα μεγάλωνε σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Το 1978, οι θετοί γονείς της τής αποκάλυψαν την πραγματική ιστορία και πως δεν ήταν πραγματική κόρη τους. Το γεγονός αυτό, ανέτρεψε πλήρως τη ζωή της 13χρονης, τότε, Έλενας. Άρχισε να παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα και πολλές φορές έλειπε από το σπίτι για μέρες, χωρίς να δίνει σημεία ζωής.
Εκείνη την περίοδο, συνάντησε ξανά τον αδελφό της, δέκα χρόνια μετά το τραγικό περιστατικό του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στο Δερβένι. Άρχισαν να κάνουν παρέα, αλλά ο Γ. Τ την ερωτεύθηκε με πρωτόγνωρο πάθος. Σύντομα, η σχέση τους έγινε ερωτική, αν και γνώριζαν τη σχέση συγγενείας που τους ένωνε! Όταν οι θετοί γονείς της πληροφορήθηκαν τη σχέση της Έλενας με τον Γ. την πίεσαν να διακόψει. Σύμφωνα με μαρτυρίες γειτόνων του ζεύγους, ήθελαν να παντρέψουν την Έλενα «με κάποιον επιστήμονα» και δεν ενέκριναν τη σχέση της με έναν άνθρωπο που «μπαινόβγαινε στη φυλακή». Αυτή αμφιταλαντευόταν και δεν ήταν λίγες οι φορές εκείνες που ζήτησε από τον Γιάννη να χωρίσουν. Ωστόσο, ο Γ. Τ κατάφερνε να μεταστρέφει την απόφασή της. Όμως, στις αρχές του 1983 ο χωρισμός έδειχνε οριστικός.
Ο Γ. Τ ήταν αδύνατο να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτή. Της ζήτησε ένα τελευταίο ραντεβού «για να κουβεντιάσουν», όπως υποστήριξε αργότερα στους αστυνομικούς. Το μεσημέρι της 11ης Φεβρουαρίου συναντήθηκαν στην Ομόνοια και, με τη μοτοσικλέτα του, πήγαν στο δασικό δρόμο Παιανίας-Καισαριανής. Την παρακάλεσε επίμονα να ξανασμίξουν, αλλά εκείνη αρνιόταν πεισματικά και η κατάσταση δεν άργησε να εκτραχυνθεί. Με μια πέτρα την κτύπησε στο κεφάλι («ήμουν μεθυσμένος», θα πει αργότερα) και εν συνεχεία τη στραγγάλισε, πρώτα με το καλσόν και κατόπιν με τη μαύρη πλαστική ζώνη της. Μετά, έσπευσε να εξαφανιστεί.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1968 της είχε χαρίσει τη ζωή. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στις 4 παρά 6’ το μεσημέρι της 11ης Φεβρουαρίου 1983, την πήρε πίσω
Μετά τη σύλληψή του, ο Γ. Τ εξηγώντας τους λόγους που τον οδήγησαν στην πράξη του είπε μεταξύ άλλων: «Θέλω να έρθουν οι δημοσιογράφοι, η τηλεόραση … Θέλω να τους μιλήσω για αυτή τη βρώμικη κοινωνία που με οδήγησε μέχρι εδώ. Να τους μιλήσω για την αγάπη μου, την Έλενα (…). Που είσαι αγάπη μου; Σ’ αγαπώ!»
Ο αστυνομικός που ανέλαβε την υπόθεση είπε στους δημοσιογράφους, μετά τη σύλληψη του Γ. Τ: «Προσπαθήσαμε να τον ηρεμήσουμε, αλλά δεν ησύχαζε με τίποτα. Φώναζε συνέχεια το όνομα της μακαρίτισσας της Έλενας και έβριζε τους θετούς γονείς της, που δεν της συμπεριφέρονταν καλά. Έλεγε, μάλιστα, πως τη βασάνιζαν ενώ αυτόν τον έλεγαν τεμπέλη, αλήτη και ανεπρόκοπο. Ύστερα από αυτή την κρίση άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε να δει κανέναν. Κι ο εισαγγελέας που ήρθε δεν μπόρεσε στην αρχή να του πάρει ομολογία. Αργότερα, όμως, ομολόγησε ότι αυτός τη στραγγάλισε για να μην τη χάσει».
Στις 21 Φεβρουαρίου, προσήχθη ενώπιον του εισαγγελέα για να του απαγγείλει κατηγορίες. Ο Γ. Τα. βρισκόταν σε παραλήρημα και στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν φώναζε: «Συγχωρήστε με … Συγχωρήστε με … Δεν ήξερα τι έκανα. Θέλω να πεθάνω».
Ο εισαγγελέας άσκησε εναντίον του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση «ιδιαζόντως απεχθή», που έγινε από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και από ταπεινά ελατήρια, όπως επίσης και για αιμομιξία κατ’ εξακολούθηση. Όταν του επισήμανε ότι οι κατηγορίες αυτές επισύρουν ακόμα και την ποινή του θανάτου, ο Γ. Τσ, με σβησμένη φωνή, μουρμούρισε: «Μακάρι!…», ενώ σύμφωνα με κάποιες (ανεξακρίβωτες) πληροφορίες, ευχόταν να του επιβληθεί η θανατική ποινή για «να πάει μια ώρα αρχύτερα κοντά στην Έλενα».
Τελικώς, καταδικάστηκε πρωτοδίκως στην ποινή των ισοβίων δεσμών, αλλά το Δεκέμβριο του 1990, κατά τη διάρκεια της δίκης του στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, η ποινή του μειώθηκε σε κάθειρξη 21 ετών. Το δικαστήριο του είχε αναγνωρίσει το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας
Η υπόθεση μεταφέρθηκε και στην σειρά δραματοποιημένων εκπομπών «Ανατομία ενός εγκλήματος» (του τηλεοπτικού σταθμού «Αντένα») στο επεισόδιο με τίτλο «Σχέσεις αίματος», την τηλεοπτική περίοδο 1991-1992. Η φωτογραφία από το σχετικό επεισόδιο της εκπομπής «Ανατομία ενός εγκλήματος»
eglima.wordpress.com