Σήμερα Μεγάλο Σάββατο (04.05.2024), ο καλλιτεχνικός κόσμος και η χώρα, θρηνεί για μια σπουδαία ηθοποιό, την Άννα Παναγιωτοπούλου η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών. Τα τελευταία χρόνια, η ηθοποιός έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Η Άννα Παναγιωτοπούλου,η οποία μας χάρισε αμέτρητες στιγμές γέλιου, χάρη στο αστείρευτο ταλέντο της. ¨Ηταν από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της, μία χαμαιλέων της υποκριτικής τέχνης την οποία υπηρέτησε με αξιοπρέπεια και σεβασμό προς το κοινό που τη λάτρεψε μέσα από τους εμβληματικούς ρόλους της:
Αλησμόνητη θα μείνει η ερμηνεία της ως φαντασιόπληκτη και μεγαλομανής -πλην πάμφτωχη- «Μαντάμ Σουσού», ως «Όλγα» στην κωμική σειρά που άφησε εποχή, τις «Τρεις Χάριτες», και ως «Χριστίνα Μαρκάτου» της ώριμης χήρας που ζει έναν παθιασμένο και απαγορευμένο έρωτα με τον αρραβωνιαστικό της κόρης της. Οι χαρακτηριστικές ατάκες της, έχουν μείνει αναλλοίωτες στο χρόνο.
Η ηθοποιός και σεναριογράφος Άννα Παναγιωτοπούλου έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 76 ετών απόρροια των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια.
Πρώτος από τους συνεργάτες και φίλους της, την αποχαιρέτησε στα social media ο Σταμάτης Κραουνάκης. Σε μια ανάρτηση το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου που έκανε στο Facebook, ο συνθέτης έγραψε «Έφυγε η Άννα» και επισύναψε ένα βίντεο από παράσταση της ηθοποιού στο Ηρώδειο, από το 2008.
Με τη σειρά του, ο Σπύρος Μπιμπίλας ανέβασε μια κοινή τους φωτογραφία και έγραψε για την αείμνηστη ηθοποιό: «Αντίο ΑΝΝΑ. Σπουδαία κυρία του θεάτρου μας. Άννα του Ελεύθερου θεάτρου που άλλαξε την επιθεώρηση και την ματιά μας. Αννα της Ελεύθερης Σκηνής και των σπουδαίων ρόλων. Αννα της ανεπανάληπτης Μαντάμ Σουσούς όπου είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί της.. Αννα των τριών Χαρίτων που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.. Καλό ταξίδι.. Σ' ευχαριστούμε για όσα πρόσφερες στο Θέατρο και στο κοινό μας».
Η Άννα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 30 Ιουλίου 1947.
Μεγάλωσε σε μία οικογένεια που δεν είχε σχέση με την υποκριτική, αλλά η
ίδια από νωρίς εξέφρασε την επιθυμία της να γίνει ηθοποιός. Οι γονείς
της όμως, ήταν αρνητικοί σε αυτό και έτσι την προέτρεψαν να
εκμεταλλευτεί μια υποτροφία που είχε και να πάει για σπουδές στην
Ελβετία. Εκείνη, ωστόσο, «έφαγε τα λεφτά» όπως είχε αναφέρει με
χιουμοριστική διάθεση σε συνέντευξη και γύρισε πίσω για να κυνηγήσει το
όνειρό της, δίνοντας εξετάσεις στο Εθνικό, από όπου και αποφοίτησε.
Εκεί συνάντησε και τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο ήταν βασικά μέλη του «Ελεύθερου Θεάτρου». Εκεί ήταν που πρωταγωνίστησαν στην μεγάλη επιτυχία «Και συ χτενίζεσαι» που έκανε το θέατρο γνωστό και αγαπητό στο ευρύ κοινό. Ανέβαζαν
παραστάσεις και παράλληλα, μέχρι τότε, ασχολούνταν και με άλλες
δουλειές για βιοπορισμό. Το 1980, το «Ελεύθερο Θέατρο» μετονομάστηκε σε
«Ελεύθερη Σκηνή». Ανέβαζαν παραστάσεις ποικίλου ρεπερτορίου, από Μπρεχτ μέχρι Χουρμούζη. Μόνιμη «στέγη» απέκτησαν όταν πήγαν στο Άλσος Παγκρατίου.
Απόσπασμα από τον ρόλο της στη «Μαντάμ Σουσού»
Σταθμός της τηλεοπτικής της καριέρας θεωρείται η ενσάρκωση της «Μαντάμ
Σουσού» στην ομότιτλη διασκευή του μυθιστορήματος του Δημήτρη Ψαθά τη
σεζόν 1986-87 (μαζί με τους Θανάση Παπαγεωργίου, ‘Αγγελο Αντωνόπουλο,
Νατάσα Ασίκη κ.ά.). Το κοινό επίσης την αγάπησε και μέσα από τους ρόλους της στις «Τρεις Χάριτες» και το «Dolce Vita».τις «Τρεις Χάριτες» και το «Dolce Vita». Πιο συγκεκριμένα, το 1986 πρωταγωνίστησε σε τηλεοπτική
σειρά για πρώτη φορά έχοντας το ρόλο - σταθμό στην καριέρα της,
στη σειρά της ΕΡΤ, «Μαντάμ Σουσού», ενώ στους πιο νέους έγινε ιδιαίτερα
αγαπητή από τους ρόλους της στις «Χάριτες» με τη Μίνα Αδαμάκη και τη Νένα Μεντή και το «Dolce Vita» που υποδυόταν τη Χριστίνα, μια χήρα, η οποία ερωτεύτηκε τον κατά πολύ νεότερο σύντροφο της κόρης της.
Άλλες σειρές που έχει εμφανιστεί, είναι οι: «Safe
Sex», «Το κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο», «Οξυγόνο», «Αυστηρώς
Κατάλληλο», «Αγρίμια Ελληνικό διήγημα», «Φρουτοπία», «Χάι Ροκ», «η Ελίζα
και οι άλλοι» και «Το δις εξαμαρτείν» και «Επτά Θανάσιμες Πεθερές».
Εκτός από ηθοποιός, η Άννα Παναγιωτοπούλου είχε αναλάβει και ρόλο παρουσιάστριας. Στη διάρκεια της τηλεοπτικής
σεζόν 2003-2004, συμπαρουσίαζε μαζί με τον Φώτη Σεργουλόπουλο, τον
Χρήστο Ευθυμίου, τον Μένιο Σακελλαρόπουλο, τον Κλέονα Γρηγοριάδη και την
Ματθίλδη Μαγγίρα, το τηλεπαιχνίδι «Το show των εκατομμυρίων», το οποίο
έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 2003 από το MEGA.
Η Άννα Παναγιωτοπούλου παντρεύτηκε το 1972. Απέκτησε έναν γιο, τον Δημήτρη (1973), που της χάρισε ενα εγγόνι. Ζούσε στον Λυκαβηττό αλλά περνούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Τήνο.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει πριν πέντε χρόνια, είχε αναφερθεί στον γάμο που έκανε σε ηλικία 20 ετών, αλλά και στον γιο της, που επίσης παντρεύτηκε μικρός. «Ο γιος μου παντρεύτηκε μόλις τελείωσε το Πολυτεχνείο. Με ρώτησε, τι λες εσύ, δεν θα πω τη λέξη γιατί δεν περνά στην τηλεόραση…" «Η αναγνωρισιμότητα είναι ένα πρόβλημα. Ο γιος μου είχε ντραπεί πάρα πολύ γιατί με φωνάζανε "Σου Σου". Και εμένα με ενοχλούσε πολύ» είχε δηλώσει.
Η Άννα Παναγιωτοπούλου, έχασε τον σύζυγό της το 2014 και χρόνια μετά αποκάλυψε το πώς πέθανε, προκαλώντας σοκ σε όλους.
«Ήταν ο άνθρωπός μου και ήμουν ο άνθρωπός του. Είχαμε μία πολύ καλή,
ήσυχη και ελεύθερη σχέση. Δεν είχαμε κοινές παρέες, ο μόνος κοινός
άνθρωπος που είχαμε ήταν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, που ήταν πολύ δικός μου
φίλος και έγινε και δικός του μέσω εμού. Από παιδί είχα πολύ φιλική και
αγαπησιάρικη σχέση με τον Λουκιανό και είναι από τους θανάτους που μου
στοίχισαν πάρα πολύ.
Δίδασκα σε μία σχολή και κάναμε ένα μεγάλο τραπέζι. Το βράδυ που γύρισα, νόμιζα πως δεν ήταν στο σπίτι και ξάπλωσα. Ξυπνάω το πρωί και βλέπω τα πόδια του στον καναπέ, λέω “Τάκη, κάνε μου έναν καφέ” και τον βλέπω και είναι νεκρός.
Κοιμήθηκε και πέθανε… Όταν μου είπαν να τον ανοίξουν, είπα “όχι, μην τον σφάξετε. Πέθανε, είναι οριστικό, άρα τι να δείτε; Τι με νοιάζει τι έπαθε;” Από τότε πέρασα ένα δύσκολο διάστημα γιατί μου έλειπε, αλλά τώρα αισθάνομαι ότι μακάρι να πεθαίναμε όλοι έτσι. Πραγματικά τον θεωρώ πολύ τυχερό», είχε εξομολογηθεί.
Όσο για τον έρωτα της ζωής της, είχε πει στην ίδια συνέντευξη: «Ο έρωτας της ζωής μου ήταν ο Κατράκης, αυτόν είχα ερωτευτεί πιο πολύ. Δεν υπήρχε σχέση αλλά βρισκόμασταν, με βοηθούσε όσο πήγαινα στη σχολή. Ήταν σαν πατρική φιγούρα, αυτό που δεν είχα. Πήγε στην Κρήτη και παντρεύτηκε μία άλλη γυναίκα».