ΠΗΓΗ : ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΒΗΜΑ ΜΕΣΙΝΟΥ
Ανακαψίλα: καούρα που νιώθει κανείς στο λαιμό η στο στομάχι
Αραποσίτι: καλαμπόκι, καρποί καλαμποκιάς, αραβόσιτος
Άρτυμα: κάθε τι που βάζουμε στο φαγητό για νοστιμάδα
Ασκέρι: οικογένεια με πολλά μέλη
Αχούρι: αχυρώνας, στάβλος
Άτσαλος: ακατάστατος άνθρωπος
Βιός: περιουσία
υδρόβιο σκουλήκι που απομυζά αίμα. Λέγεται και αβδέλλαΒδέλλα:
Γιόμα: μεσημέρι
Γούβα: μικρός λάκκος
Γουλιά: ρουφηξιά
Γλαρώνω: νυστάζω, κλείνω τα μάτια μου
Δικριάνι: γεωργικό εργαλείο σε σχήμα μεγάλου πιρουνιού
Διόλου: καθόλου
Διβόλισμα: όργωμα σε χωράφι για δεύτερη φορά
Ελάτι: το έλατο
Εξαποδός: ο Σατανάς
Ζαβός: ανάποδος
Ζευγολάτης: γεωργός, ο ζευγάς
Θάβω: βάζω νεκρό στον τάφο,ενταφιάζω, κηδεύω
Κουσούρι: ελάττωμα
Καρτερώ: περιμένω, σταματώ
Λιγούρα: στομαχική ενόχληση
Λαλιά: φωνή. Κόπηκε η λαλιά του, η φωνή του
Λαμπρή: το Πάσχα
Μπομπότα: καλαμποκίσιο ψωμί
Μαρμάρα: στείρα προβατίνα
Μπιχλιμπίδια: μικρά και ασήμαντα πράγματα
Μπέμπελη: ασθένεια, η ιλαρά
Μπαμπούλας: φανταστικό πρόσωπο με το οποίο φοβίζουν τα μικρά παιδιά
Μαραφέτι: οποιοδήποτε αντικείμενο που δεν μπορούμε να το βρούμε ή δεν θέλουμε να ονομάσουμε
Νίβω: πλένω το πρόσωπό μου
Νιονιό: μυαλό, αυτός δεν έχει καθόλου νιονιό( μυαλό)
Ξεροβόρι: κρύος βοριάς, ψυχρός βόρειος άνεμος
Ξομπλιάζω: κουτσομπολεύω
Ξυλιά: κτύπημα με ξύλο
Ουστ: απομάκρυνση ζώου
Οντάς: δωμάτιο
Ολάκερο: ολόκληρο
Ολοένα: συχνά χωρίς διακοπή
Πανιάρα: βρεγμένα κουρέλια (πανιά) δεμένα σε μακρύ ραβδί που την χρησιμοποιούν οι νοικοκυρές σε κτισμένο φούρνο για το καθάρισμα του δαπέδου του φούρνου από τα υπολείμματα της φωτιάς, στάχτη και αποκαΐδια, προτού ρίξουν για ψήσιμο το ψωμί( τα καρβέλια)
Πουσιά: φύλλα καλαμποκιού για το τάισμα των ζώων
Παρακάτω: λίγο πιο κάτω
Παραγώνι: ο χώρος δίπλα στη γωνιά, στο τζάκι
Ράτσα: γενιά
Σβάρνα: γεωργικό εργαλείο για την ισοπέδωση οργωμένου εδάφους
Σεκλέτι: στενοχώρια
Σαράκι: σκόρος, κρυφός καημός
Τσουράπι: μάλλινη πλεκτή και κοντή χειμωνιάτικη κάλτσα, μάλλινο σκαλτσούνι
Υπόληψη: εκτίμηση, καλή φήμη
Φαντασμένη: αυτή που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της
Φουρνιά: όσα μια φορά χωρεί ο φούρνος
Χόλιασε: θύμωσε, οργίστηκε, κάκιωσε
Χάλι: κακή κατάσταση, αθλιότητα,αυτός που έχει τα χάλια του
Χάμου: χάμω, κάτω/ κάθισε χάμου( κάτω), μη μιλάς
Χαμπάρι: είδηση/ αυτός δεν παίρνει χαμπάρι (είδηση) δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Παπαγιώργης Σκιρλής