Με αφορμή την, έστω και με καθυστέρηση ενός έτους, σημερινή έναρξη των πιο βουβών –ελέω κορωνοϊού- Ολυμπιακών Αγώνων της νεώτερης ιστορίας, αξίζει να θυμηθούμε τι έγινε την πρώτη ημέρα αναβίωσης του ιστορικού θεσμού στην Αθήνα.
Φυσικά, η τελετή έναρξης της πρώτης Ολυμπιάδας των νεώτερων χρόνων δεν θυμίζει σε τίποτα τις φαντασμαγορικές εκδηλώσεις που γνωρίζουμε σήμερα. Το
αντίθετο μάλιστα. Ουσιαστικά η τελετή που γίνεται στις 24 Μαρτίου 1896 (με το παλιό ημερολόγιο) στο Παναθηναϊκό Στάδιο περιλαμβάνει απλά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γεωργίου Αβέρωφ -χωρίς τη χρηματοδότηση του οποίου θα ήταν αδύνατη η διοργάνωση- έξω από τη στολισμένη με θυρεούς, λάβαρα και σημαίες πύλη εισόδου, υπό τους ήχους φιλαρμονικών και ουγγρικής αντιπροσωπείας. Στη σύντομη ομιλία του, κάτω από δυνατή βροχή, ο διάδοχος Κωνσταντίνος αναφέρεται στη γενναιοδωρία του εθνικού ευεργέτη.Το πρωί της επόμενης ημέρας 25ης Μαρτίου -Δευτέρα του Πάσχα για ορθόδοξους και καθολικούς και εθνική επέτειος για τη χώρα- κυκλοφορούν τα αναμνηστικά γραμματόσημα των αγώνων. Η πρωτεύουσα βρίσκεται σε εορταστικό κλίμα, με χιλιάδες πολίτες να συρρέουν από νωρίς το μεσημέρι στο Καλλιμάρμαρο για να παρακολουθήσουν το, πρωτοφανές για την εποχή, θέαμα. Στις 3 το μεσημέρι στο κατάμεστο Στάδιο, μετά από σύντομη ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ κηρύττει την έναρξη των Αγώνων λέγοντας, εν μέσω αποθέωσης :«Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!».
Μετά τους κανονιοβολισμούς και την απελευθέρωση περιστεριών, φιλαρμονικές από διάφορες περιοχές της χώρας παίζουν, υπό τη διεύθυνση του μουσουργού Σπύρου Σαμαρά, τον μελοποιημένο Ολυμπιακό Ύμνο του Κωστή Παλαμά συνοδεία χορωδίας 400 ατόμων, ενώ ακολουθεί η παρέλαση των αθλητών.
Η πρώτη αγωνιστική ημέρα περιλαμβάνει τους προκριματικούς των 100μ. 400μ και 800μ. καθώς και δύο τελικούς σε άλμα τριπλούν και δισκοβολία με πρώτους νικητές δύο αμερικανούς αθλητές. Οι θεατές παρότι ενθουσιάζονται βλέποντας μπροστά τους αθλητές από όλα τα μέρη του κόσμου, ουσιαστικά μη έχοντας ουδεμία εμπειρία αθλητικών διοργανώσεων δεν καταλαβαίνουν απόλυτα τι εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Αλλά και οι δημοσιογράφοι δεν πηγαίνουν πίσω με τα ρεπορτάζ των αθλημάτων ν’ αποτελούν μνημείο γλαφυρότητας: «Ήσαν αληθώς οιονεί πτηνοί οι πόδες των αγωνιζομένων, πλήρεις ελπίδων ανέπαλλον οι αγωνιστές εις ύψος από του εδάφους τας πόδας, και η πνοή αυτών ανέβαινεν εις το άκρον των χειλέων, τα στήθη εκυμαίνοντο, και με τάχος ανέμου διήρχοντο προ των υπό της περιεργείας αναταρασσομένων και ανευφημούντων θεατών».
Δεν γνωρίζουμε τι θα κατάλαβαν οι αναγνώστες της εποχής από την παραπάνω περιγραφή του αγωνίσματος των 100μ. ή από την παρομοίωση του τριπλούν ως «…πήδημα εις τα τρεις το τόσον σύνηθες παρ’ ημίν και σώζον ακόμη ούτως ειπείν το άρωμα των αρματολικών χρόνων»… αλλά σίγουρα το πρώτο βήμα αθλητικής μετάδοσης έχει γίνει. Αντίθετα πιο άμεσος είναι ο έμμετρος λόγος του Γεωργίου Σουρή στον «Ρωμιό»: Αγώνες που τα βέλτιστα κι εγώ προαναγγέλλω αγώνες που το ξύλο μου με το ένα χέρι πιάνω αγώνες απαράμιλλοι που λαχταρώ και θέλω γενναίαν αναρρίχησην στην πλάτην σου να κάμω κι αργάζοντας αλύπητα το δόλιο σου τομάρι ν’ αναφωνήσω δυνατά με σένα το γομάρι: Ζήτω των Σέρβων και Ρωμιών, ζήτω και των Αγώνων των πάπων, των πατέρων μας, κι ημών των απογόνων.